Το ζήτημα αυτό δεν είναι καινούριο, αλλά αποφασίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Λισαβόνας (Μάρτης 2000), όπου χαράχτηκε η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως το 2010, σε διάφορους τομείς κοινωνικής πολιτικής. Για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο συνυπολόγισαν και τις εξελίξεις στον τομέα της οικονομίας, ακολουθώντας μια ανοιχτή μέθοδο συντονισμού, που να συνδυάζει τα εθνικά σχέδια δράσης, με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στα πλαίσια αυτής της απόφασης η Κομισιόν είχε φέρει για έγκριση στο Ευρωκοινοβούλιο, (το οποίο και το ψήφισε), αλλά και το Συμβούλιό της, «τη θέσπιση ενός κοινοτικού προγράμματος δράσης για την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών - μελών, για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού». Το πρόγραμμα αφορά στην περίοδο από 1/1/2001 έως 31/12/2005.
Επειδή ο λεγόμενος «κοινωνικός αποκλεισμός» έχει πολυδιάστατο χαρακτήρα, τα μέτρα για την καταπολέμησή του, όπως αναφέρεται στην απόφαση, «πρέπει να αναπτυχθούν σ' ένα ευρύ φάσμα των τομέων πολιτικής, όπως η απασχόληση, η κοινωνική προστασία, η εκπαίδευση και η κατάρτιση, η υγεία και η στέγαση».
«Οι στόχοι του προγράμματος πρέπει να ενισχύουν την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και των ενεργειών της Κοινότητας και των κρατών - μελών με:
Οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης αναφέρεται ότι «δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη - μέλη για λόγους που περιλαμβάνουν την ανάγκη πολυμερών εταιρικών σχέσεων, τη διακρατική ανταλλαγή πληροφοριών και τη διάδοση σε ολόκληρη την Κοινότητα της ορθής πολιτικής».
Αυτό που τους ενδιαφέρει από την ανταλλαγή εμπειριών και πληροφοριών είναι να βρουν τον κατάλληλο τρόπο που θα μειώσουν τις κοινωνικές παροχές με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις, διατηρώντας μόνο ένα ελάχιστο δίκτυο προστασίας, όπως το λένε, για τους τελείως εξαθλιωμένους.
Αυτή δε την πολιτική που θα συμφωνήσουν ότι είναι η πιο πρόσφορη για την επίτευξη των στόχων τους τη χρήζουν ως «ορθή πρακτική» και μέσω της συνεργασίας και του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής προστασίας θέλουν να την «επιβάλουν», να τη διαδώσουν, λένε, σε ολόκληρη την Κοινότητα.
Μάλιστα, δεν τους φτάνουν μόνο τα κράτη - μέλη, αλλά θέλουν να την περάσουν και στις υπό ένταξη χώρες.
Αναφέρουν ότι «πρέπει να προβλεφτεί διάταξη, για να καταστεί το πρόγραμμα αυτό ανοιχτό στη συμμετοχή των υποψήφιων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης..., της Κύπρου και της Μάλτας...., καθώς και της Τουρκίας...». Δηλαδή οι χώρες αυτές θα πρέπει να κατεδαφίσουν ό,τι έχει απομείνει από τον κρατικό τομέα κοινωνικής πολιτικής και να συντονιστούν μ' αυτή την πολιτική της ΕΕ, όπως κάνουν και τα κράτη - μέλη της ΕΕ.
«Κλάδος 1. Περιλαμβάνει όλες τις ενέργειες που απαιτούνται για να καθοριστούν οι απαραίτητοι ποιοτικοί και ποσοτικοί δείκτες και σημεία αναφοράς (δηλαδή να καθοριστεί κοινή μεθοδολογία), που θα βοηθήσουν στην περιοδική παρακολούθηση, αξιολόγηση και επανεξέταση, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι επιτυγχάνει τους στόχους του.
Κλάδος 2. Δημιουργία σεμιναρίων, συνεδριάσεων, εργαστηρίων, εργασίες εμπειρογνωμόνων, ειδικές μελέτες με στόχο τη μεταφορά πληροφοριών και ορθής πρακτικής.
Επίσης, η σύνταξη ετήσιας έκθεσης της ΕΕ για την τρέχουσα κατάσταση, όπως εμφανίζεται στα διάφορα εθνικά σχέδια δράσης, αλλά και τις ενέργειες που διεξάγονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο στις κύριες πολιτικές και τομείς που διαπραγματεύονται ζητήματα καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Κλάδος 3. Χρηματοδότηση των βασικών δικτύων σε επίπεδο ΕΕ, που ασχολούνται μ' αυτά τα θέματα για να ανταλλάσσουν απόψεις οι δημόσιες αρχές, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι κοινωνικοί εταίροι, σχετικά με το σχεδιασμό, την υλοποίηση, την παρακολούθηση του προγράμματος και τους συναφείς πολιτικούς προσανατολισμούς».
«Το πρόγραμμα προτείνεται να υποστηρίξει τα λειτουργικά έξοδα των δικτύων συντονισμού της ΕΕ, που έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να ενεργούν ως συνήγοροι των ατόμων που εκτίθενται στον αποκλεισμό, παρά να υποστηρίξει ένα μεγάλο αριθμό ανταγωνιζόμενων φορέων και ομάδων που ενεργούν μόνο ως ομάδες πίεσης για τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους».
Αυτές οι ενέργειες θα γίνουν σε αντιπαράθεση με τα ταξικά συνδικάτα και τους φορείς του λαϊκού κινήματος, που πραγματικά αντιπροσωπεύουν τα λαϊκά στρώματα και παλεύουν για τα συμφέροντά τους.
Το ζήτημα δεν είναι να γίνει ένας μηχανισμός που θα προτείνει λύσεις για τη διαχείριση του προβλήματος, αλλά να παρθούν μέτρα για την αντιμετώπισή του, που σημαίνει πολιτική ανάπτυξης, με κριτήριο τα λαϊκά συμφέροντα. Μόνο που αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην ΕΕ, στα κράτη - μέλη της από τις κυβερνήσεις τους που επιδιώκουν την εξασφάλιση των κερδών των μεγαλοεπιχειρηματιών. Απαιτεί καθεστώς λαϊκής οικονομίας, με ένα δημόσιο τομέα που θα διαχειρίζεται ο ίδιος ο λαός. Γι' αυτό και πρέπει να συσπειρωθεί στο δικό του κοινωνικοπολιτικό μέτωπο πάλης για την ανατροπή αυτής της πολιτικής, της εξουσίας που την εφαρμόζει και την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας.