2025 The Associated Press. All |
Μεταξύ άλλων, στα στοιχεία που ξεχώρισαν την τελευταία βδομάδα περιλαμβάνονται οι νέες απειλές της Αγκυρας κατά των Κούρδων της Συρίας και οι «προειδοποιήσεις» για νέα εισβολή στη βόρεια Συρία, όπου ήδη διεξάγονται σφοδρές μάχες, η ανοιχτή έκφραση «κατανόησης» από τις ΗΠΑ για τις «εύλογες ανησυχίες» της Τουρκίας «για την ασφάλειά της», οι νέες καταλήψεις συριακών εδαφών και στρατηγικών υποδομών από το Ισραήλ, η επίσημη ισραηλινή έκθεση που αναβαθμίζει την «απειλή» της Τουρκίας, καθώς και οι νέες επαφές της κυβέρνησης των τζιχαντιστών με ξένες κυβερνήσεις.
Η τουρκική κυβέρνηση επιδιώκει σταθερά να «κεφαλαιοποιήσει» υπέρ της τουρκικής αστικής τάξης την αναβαθμισμένη θέση της Αγκυρας μετά την επικράτηση των τζιχαντιστών στη Δαμασκό, διεκδικώντας πρωταγωνιστικό ρόλο και «ανταλλάγματα» σε μια σειρά ανοιχτά μέτωπα, από το Κυπριακό και το Μεσανατολικό μέχρι τη διαμόρφωση των νέων ενεργειακών διαδρομών μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πέρα από τις στενές επαφές με την κυβέρνηση των τζιχανιστών και τα σχέδια για διασφάλιση των συμφερόντων των τουρκικών μονοπωλίων στην «επόμενη μέρα» της Συρίας (στην ανοικοδόμηση, την Ενέργεια, τις μεταφορές κ.ά.), η Αγκυρα ενισχύει παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα γύρω από τον «κουρδικό παράγοντα», εκτός αλλά και εντός τουρκικών συνόρων - αξιοποιώντας το ως πρόσχημα για να επεμβαίνει στα εσωτερικά της Συρίας, να διατηρεί την κατοχή τμημάτων της και να απειλεί με νέα στρατιωτική επιχείρηση.
Με σχεδόν καθημερινές δηλώσεις, από τον Τούρκο Πρόεδρο Ρ. Τ. Ερντογάν, τον ΥΠΕΞ Χ. Φιντάν και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους, εξαπολύονται απειλές εναντίον των Κούρδων της Συρίας και της ένοπλης οργάνωσης YPG, η οποία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των «Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων» (SDF), που συνεργάζονται στενά με τον αμερικανικό στρατό στη Συρία.
Η Αγκυρα απαιτεί να διαλυθεί και να καταθέσει τα όπλα η YPG και να φύγουν από τη Συρία οι ξένοι μαχητές της (Κούρδοι από άλλες περιοχές). Σε διαφορετική περίπτωση απειλεί με νέα εισβολή στη Συρία, όπου ήδη κατέχει εδάφη και ενώ ήδη μαίνονται σφοδρές μάχες με δεκάδες νεκρούς μεταξύ των SDF και «φιλότουρκων» μισθοφόρων που έχουν τουρκική υποστήριξη, στη Μανμπίτζ κ.α.
Η τουρκική κυβέρνηση εμφανίζεται παράλληλα να δίνει χρόνο στην κυβέρνηση των τζιχαντιστών στη Δαμασκό να «λύσει» εκείνη το ζήτημα - κι ενώ υπάρχουν ήδη σχετικές επαφές και παζάρια - προτού υπάρξει μια γενικευμένη τουρκική επέμβαση.
