ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Μάη 2007
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το πρώτο βήμα μπορεί να γίνει, πρέπει να γίνει, στην επικείμενη εκλογική μάχη

Πρώτο μέρος

Οποτε και αν γίνουν οι εκλογές, άμεσα ή στην «ώρα» τους, σύμφωνα με την πρωθυπουργική τοποθέτηση, επιτακτικό και αναγκαίο είναι να συμβεί, για πρώτη φορά, αυτό που δε συνέβη σε όλες τις προηγούμενες εκλογικές πολιτικές αναμετρήσεις. Κριτήριο ψήφου να αποτελέσει η συνείδηση ότι τα καθημερινά προβλήματα της εργατικής τάξης, των αυτοαπασχολουμένων, της φτωχής αγροτιάς, της μεγάλης πλειοψηφίας της νεολαίας και των γυναικών απορρέουν από τη στρατηγική των δύο κομμάτων εξουσίας της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Δεν καθορίζονται από το ήθος και το ύφος ή το είδος της διαχείρισης. Αν δεν καταδικαστεί η γενική γραμμή πλεύσης, αν δεν υποστεί ρήγματα η δικομματική εναλλαγή χάνεται πολύτιμος χρόνος για να αποκτήσει το κίνημα ικανότητα να παρεμβάλλει εμπόδια στα νέα αντιλαϊκά μέτρα που θα δρομολογηθούν, αλλά και να αποσπαστούν κατακτήσεις. Χωρίς να αποδίδουμε υπερβολικές διαστάσεις σε μια εκλογική μάχη, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ότι μπορεί και μέσω αυτής να γίνει ένα βήμα προς τα εμπρός. Να διευκολυνθεί η δρομολόγηση θετικών εξελίξεων, να αρχίσει να διαγράφεται στον ορίζοντα η δυναμική κοινωνικοπολιτική πάλη για τα προβλήματα και για την προοπτική της λαϊκής εξουσίας.

Αν δε βλέπεις εμπρός τότε χάνεις και τη μάχη του σήμερα. Βεβαίως, το κριτήριο ψήφου υπέρ του ΚΚΕ δεν προϋποθέτει εφ' όλης της ύλης συμφωνία. Αλλωστε, η ψήφος δε σημαίνει προσχώρηση σε ένα κόμμα. Είτε υπάρχει συνολική συμφωνία είτε μερική, έτσι και αλλιώς θα είναι ψήφος εντολής για συνεπή αντίσταση, για σταθερή, χωρίς υποχωρήσεις, υπεράσπιση των λαϊκών δικαιωμάτων.


Eurokinissi

Και αυτή τη μάχη την κρίνουμε σε ποιο βαθμό βοηθάει στην οργάνωση της λαϊκής αντεπίθεσης, επηρεάζει τη συγκρότηση της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, ώστε να ανοίξει πόρτα για τη ριζική αλλαγή που συμφέρει το λαό. Είναι αναγκαίο και επιτακτικό να δυναμώσει και να διευρυνθεί η τάση απελευθέρωσης από το δόκανο της δικομματικής εναλλαγής, την ενσωμάτωση, τον εγκλωβισμό, τη φοβία και μοιρολατρία.

Η εκλογική συμπεριφορά των λαϊκών μαζών δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την ιδεολογική χειραγώγηση όσο και αν σήμερα η αστική τάξη και τα κόμματά της διαθέτουν περισσότερα και σχετικά πιο επικίνδυνα όπλα καταναγκασμού και επηρεασμού: Το σχολείο και το περιεχόμενο της μόρφωσης, τα ΜΜΕ. Αλλά και τον πολιτισμό, τον αθλητισμό και βεβαίως το συγκαλυμμένο, ραφιναρισμένο ή ωμό αντικομμουνισμό.

Η ιδεολογική χειραγώγηση γίνεται αποτελεσματικότερη, γιατί είναι συστατικό στοιχείο της πολιτικής εξουσίας, σε συνθήκες όχι μόνο αρνητικού συσχετισμού, αλλά και κάτω από την επίδραση της αντεπανάστασης. Στηρίζεται σε υλικούς αντικειμενικούς όρους. Η μεγαλύτερη ιδεολογική και πολιτική πλάνη είναι η απόσπαση της πολιτικής από την οικονομία.

