Περιγράφει μηχανισμούς διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού παρόμοιους με αυτούς που νομοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση
Η γενικόλογη αυτή διατύπωση, από την οποία απουσιάζει ακόμα και φραστικά η υπόσχεση για επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων, εξειδικεύεται αμέσως μετά, με τη δέσμευση της κυβέρνησης «να προχωρήσει σε μια σταδιακή νέα προσέγγιση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης. Αυτό περιλαμβάνει την φιλοδοξία για εξορθολογισμό και σε βάθος χρόνου την αύξηση του κατώτατου μισθού με έναν τρόπο που θα διαφυλάσσει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της απασχόλησης.
Η έκταση και το timing των αλλαγών στον κατώτατο μισθό θα γίνουν με διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους Ευρωπαϊκούς και Διεθνείς Θεσμούς (συμπεριλαμβάνεται το ILO) και θα λάβει σοβαρά υπόψη τις συμβουλές ενός νέου ανεξάρτητου σώματος για το αν οι αλλαγές στους μισθούς είναι σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα».
Σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις, είναι φανερό ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να διατηρήσει και να επεκτείνει όλο το πλέγμα της ελαστικότητας στην αγορά εργασίας, με το φερετζέ της «δικαιοσύνης», που θα συνδυάσει τάχα με την ευελιξία. Θυμίζουμε ότι αντίστοιχης έμπνευσης ήταν και η έννοια της «ευελφάλειας», του συνδυασμού δηλαδή της ευελιξίας με την ασφάλεια, η οποία αποτέλεσε το προκάλυμμα για την παραπέρα ανατροπή των εργασιακών σχέσεων από την ΕΕ και τις κυβερνήσεις των προηγούμενων χρόνων.
Σαν αποτέλεσμα, καταργήθηκε σχεδόν κάθε έννοια σταθερής και μόνιμης δουλειάς με πλήρη δικαιώματα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, ενώ η ημιαπασχόληση, η μερική απασχόληση και η υποαπασχόληση κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Ηδη, στην Ελλάδα μία στις δύο νέες θέσεις εργασίας είναι μερικής απασχόλησης και «εκ περιτροπής εργασίας», οι οποίες αποτελούν και έναν από τους βασικούς λόγους που χιλιάδες εργαζόμενοι αμείβονται σήμερα με μισθούς πολύ πιο κάτω κι απ' αυτόν τον κατώτατο μισθό.
Εκεί, όμως, που η κυβέρνηση αποκαλύπτεται πλήρως, είναι όταν αναφέρεται στον κατώτατο μισθό. Κατ' αρχήν, στο κείμενο της συμφωνίας, η δέσμευση ότι θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός μετατράπηκε σε «φιλοδοξία», μεταφέροντας πιο πίσω χρονικά ακόμα και τη συζήτηση για οποιασδήποτε αύξηση, σε συνεννόηση μάλιστα με τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς θεσμούς, δηλαδή αυτούς που μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ως «τρόικα».
Κατά δεύτερο, η κυβέρνηση ομολογεί ότι οι όποιες αυξήσεις θα πρέπει να είναι σε συνάρτηση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και γι' αυτό το σκοπό θα θεσπίσει ένα «νέο ανεξάρτητο σώμα», που θα γνωμοδοτεί σχετικά. Το «σενάριο», όμως, που περιγράφει η κυβέρνηση δεν απέχει πολύ από το μηχανισμό διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, που θέσπισε η προηγούμενη συγκυβέρνηση, με το νόμο 4172/2013 (θα ισχύει από τη 1/1/2017).
Συγκεκριμένα, το άρθρο 103 («Διατάξεις για τον κατώτατο μισθό») του νόμου που ψήφισε η προηγούμενη συγκυβέρνηση, προβλέπει τα εξής:
-- «(...) Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».Είναι όλα αυτά που η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ονομάζει με μια φράση «εξελίξεις στην παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα».
-- «Για τον ορισμό του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου διεξάγεται διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης με την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων επιστημονικών, ερευνητικών και συναφών φορέων και εμπειρογνωμόνων, σε θέματα οικονομίας και ιδίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής καθώς και εργασιακών σχέσεων (...)».Ολες οι παραπάνω αρμοδιότητες ανατίθενται στο «νέο ανεξάρτητο σώμα» που δεσμεύεται να φτιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ.
-- Ο ίδιος νόμος περιγράφει ένα ευρύ φάσμα «κοινωνικών εταίρων» που θα συμμετέχουν στη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού (ΓΣΕΕ, εργοδοτικές ενώσεις) και προβλέπει τη συγκρότηση τριμελούς Επιτροπής για το συντονισμό της διαπραγμάτευσης κάθε χρόνο. Είναι αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ ονομάζει «διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους Ευρωπαϊκούς και Διεθνείς Θεσμούς».
Τέλος, όπως προκύπτει από το κείμενο της συμφωνίας, τα μεγαλύτερα θύματα της «ελαστικότητας» στην αγορά εργασίας θα συνεχίσουν να είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, για τους οποίους η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεσμεύεται: «Να επεκτείνει και αναπτύξει τα υπάρχοντα σχέδια που παρέχουν προσωρινή απασχόληση στους ανέργους, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους και όταν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια. Παράλληλα να αναβαθμίσει τα προγράμματα επιμόρφωσης των μακροχρόνια ανέργων».
