Το καταλάβατε; Για την οικονομική κρίση, ή την κατάρρευση της χώρας, όπως λέει ο συντάκτης του κειμένου, φταίνε οι φαρμακοποιοί, φταίνε οι μηχανικοί, φταίνε οι μεταφραστές, φταίνε οι δασολόγοι, φταίνε οι ψυκτικοί και μια σειρά ακόμα επαγγελματίες, που, στο διάβα του χρόνου, ακόμα και οι αστικές κυβερνήσεις θέσπισαν όρους και κανόνες για τον τρόπο λειτουργίας τους.
Είπαν, δηλαδή, ότι βρε παιδί μου για να είσαι αυτοαπασχολούμενος μεταφραστής χρειάζεται να έχεις κάποιο συγκεκριμένο πτυχίο, ή για να εργαστείς αυτόνομα ως ψυκτικός μαζί με το πτυχίο απαιτείται αποδεδειγμένη προϋπηρεσία και ειδικές εξετάσεις, που να βεβαιώνουν τις σχετικές ικανότητες και πάει λέγοντας.
Σήμερα, που οι μεγάλες επιχειρήσεις θέλουν να καταβροχθίσουν τα πάντα, όλα αυτά είναι για πέταμα. Αρκεί να υπάρχει το παραδάκι. Το ...μοντέρνο, αυτό που θα αποτρέψει την κατάρρευση, είναι να μπορεί ο επιχειρηματίας να στήσει μια εταιρεία και να πουλάει υπηρεσίες εκμεταλλευόμενος και τους μεταφραστές και τους ψυκτικούς ταυτόχρονα. Αυτός θα εισπράττει τα πολλά και οι κατ' εξοχήν ειδικοί θα 'ναι στη δούλεψή του με 500 και 600 ευρώ το μήνα.
Οσο για το ότι όσοι λένε «όχι» στην απελευθέρωση δεν προτείνουν κάτι, οι τύποι της «Καθημερινής» κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν. Γιατί η πρόταση υπάρχει και είναι μία: Πρόοδος και εξέλιξη δε σημαίνει να ξηλώνεις και να οδηγείς τον μικροεπαγγελματία στην καταστροφή, αλλά να μπορείς να εξασφαλίζεις για όλους, χωρίς εξαίρεση, τους οικονομικά ενεργούς πολίτες εργασία, και εργασία, μάλιστα, που θα αμείβεται με τρόπο που να καλύπτει τις βασικές ανάγκες διαβίωσης.
Ολα τα άλλα είναι φιοριτούρες και γλείψιμο προς τα αφεντικά και την άρχουσα τάξη.
Την αυταπάτη ενός «άλλου» καπιταλισμού, ο οποίος μπορεί με αποτελεσματικότερο τρόπο να «αυτοκαθαρίζεται» από τα σκάνδαλα που νομοτελειακά αναπαράγει, προβάλλει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση «Ζήμενς». Σε συνέντευξη που έδωσαν ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Τσίπρας και ο εκπρόσωπος του κόμματος στην Εξεταστική της Βουλής, Δ. Παπαδημούλης, από τη μια διέγνωσαν ότι το σκάνδαλο «συμβολίζει τη διαπλοκή οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στον τόπο μετά την μεταπολίτευση» (Αλ. Τσίπρας) και από την άλλη πρόβαλαν σαν πρότυπο άλλες καπιταλιστικές χώρες, (Ιρλανδία, ΗΠΑ), οι οποίες χειρίστηκαν πιο αποτελεσματικά το ζήτημα της απόδοσης ευθυνών για το ίδιο σκάνδαλο. Να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αποκάλυψη του σκανδάλου με τη «Ζήμενς», εξαιτίας του ανταγωνισμού ανάμεσα στα γερμανικά και στα αμερικάνικα μονοπώλια, ενώ ταυτόχρονα είναι η χώρα όπου επιτρέπεται από το νόμο οι πολυεθνικές να χρηματοδοτούν τα κόμματα, για να κάνουν τη δουλειά τους. Αυτό θέλει ο ΣΥΝ;
Αδικα ανησυχεί η εφημερίδα του εφοπλιστή Αλαφούζου για τη στάση που θα κρατήσει η ηγεσία της ΝΔ στο ζήτημα της απελευθέρωσης των κλειστών επαγγελμάτων, καλώντας τη να δείξει συναίνεση «ακόμα και στα δύσκολα». Πρώτα απ' όλα, η ηγεσία της ΝΔ δεν έχει δείξει κάποιο αρνητικό προηγούμενο που να δικαιολογεί αυτήν την ανησυχία των κύκλων της πλουτοκρατίας που εκφράζει η εφημερίδα. Η ηγεσία της ΝΔ έχει ψηφίσει σχεδόν όλα τα νομοσχέδια που υλοποιούν τα βάρβαρα αντιλαϊκά μέτρα και τις διαρθρωτικές αλλαγές του μνημονίου. Την ώριμη, όπως τη χαρακτηρίζει, στάση αναγνωρίζει βέβαια στο προχτεσινό πρωτοσέλιδο σχόλιό της η «Καθημερινή», σημειώνοντας ότι «η ΝΔ τόλμησε τους τελευταίους μήνες να ψηφίσει υπέρ ορισμένων νομοσχεδίων που ήλθαν στη Βουλή ως απόρροια του μνημονίου». Ζητά όμως η στάση αυτή της ΝΔ να συνεχιστεί «ακόμη και στα δύσκολα θέματα που έχουν να κάνουν με τα κλειστά επαγγέλματα», γιατί, όπως επισημαίνει, «στο κάτω κάτω πρόκειται για στόχο, ο οποίος συμπεριλαμβανόταν παγίως στα προεκλογικά προγράμματα της ΝΔ, χωρίς, ωστόσο, να υλοποιηθεί ποτέ λόγω του δαίμονος του πολιτικού κόστους». Προφανώς, ο στόχος δεν είναι η ηγεσία της ΝΔ, που ήδη έχει διαμηνύσει ότι «επί της αρχής» θα ψηφίσει το νομοσχέδιο για την απελευθέρωση των «κλειστών» επαγγελμάτων, αλλά μάλλον να καταδειχθεί η «σιδερένια» αναγκαιότητα για το συγκεκριμένο φιλομονοπωλιακό μέτρο. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι η ΝΔ θα πληρώσει το πολιτικό κόστος, έστω και αν αυτό δεν ενδιαφέρει τα αφεντικά της εφημερίδας.