Παρ' όλα αυτά, οι αρνητικοί και επικίνδυνοι για το λαό παράγοντες δεν εκδηλώνονται σε ένα ελεύθερο γήπεδο. Διασταυρώνονται με την πείρα που διαμορφώνουν οι εργατοϋπάλληλοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα που υποφέρουν. Δέχονται στον ένα ή τον άλλο βαθμό την αντεπίδραση της ταξικής πάλης που δυναμώνει. Τις αγωνιστικές λαϊκές παραδόσεις που δεν μπόρεσε να σβήσει η αντίδραση, παρά τη συστηματική δυσφήμιση που κάνει στο σοσιαλισμό του 20ού αιώνα. Επιδρούν οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις και οι θετικές διεργασίες, τα ανατρεπτικά σκιρτήματα που σημειώνονται σε μια σειρά χώρες της Γης. Οι αντιστάσεις που προβάλλουν οι λαοί στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την κατοχή, στην κρατική καταστολή και βία.


Είναι οι αυξανόμενες λαϊκές ανάγκες που καλλιεργούν έδαφος για αντίσταση και αντεπίθεση, σε συνθήκες που έχουν αυξηθεί τα υλικά μέσα για να ζήσει ο άνθρωπος καλύτερα, να ικανοποιήσει και τις πολιτιστικές του ανάγκες.

Δεν περιμένουμε, βέβαια, να προκύψει από την αυριανή κάλπη μια θεαματική, πολύ περισσότερο ριζική, ανατροπή. Ωστόσο, μπορεί να γίνει ένα βήμα με διπλό χτύπημα στο σύστημα της δικομματικής εναλλαγής και ταυτόχρονη ισχυροποίηση το Κόμματος, για να υπάρξει αποτελεσματικότητα στην πάλη, στην αντεπίθεση.

Υπάρχει το δυναμικό μέσα στην ελληνική κοινωνία που μπορεί να «κάνει τη διαφορά», ιδιαίτερα στην εργατική τάξη και τα ενδιάμεσα λαϊκά στρώματα που έχουν δεχτεί την πιο βάναυση επίθεση τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει το δυναμικό ακόμα και σε ένα τμήμα των εργαζομένων που μπορεί να έχει αντοχές, βλέπει όμως ότι η επίθεση το πλησιάζει τα επόμενα χρόνια. Σε ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας και των γυναικών.

Οι παράγοντες που μπορεί να επενεργήσουν θετικά και δυναμικά είναι:

1. Η αρνητική πικρή πείρα που συγκεντρώθηκε από τη δικομματική εναλλαγή στην οποία βεβαίως προστέθηκε και η τελευταία τριετία. Σε κάθε φάση που η διακυβέρνηση περνούσε από το ένα στο άλλο κόμμα, το μόνο που ζήσαμε και ζούμε είναι η αντιστροφή των ρόλων. Ο,τι και όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση το συνεχίζει η ΝΔ. Ο,τι και όπως έκανε η ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση επαναλαμβάνεται από το ΠΑΣΟΚ σήμερα.

2. Η εκτίμηση ενός μεγαλύτερου μέρους των εργαζομένων, σε σύγκριση με πριν, ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας, συμπέρασμα που αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις, στην καθημερινή επαφή με εργαζόμενους.

3. Οι διεθνείς και κυρίως ευρωπαϊκές εξελίξεις, απογυμνώνουν τα φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά συνθήματα και ιδεολογήματα, τους μύθους που προβλήθηκαν και προβάλλονται έως σήμερα, προκειμένου να παγιδεύουν το λαό στη λογική της υποταγής και του συμβιβασμού, στην κινδυνολογία και τα τρομοκρατικά διλήμματα.

Ο «Ριζοσπάστης», η ΚΟΜΕΠ, διάφορες εκδόσεις του Κόμματος, τα κομματικά ντοκουμέντα εφοδιάζουν σήμερα με πολλά επιχειρήματα και στοιχεία που αποδεικνύουν όλα τα παραπάνω. Γι' αυτό και η αξιοποίησή τους πρέπει να είναι συστηματική.

Ο δικομματικός ανταγωνισμός τροφοδοτεί και ενισχύει τη δικομματική εναλλαγή και κατά συνέπεια την εξουσία των μονοπωλίων, στο βαθμό που το λαϊκό κίνημα δεν αποφασίζει να δώσει το πρώτο ηχηρό πλήγμα, ώστε να δώσει νέα συνέχεια.