«Βλέπουμε πως υπάρχει μια ατζέντα στη νέα διοίκηση να τελειώσει την κατοχή και τον τρόμο που έχουν δημιουργήσει οι YPG στην περιοχή», δήλωσε ο Τούρκος ΥΠΕΞ. «Πιστεύουμε πως πρέπει να τους δοθεί μια ευκαιρία να το διαπιστώσουν αυτό. Περιμένουμε για αυτό τώρα», πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στην τουρκική κατοχή συριακών εδαφών στη βόρεια Συρία, ο Φιντάν δήλωσε ότι «είμαστε σε μια νέα περίοδο... (και) η παρουσία μας εκεί θα πρέπει, Θεού θέλοντος, να εξελιχθεί σε μια διαφορετική διάσταση αν όλα πάνε καλά».
Από την πλευρά του, ο στρατιωτικός ηγέτης των «Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων» (SDF), Μαζλούμ Αμπντι, υποστήριξε ότι «βασικός παράγοντας σταθεροποίησης σε αυτήν την περιοχή είναι η παρουσία των ΗΠΑ στο "έδαφος"», προσθέτοντας ότι εάν αποσυρθούν οι 2.000 στρατιώτες που διατηρούν οι ΗΠΑ στη Συρία, θα «αναβίωναν» «πολλές φατρίες, συμπεριλαμβανομένου του Ισλαμικού Κράτους».
Ο επικεφαλής των SDF ανέφερε ακόμα ότι κλείστηκε συμφωνία με τη νέα εξουσία στη Δαμασκό - την κυβέρνηση των τζιχαντιστών - για να αποφευχθεί οποιοσδήποτε εδαφικός «διαμελισμός» της χώρας.
Στο μεταξύ, καθόλου άσχετες δεν είναι οι διεργασίες που εντείνονται και στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας, όπου με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και με διαμεσολάβηση του κατά βάση κουρδικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος DEM διερευνάται το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων για μια «διευθέτηση» του Κουρδικού εντός των τουρκικών συνόρων.
Αντιπροσωπεία της ηγεσίας του DEM, μετά την πρόσφατη άδεια που πήρε από την κυβέρνηση και τη συνάντησή της με τον φυλακισμένο ηγέτη του PKK, Αμπντ. Οτσαλάν, πραγματοποίησε το τελευταίο 15ήμερο επαφές με όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, ενώ έγινε γνωστό πως ετοιμάζεται και νέα συνάντησή της με τον Οτσαλάν.
Στο ίδιο φόντο, την περασμένη Τρίτη, Ερντογάν και Φιντάν υποδέχτηκαν στην Αγκυρα τον πρωθυπουργό του ιρακινού Κουρδιστάν, Μ. Μπαρζανί, με τον οποίο συζήτησαν «τις σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της KRG (σ.σ. περιφερειακής κυβέρνησης του ιρακινού Κουρδιστάν) και περιφερειακά ζητήματα».
Μεταξύ άλλων, συζητήθηκε η «ανάγκη υλοποίησης έργων που θα ενισχύσουν τη σταθερότητα και την ευημερία της περιοχής, ιδιαίτερα του Δρόμου Ανάπτυξης», ένα σχέδιο που θα συνδέει οδικώς και σιδηροδρομικώς το ιρακινό λιμάνι Αλ Φάου (στον Περσικό Κόλπο) με τη μεθόριο Τουρκίας - Ιράκ κι από εκεί με την Ευρώπη.
Την ίδια ώρα, από την πλευρά των ΗΠΑ, τόσο η απερχόμενη κυβέρνηση Μπάιντεν, όσο και ο εκλεγμένος νέος Πρόεδρος, Ντ. Τραμπ, ο οποίος αναλαμβάνει καθήκοντα σε λίγες μέρες, υπογραμμίζουν την αναβαθμισμένη θέση της Τουρκίας μετά την επικράτηση των τζιχαντιστών στη Συρία και τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Αγκυρα στην αποδυνάμωση αντιπάλων του ευρωατλαντικού μπλοκ στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή.