Με άλλα λόγια, η «λύση» που προτείνει και ο ΣΥΡΙΖΑ για τους ανέργους, είναι η συνέχιση της περιπλάνησης από την ανεργία στη μερική απασχόληση και την υποαπασχόληση για ορισμένο διάστημα, μέσα από τα γνωστά προγράμματα των «ενεργητικών πολιτικών», που δίνουν τζάμπα εργαζόμενους στις επιχειρήσεις, και μετά ξανά πίσω στην ανεργία. Κι όλα αυτά, μόνο με την προϋπόθεση ότι θα το επιτρέπουν τα δημοσιονομικά! Μ' αυτήν τη μισοζωή καλεί ο ΣΥΡΙΖΑ τη νεολαία να συμβιβαστεί...
Παραμένει άθικτο το πλαίσιο που έφτιαξαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. «Εκσυγχρονισμός» βαφτίζονται οι παραπέρα ανατροπές
Στο τμήμα της επιστολής της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προς το Γιούρογκρουπ υπό τον τίτλο «Μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης» χωρίς περιστροφές και από τις πρώτες λέξεις κάνει καθαρό πως «Η Ελλάδα δεσμεύεται να συνεχίσει τον εκσυγχρονισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος» (!) Δηλαδή, η κυβέρνηση αναγνωρίζει πλέον τους αντιασφαλιστικούς νόμους και ολόκληρο το αντιασφαλιστικό οικοδόμημα που νομοθέτησαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, θα συνεχίζει να τους εφαρμόζει, βαφτίζοντας αυτές τις ανατροπές «εκσυγχρονισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος».
«Εκσυγχρονισμός», λοιπόν, είναι σύμφωνα με την κυβέρνηση το κόψιμο των συντάξεων κύριων και επικουρικών, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 χρόνια, η κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης για τις γυναίκες, τις μητέρες με ανήλικα, τα ΒΑΕ, η καθιέρωση της 40ετίας αντί της 35ετίας για το δικαίωμα στην πλήρη σύνταξη. «Εκσυγχρονισμός» είναι, όμως, και η διάλυση της Επικουρικής Ασφάλισης. Αυτά ακριβώς τα μέτρα, τα οποία ενδεικτικά και μόνο απαριθμήσαμε, η κυβέρνηση δεσμεύεται να τα εφαρμόσει στο ακέραιο και να τα συνεχίσει.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει και από τη συνέχεια της επιστολής, η κυβέρνηση αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας και πρόσθετα μέτρα. Οπως σημειώνεται:
«Οι αρχές θα:
Στο κεφάλαιο «Δημόσια Διοίκηση και διαφθορά», η κυβέρνηση εγγυάται μόνο τα σημερινά κατώτατα όρια στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και δεσμεύεται για στενότερη σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα. Γράφει μεταξύ άλλων: «(Δεσμεύεται να) μεταρρυθμίσει το πλέγμα των μισθών του δημοσίου τομέα με σκοπό να αποσυμπιέσει την κατανομή των μισθών μέσω αύξησης της παραγωγής και κατάλληλων πολιτικών προσλήψεων χωρίς να μειώνονται τα τρέχοντα κατώτατα επίπεδα μισθών».
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση εγγυάται ότι όποιες προσλήψεις γίνουν και όποια αναδιάρθρωση προκύψει στο μισθολόγιο, «δεν θα αυξηθεί ο λογαριασμός των μισθών του δημοσίου», που σημαίνει συνέχιση της ίδιας πολιτικής για τις προσλήψεις, που έχει αφήσει γυμνά από προσωπικό τα νοσοκομεία και με τεράστια κενά τα σχολεία και τους δήμους.
Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση δεσμεύεται να «εξορθολογήσει τα μη μισθολογικά επιδόματα, για να μειωθούν οι συνολικές δαπάνες, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η λειτουργία του δημοσίου τομέα, σε συμμόρφωση προς τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ», που σημαίνει παραπέρα μειώσεις στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, έστω κι αν αυτές γίνονται με το «φερετζέ» των μη μισθολογικών επιδομάτων. Να σημειωθεί ότι στο κείμενο παραμένει αδιευκρίνιστο το ποιες δαπάνες περιλαμβάνονται σ' αυτά τα επιδόματα.
Τέλος, η κυβέρνηση θα προωθήσει μέτρα που: «Θα βελτιώνουν τους μηχανισμούς προσλήψεων, θα ενθαρρύνουν τους αξιοκρατικούς διορισμούς σε διοικητικές θέσεις, θα παρέχουν πραγματική αξιολόγηση των υπαλλήλων και θα καθιερώνουν δίκαιες διαδικασίες για τη μεγιστοποίηση της κινητικότητας ανθρώπινων και άλλων πόρων εντός του δημόσιου τομέα». Δηλαδή, αξιολόγηση και κινητικότητα, δύο από τους πυλώνες της «μνημονιακής» πολιτικής στο Δημόσιο, διατηρούνται αυτούσιοι, έστω κι αν η συγκυβέρνηση επιχειρήσει να τους εφαρμόσει με νέο «αμπαλάζ».