Ο καυγάς μεταξύ τους δεν είναι «σικέ», είναι πραγματικός. Εκφράζει τον οξύ ανταγωνισμό ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ για το ποιος θα είναι ο οδηγός και ποιος ο συνοδηγός. Είναι επικίνδυνος, γιατί αποπροσανατολίζει, ενσωματώνει και τελικά διαφθείρει και εξαγοράζει συνειδήσεις. Αντανακλά, σε ορισμένες περιόδους, την επιλογή που κάνει η αστική τάξη να ρίξει βάρος υπέρ του ενός από τα δύο κόμματα, ανάλογα ποιο από αυτά μπορεί να εξασφαλίσει τη λαϊκή συναίνεση, ποιο από τα δύο είναι καταλληλότερο στη χειραγώγηση. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η θετική παρέμβαση του ξένου παράγοντα υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος.

Αρκεί, εκτός των άλλων, να μελετά κανείς συστηματικά τις σομόν σελίδες, δηλαδή τα ένθετα για την οικονομία, των εφημερίδων που πρόσκεινται στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Στην πολιτική αρθρογραφία παίρνουν καθαρή θέση, υπέρ της κυβέρνησης ή της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην οικονομική αρθρογραφία επιμένουν να προωθηθούν οι αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, ζητούν από τη ΝΔ να μην κάνει πίσω και από το ΠΑΣΟΚ να μην παραιτηθεί από αυτές χάριν εκλογικών κερδών, για να επιστρέψει στη διακυβέρνηση.

Ο δικομματικός καυγάς δεν περιορίζεται στο καναλιζάρισμα της εκλογικής συμπεριφοράς. Αποτελεί ισχυρό εμπόδιο στην ανάπτυξη πολιτικής συνείδησης, στην αναζήτηση εναλλακτικής λύσης. Συγκαλύπτει την ουσία του πολιτικού προβλήματος, που είναι η αλλαγή στο επίπεδο της εξουσίας, ώστε να δρομολογηθεί η αλλαγή στο πεδίο της οικονομίας, της κοινωνικής πολιτικής. Κάνουν ό,τι μπορούν με όλα τα μέσα, όπως είναι φυσικό, να εμποδίσουν την εργατική τάξη να κατανοήσει τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.

Η υπεράσπιση του συστήματος είναι ο συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στα δύο κόμματα, όπως συμβαίνει σε όλον τον καπιταλιστικό κόσμο, στην Ευρώπη που είναι πιο κοντά στην εμπειρία μας. Απόδειξη η εξέλιξη στη Γερμανία όπου κυβερνά φιλελευθερο-σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, στην Ιταλία μια ευρεία κεντροδεξιά κυβέρνηση με λίγο άρωμα «ανανεωτικής» αριστεράς, μετανιωμένων κομμουνιστών.

Εξηγείται, επίσης, γιατί το προσφιλές υλικό της αντιπαράθεσής τους είναι τα σκάνδαλα, η ηθική και οι ικανότητες των προσώπων. Βγάζοντας ο ένας τα άπλυτα του άλλου, πέραν των στενών κομματικών επιδιώξεων, καλλιεργούν το πιο μεγάλο ψέμα ότι δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει ηθικά και ανθρώπινα, αρκεί να υπάρχει ο κατάλληλος τιμονιέρης. Οτι αν σταματήσει η ρουσφετολογία, η ρεμούλα, η μίζα, ο χρηματισμός, τα παιχνίδια στη χρηματαγορά, αν υπάρχει διαφάνεια τότε οι εργαζόμενοι θα απολαύσουν μεγαλύτερα εισοδήματα, θα κατακτήσουν δικαιώματα. Δε φταίει η ταξική εκμετάλλευση, δεν είναι σάπιος ο ίδιος ο καπιταλισμός, αλλά οι πολιτικοί που δεν έχουν ηθική. Τυχαία, μήπως, στελέχη του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ μιλάνε για τον καζινοκαπιταλισμό; Μόλις συγκρατούνται, για να μη φωνάξουν ότι αυτός δεν είναι ο καπιταλισμός που προσδοκούσαν.

Με την ευκαιρία, χρειάζεται να βλέπουμε με πιο πολιτική ματιά ό,τι αποκαλείται ρουσφετολογία, ώστε να μην υπάρχουν αυταπάτες ότι με κάποιους κανόνες και διαφάνεια αυτή μπορεί να καταργηθεί. Αποτελεί συμπληρωματικό μηχανισμό στην επιχείρηση «κοινωνική συναίνεση», στην επιχείρηση ανάδειξης αναχωμάτων.