Απαντώντας σε ερώτημα για τις εξελίξεις στη Συρία, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε την περασμένη Τρίτη, ο Ντ. Τραμπ, αφού ανέφερε ότι «ο Πρόεδρος Ερντογάν είναι φίλος μου. Κάποιος που αγαπώ και σέβομαι», υπογράμμισε χαρακτηριστικά: «Αν δείτε τι συνέβη με τη Συρία, η Ρωσία αποδυναμώθηκε, το Ιράν αποδυναμώθηκε. Και είναι ένας πολύ έξυπνος τύπος (σ.σ. ο Ερντογάν) και έστειλε τους ανθρώπους του εκεί μέσα από διαφορετικές μορφές και διαφορετικά ονόματα, και πήγαν μέσα και ανέλαβαν την εξουσία».
Αντίστοιχα, ο απερχόμενος Αμερικανός ΥΠΕΞ, Αντ. Μπλίνκεν, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ εργάζονται «πολύ σκληρά» για να ανταποκριθούν στις «εύλογες ανησυχίες» της Τουρκίας αναφορικά με την «ασφάλειά» της και να αποτρέψουν μια τουρκική επίθεση εναντίον Κούρδων μαχητών στη Συρία.
«Αυτό που σίγουρα δεν είναι προς το συμφέρον (της Συρίας) θα ήταν μια σύρραξη και εργαζόμαστε πολύ σκληρά για να διασφαλίσουμε ότι αυτό δεν θα συμβεί», ανέφερε ο Μπλίνκεν σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στο Παρίσι, μαζί με τον Γάλλο ομόλογό του.
Σε ένα τέτοιο φόντο, την Πέμπτη έφτασε στην Αγκυρα ο αναπληρωτής υφυπουργός Πολιτικών Υποθέσεων των ΗΠΑ, Τζον Μπας, για σειρά επαφών με ανώτερους Τούρκους αξιωματούχους για «ένα ευρύ φάσμα θεμάτων» που αφορούν τη Συρία.
Παράλληλα, η Ουάσιγκτον και η ΕΕ συνεχίζουν διαβουλεύσεις και παζάρια με την κυβέρνηση των τζιχαντιστών στη Δαμασκό - οι οποίοι επικράτησαν και με τη δική της στήριξη - για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αμερικανικών και ευρωπαϊκών μονοπωλίων.
Ενας από τους «μοχλούς» σε αυτές τις διαβουλεύσεις είναι και οι πολύ σκληρές κυρώσεις που επέβαλαν τα προηγούμενα χρόνια οι ΗΠΑ και η ΕΕ κατά της Συρίας, με σοβαρές συνέπειες για τον πολύπαθο λαό της.
Μετά την επικράτηση των τζιχαντιστών, οι ΗΠΑ αποφάσισαν τις προηγούμενες μέρες ορισμένες εξαιρέσεις για τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι για την ώρα δεν υπάρχει άρση των κυρώσεων. Οι εξαιρέσεις είναι διάρκειας 6 μηνών και επιτρέπουν κάποιες ενεργειακές συναλλαγές και αποστολή προσωπικών εμβασμάτων.
Αμερικανοί αξιωματούχοι αναφέρουν ότι η άρση των κυρώσεων, όπως και του χαρακτηρισμού της οργάνωσης HTS - που αποτελεί τον κορμό της κυβέρνησης των τζιχαντιστών στη Συρία - ως «τρομοκρατικής» θα γίνει στο μέλλον ανάλογα με τις «πράξεις» της νέας ηγεσίας (κι ενώ ήδη έχει αρθεί η αμερικανική επικήρυξη εναντίον του ηγέτη της HTS...).
Αντίστοιχα, η επικεφαλής της ευρωενωσιακής διπλωματίας, Κάγια Κάλας, δήλωσε ότι «η ΕΕ θα μπορούσε σταδιακά να χαλαρώσει τις κυρώσεις σε βάρος της Συρίας σε περίπτωση που επιτευχθεί χειροπιαστή πρόοδος από τις νέες αρχές».
Η δε κυβέρνηση των τζιχαντιστών πραγματοποίησε νέες επαφές με αραβικές κυβερνήσεις, με περιοδεία των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας σε Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ιορδανία, ενώ υποδέχθηκε τον ΥΠΕΞ του Μπαχρέιν.