Προσφιλές υλικό στην αντιπαράθεσή τους αναγορεύεται το λεγόμενο κράτος πρόνοιας. Η αντιστροφή στάσης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ανάλογα ποιο κόμμα είναι στην κυβέρνηση είναι χαρακτηριστική. Η ΝΔ ως αντιπολίτευση ζητούσε επιμόνως επίδομα θέρμανσης για τους φτωχούς, αυξήσεις στις συντάξεις, ενώ το ΠΑΣΟΚ τα διεκδικεί τώρα από τη ΝΔ. Πρόκειται για τη σύγχρονη πολιτική της διαχείρισης της φτώχειας που απέχει όχι μόνο από τις πραγματικές ανάγκες, αλλά και από εκείνη τη φιλελεύθερη και σοσιαλδημοκρατική πολιτική παροχών που ίσχυε παλαιότερα και στόχευε βεβαίως στη χαλάρωση της λαϊκής πίεσης και στην ενσωμάτωση, στις περιόδους της κεϋνσιανής διαχείρισης. Και στην περίπτωση των όποιων παραχωρήσεων πριν πολλά χρόνια και στην περίπτωση της κατάργησής τους σήμερα πυξίδα και για τα δύο κόμματα είναι ποια οικονομική πολιτική, ποια διαχείριση βοηθά στην αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου.

Δεν είναι η ιδεοληψία της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ, η ανικανότητα και προχειρότητα του ενός ή του άλλου που τους οδήγησε και τους δύο να εγκαταλείψουν την πολιτική των καπιταλιστικών κρατικοποιήσεων της 10ετίας του '70 και του '80. Είναι η ανάγκη να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη και παγκόσμια, στην αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου. Σε συνθήκες οξυμένου ανταγωνισμού για τη διανομή των νέων αγορών που προέκυψαν από την καπιταλιστική παλινόρθωση. Σε συνθήκες που εμφανίζονται νέες δυνάμεις στον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό με φιλοδοξία να πάρουν και αυτές μεγάλα μερίδια στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Αυτή η ανάγκη τούς οδηγεί σε μια πολιτική εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων, ελαστικών εργασιακών σχέσεων, στην εμπορευματοποίηση τομέων όπως η Παιδεία και η Υγεία - Πρόνοια, ο Πολιτισμός, ο Αθλητισμός που προηγούμενα στο μεγαλύτερο μέρος τους ανήκε στο κράτος.

Και τα δύο κόμματα γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν τα ίδια περιθώρια που είχαν άλλοτε να κάνουν ελιγμούς και παραχωρήσεις, να υποχωρούν σε προεκλογική περίοδο, ή κάτω από την πίεση του πολιτικού κόστους. Το «Τσοβόλα δώστα όλα» σήμερα δεν μπορεί να υλοποιηθεί, εξαιτίας της συγκεκριμένης φάσης που περνάει ο καπιταλισμός, και ο ελληνικός βεβαίως Γι' αυτό και φροντίζουν να φοράνε 24 ώρες το 24ωρο τη μάσκα του λαϊκού, του αγωνιούντος για τα λαϊκά προβλήματα και να μιλάνε για κοινωνία των δύο τρίτων ή κάτι ανάλογο, διαχωρίζοντας το λαό στο 20% που είναι φτωχός και στο 80% που τάχα περνάει καλά ή καλύτερα.

Οι ελιγμοί και παραχωρήσεις σήμερα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Εδράζονται σε μια συστηματική προσπάθεια με όλα τα μέσα να διασφαλιστεί ένα επίπεδο μειωμένων απαιτήσεων από την πλευρά του εργατικού κινήματος. Είναι γεγονός ότι το έχουν καταφέρει χάρις και στον έλεγχο που ασκούν στα ηγετικά όργανα όλων των συνδικαλιστικών κινημάτων. Τους απασχολεί και τους δύο να μην υποσκαφθεί πέρα από ένα σημείο η αγοραστική ικανότητα, ώστε να προλάβουν τριγμούς και κρίση. Ελξη σ' αυτήν τη λογική νιώθει και ο ΣΥΝ που συνεχώς προειδοποιεί ότι πρέπει να αμβλυνθούν οξυμένα προβλήματα, για να μην υπάρξει κοινωνική αναταραχή (αυτή είναι η θέση του για την κινητήρια δύναμη της ταξικής πάλης!).