Την ίδια ώρα, το Ισραήλ επεκτείνει την κατοχή στα Υψίπεδα του Γκολάν και άλλα συριακά εδάφη.
Ρεπορτάζ του «Middle East Monitor», επικαλούμενο συριακά ΜΜΕ, αναφέρει ότι ο ισραηλινός στρατός κατέλαβε το φράγμα Al-Mantara, στη συριακή περιοχή της Κουνέιτρα, το οποίο θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά της νότιας Συρίας.
Σε μια παράλληλη εξέλιξη, σε έκθεση της Επιτροπής Nagel - η οποία συγκροτήθηκε από την ισραηλινή κυβέρνηση - η Τουρκία εμφανίζεται ως απειλή ισότιμη ακόμα και με αυτήν του Ιράν, εξαιτίας «απειλής από τη Συρία», που «θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο από την ιρανική απειλή». Η έκθεση προτείνει μεταξύ άλλων δραστική αύξηση του ισραηλινού στρατιωτικού προϋπολογισμού.
Σχολιάζοντας την έκθεση, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπ. Νετανιάχου μίλησε για «θεμελιώδεις αλλαγές στη Μέση Ανατολή» και «νέες δυνάμεις» που «εισέρχονται στην αρένα» της αντιπαράθεσης, καλώντας «να είμαστε προετοιμασμένοι για το απροσδόκητο».
Την ίδια ώρα, το Ισραήλ συνεχίζει τη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού, με τους νεκρούς Παλαιστίνιους από τις επιθέσεις του κατοχικού στρατού στη Λωρίδα της Γάζας να ξεπερνούν πλέον τους 46.000, ενώ στο στόχαστρο του κράτους - δολοφόνου μπαίνει όλο και πιο έντονα η Υεμένη.
Ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη βομβάρδισαν την Παρασκευή κεντρικές ενεργειακές και λιμενικές εγκαταστάσεις στην Υεμένη, μεταξύ άλλων στην πρωτεύουσα Σαναά, στο λιμάνι Χοντάιντα κ.α., με ΜΜΕ της αραβικής χώρας να αναφέρουν 3 τραυματίες.
Ο Μπ. Νετανιάχου απείλησε ότι οι Υεμενίτες Χούθι «πληρώνουν και θα συνεχίσουν να πληρώνουν υψηλό τίμημα για την επίθεσή τους εναντίον μας».
Οι Χούθι με τη σειρά τους ανακοίνωσαν ότι τις προηγούμενες μέρες εκτόξευσαν drone εναντίον του Τελ Αβίβ, καθώς και drone και πυραύλους ενάντια στο αμερικανικό αεροπλανοφόρο «Χάρι Τρούμαν» στην Ερυθρά Θάλασσα.
Το Ισραήλ, επίσης, παραβιάζοντας για μία ακόμα φορά την εκεχειρία με τον Λίβανο, εξαπέλυσε φονική επιδρομή στην πόλη Τάιρ Ντέμπα του νοτίου Λιβάνου, σκοτώνοντας τουλάχιστον 2 ανθρώπους.
Η νέα ισραηλινή επιδρομή σημειώθηκε μόλις μία μέρα αφότου ο αρχηγός των λιβανέζικων Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Ζοζέφ Αούν, εκλέχθηκε από το κοινοβούλιο νέος Πρόεδρος του Λιβάνου, μετά από διετές πολιτικό αδιέξοδο και 12 αποτυχημένες προσπάθειες.
Ο Ζ. Αούν, με στρατιωτική εκπαίδευση στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει στενούς δεσμούς και στήριξη από τις ΗΠΑ - οι οποίες αποτελούν κομβικό χρηματοδότη του ίδιου του λιβανέζικου στρατού - ενώ θεωρείται ότι στηρίζεται και από τη Σαουδική Αραβία.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, χαιρέτισε την εκλογή του, δηλώνοντας ότι «ο Πρόεδρος Αούν έχει την εμπιστοσύνη μου. Πιστεύω ακράδαντα ότι είναι ο κατάλληλος ηγέτης στην παρούσα φάση».