Γι' αυτό και γίνεται λόγος περί ήπιας προσαρμογής (που δεν υπήρξε), είτε περί εξάντλησης του ψευδεπίγραφου κοινωνικού διαλόγου, ώστε να υπάρξει συναίνεση, δηλαδή υποταγή. Τον παράγοντα αυτόν τον διαχειρίζεται με μεγαλύτερη δημαγωγική ικανότητα το ΠΑΣΟΚ, καπηλευόμενο την περίοδο που πρόβαλλε ριζοσπαστικά αιτήματα και έπαιζε θετικό ρόλο στην ανάπτυξη του κινήματος. Το κόμμα αυτό βοηθιέται επίσης από ένα σημαντικό τμήμα του λαού που το χαρακτηρίζει ως μικρότερο κακό. Σοβαρό μέρος αυτού του τμήματος αποτελεί το σώμα των «προστατευομένων» που «έχτισε» κατά τη διάρκεια της 20ετούς διακυβέρνησής του, σε μια περίοδο που η ΝΔ ζούσε τα δικά της προβλήματα.

Δε δίστασαν, ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, και δε διστάζουν και σήμερα, να σπαταλούν χρήματα για να εξαγοράσουν και να κάνουν επιλεκτικές προσωρινές παροχές, αρκεί αυτές να μη θεμελιώνουν στέρεα συλλογικά δικαιώματα και να μην έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Αρκεί, μέσω των παροχών αυτών, σε συνδυασμό με την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και τις ανατροπές στο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης, να παρεμποδίσουν την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη ανάμεσα στα διάφορα τμήματά της ενιαίας συνείδησης.

Η πολιτική των ψευτοπαροχών τους περιέχει και το στοιχείο της οικοδόμησης συμμαχίας με ορισμένα ανώτερα τμήματα της εργατικής τάξης, αλλά και με τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων. Και τα δύο κόμματα ως κυβέρνηση είχαν και έχουν στα χέρια τους σημαντικά κονδύλια από τις κοινοτικές επιχορηγήσεις (σχηματισμένες βεβαίως από την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων εντός και εκτός Ευρώπης), ώστε να κάνουν τέτοιες και τόσες παροχές που διευκολύνουν τη στρατηγική τους και τη χειραγώγηση πάνω απ' όλα.

Το μεγάλο παιχνίδι το παίζουν με την επιχείρηση παραπλάνησης ότι η ένταση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου (χρησιμοποιούν τον αταξικό όρο της παγκοσμιοποίησης) είναι μια εντελώς νέα διαδικασία που έρχεται απέξω τάχα, από τον ουρανό, και επιβάλλει νέα μέτρα, αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Αρα όποιος αντιδράσει σ' αυτήν χάνεται. Οπως τους συμφέρει δηλαδή, προκειμένου να κρύβεται η σχέση κεφαλαίου και ταξικής εργασίας και κυρίως να κάνουν πιστευτό ότι σε μια χώρα δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε, το εθνικό πεδίο δεν έχει καμία σημασία, έχει ξεπεραστεί.

Η στάση απέναντι στο ΚΚΕ απόδειξη της δυναμικής που περικλείει η πολιτική του πρόταση πέρα από την καθημερινή ενεργό δράση και επίδρασή του

Η σύμπλευση των δύο κομμάτων είναι έκδηλα κοινή, όταν αντιμετωπίζουν το πρόγραμμα, τη στρατηγική του Κόμματος. Η κριτική τους δεν υπηρετεί μόνο τους άμεσους εκλογικούς στόχους. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να πείσουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στο επίπεδο της εξουσίας και της οικονομίας.

Η πολεμική τους (ήπια ή συκοφαντική, ανάλογα με την περίσταση) είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που ασκούν σε άλλα κόμματα, ιδιαίτερα στον ΣΥΝ ή και στον ΛΑ.Ο.Σ. Σημασία έχει επίσης ότι απέναντι στο ΚΚΕ δηλώνουν συνολική αντίθεση, ενώ με τον ΣΥΝ τσακώνονται στα σημεία. Εδώ βεβαίως ευθύνη έχει και ο ΣΥΝ που αναλώνεται σε καυγάδες για την Ωρα του Πρωθυπουργού, για το αν πήρε αμέσως απάντηση ή όχι σε ένα ερώτημά του, για το πόσο σέβονται ή όχι τον πρόεδρο ενός κόμματος που είναι στην αντιπολίτευση. Εδώ με την πολιτική τους πλήττουν και με αυτήν την έννοια περιφρονούν ένα λαό, το θέμα είναι πόσο κομψοί και ευγενικοί είναι στο Κοινοβούλιο ή στις διαπροσωπικές πολιτικές σχέσεις;

Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, κυριολεκτικά, νιώθουν αλλεργία απέναντι σε κάθε πρόταση και στόχο πάλης που δεν μπορούν να την ενσωματώσουν στη διαχείριση. Προς τιμήν τους, όμως, πολλές φορές αναγνωρίζουν ότι το ΚΚΕ είναι ένα διαφορετικό απ' όλα τα άλλα κόμμα, έχει άλλη πολιτική και πρόγραμμα. Αναγνωρίζουν, πολλές φορές, ότι από θέσεις αρχών αντιπαλεύουμε τον καπιταλισμό. Πονηρά, βεβαίως, προσθέτουν ότι αυτή η πολιτική είναι ξεπερασμένη, παραδοσιακή, ουτοπική και επικίνδυνη. Επιστρατεύουν, δηλαδή, όλους τους χαρακτηρισμούς, ώστε να πιάσουν όλα τα «γούστα», όλη την γκάμα της λαϊκής ψυχολογίας. Απέναντι στο κύρος μιας ριζοσπαστικής γνήσια εναλλακτικής πρότασης, αντιπαραθέτουν την ουτοπία, απέναντι στην άγνοια επιστρατεύουν το φόβο, τον κίνδυνο.

Και τα δύο κόμματα, βεβαίως, αποδεικνύουν τον ταξικό τους χαρακτήρα με τη συκοφαντική τοποθέτησή τους απέναντι στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε. Η μεν ΝΔ δικαιώνεται ιστορικά, κατά τη γνώμη της, το δε ΠΑΣΟΚ απαλλάσσεται από την εγκατάλειψη ριζοσπαστικών φραστικά συνθημάτων, αφού τώρα πια σημαία του είναι ο μη άπληστος, μη βάρβαρος και μη παρασιτικός καπιταλισμός.

Η κριτική που ασκούν και τα δύο κόμματα προς τον ΣΥΝ, ανεξάρτητα από τις διαφορές ανάλογα και με τη συγκυρία, εκφράζει και παράπονο, αφού του αναγνωρίζουν ότι κινείται μέσα στη γραμμή του πολιτικού συστήματος μην αμφισβητώντας ορισμένες βασικές του επιλογές.

Η ΝΔ, σε στιγμές που το λαϊκό κίνημα ανεβαίνει και αναδεικνύεται ο ρόλος του ΚΚΕ, δε διστάζει να θέτει ζήτημα νομιμότητας, πράγμα που και το ΠΑΣΟΚ έκανε όταν ανοιχτά κατηγόρησε το Κόμμα ότι μόλις και βρίσκεται στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας.

Το ΠΑΣΟΚ ασκεί ανοιχτά εκβιαστική και τρομοκρατική τακτική, προκειμένου να συσπειρώσει τους οπαδούς του και να τους κρατήσει μακριά από την όποια επίδραση μπορεί να ασκήσει η θέση και η δράση του Κόμματος, με τη θέση ότι, όποιος ταυτίζει τη στρατηγική του με τη ΝΔ, υπηρετεί τη ΝΔ και τη συντηρητική πολιτική της.

Η αντικομμουνιστική υστερία που έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, τα μέτρα κατά της δράσης κομμουνιστικών κομμάτων, δείχνει ότι ακόμα και αδυνατισμένο το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα αντιπροσωπεύει απειλή. Ο ταξικός αντίπαλος δεν παίζει με τέτοια ζητήματα. Ακόμα και αγάλματα γκρεμίζει, προκειμένου να εξαφανίσει από προσώπου Γης κάθε θετικό σύμβολο που παραδειγματίζει τη νέα γενιά. Κυρίως αυτό που ενοχλεί και τους δύο είναι ότι έχουμε αποκτήσει μεγαλύτερη πείρα και έχουμε βγάλει περισσότερα διδάγματα τι σημαίνει αδύνατη ιδεολογική και πολιτική επαγρύπνηση απέναντι στον ιμπεριαλισμό και τον οπορτουνισμό.

Την Τρίτη, στο δεύτερο μέρος του άρθρου:

  • Η κινδυνολογία με όρους ντέρμπι, σε συνδυασμό με το νέο εκλογικό νόμο, απόδειξη της ανάγκης να αποδυναμωθεί η δικομματική εναλλαγή.
  • Το ΚΚΕ διαθέτει ολοκληρωμένο πρόγραμμα εναλλακτικής λύσης που ανοιχτά εκθέτει στο λαό χωρίς μισόλογα και περιστροφές.

Της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκας Παπαρήγα



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