ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Φλεβάρη 2010
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Για την ιδεολογική - πολιτική πάλη στο εργατικό και λαϊκό κίνημα
Η αστική τακτική χειραγώγησης και διάσπασης των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων

Μισθωτοί, συνταξιούχοι και βιοπαλαιστές αυτοαπασχολούμενοι, γυναίκες και νέοι μη εργαζόμενα μέλη των οικογενειών τους καθημερινά δέχονται καταιγισμό πιέσεων και προτροπών περί «εθνικής ευθύνης, συναίνεσης και κοινωνικής συνοχής» για την αντιμετώπιση των εξής «εθνικών» ζητημάτων: της οικονομικής κρίσης, των ανορθολογισμών και αναχρονισμών στη δημόσια διοίκηση, στο «αγροτικό μοντέλο», στην αγροτική συνδικαλιστική δομή, γενικότερα στο «παραγωγικό πρότυπο», στις υποχρεώσεις του κράτους που απορρέουν από την ένταξή του στην ΕΕ και στην «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία.

Διάφορα κέντρα και παράκεντρα της αστικής εξουσίας - εγχώρια, ευρωκοινοτικά και διεθνή - συμπίπτουν και αποκλειστικά συνηγορούν στο μονόδρομο να γίνει η εργατική δύναμη συνολικά πιο φθηνή για το κεφάλαιο: ημεδαπή και αλλοδαπή, ανδρική και γυναικεία - νεανική, με σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού φορέα, με συλλογικής σύμβασης ή ατομικής διαπραγμάτευσης ημερήσιο / εβδομαδιαίο / μηνιαίο ωράριο / ημερομίσθιο - μισθό. Ολα αυτά είτε πρόκειται για εργαζόμενους με άμεσο ή έμμεσο παρελθόν στη μισθωτή εκμεταλλευτική σχέση είτε πρωτοεισερχόμενους σε αυτήν (νέους και νέες επιστήμονες, κατεστραμμένους αγρότες και αυτοαπασχολούμενους στο εμπόριο, στη μεταποίηση, σε άλλες μορφές υπηρεσιών).


Τραπεζίτες και οικονομικοί σύμβουλοι, εγχώριοι και ευρωκοινοτικοί αστοί πολιτικοί διαφορετικών αποχρώσεων, καπιταλιστές στη βιομηχανία, στο εμπόριο, στην αγορά του χρηματικού κεφαλαίου, παρά τις αποχρώσεις και τις αντιθέσεις τους, σ' ένα συμπίπτουν: Στην ανάγκη να επιταχυνθεί η κατάργηση εργατικών κατακτήσεων και η συρρίκνωση δικαιωμάτων.

Με φαινομενική μαστοριά, επιστρατεύονται και προβάλλονται όλες οι αντιφάσεις του συστήματος:

  • Η διογκωμένη υπαλληλία στη δημόσια διοίκηση και σε πρώην κρατικές ή ημικρατικές επιχειρήσεις, η διαφθορά και ο εκχρηματισμός της.
  • Προβλήματα σχετικά χαμηλότερης παραγωγικότητας και ειδικότερα στην αγροτική παραγωγή, λόγω του κατακερματισμού αλλά και της συγκυριακής πολιτικής πριμοδότησης της καταστροφής της (παλιότερα με τα θαφτικά, στη συνέχεια με την αποσύνδεση της επιδότησης από την παραγωγή για το μεγαλύτερο μέρος των αγροτικών προϊόντων, με τη συγκυριακή επιδότηση νέων καλλιεργειών - προϊόντων περιθωριακών προς τα βασικά διατροφικά ή πρώτες ύλες. Προβάλλονται κατά κόρον τα πλεονεκτήματα μεσογειακών μυρωδικών, αλλά και του ροδέλαιου κι άλλων).
  • Ο συντεχνιασμός των «κλειστών επαγγελμάτων».
  • Οι «κερδοσκοπικές επιθέσεις», παλιότερα στο «εθνικό νόμισμα», σήμερα στα «κρατικά ομόλογα» και στα μετοχικά πακέτα που διακινούνται μέσω του χρηματιστηρίου.

Ολα τα παραπάνω, μπαίνουν στην αστική προπαγάνδα αποσιωπώντας τις αιτίες τους, το γεγονός ότι είναι παράγωγα της καπιταλιστικής κίνησης. Αποσιωπάται ποια τάξη ωφελήθηκε στο παρελθόν από αυτές τις καταστάσεις. Π.χ. η αστική διακυβέρνηση στην Ελλάδα, ιδιαίτερα επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο στηρίχθηκε στη διογκωμένη υπαλληλία στη δημόσια διοίκηση, κεντρική και τοπική, καθώς και στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες με ισχυρά κρατικά πακέτα στο μετοχικό τους κεφάλαιο, αλλά χρησιμοποιήθηκε για ρεφορμιστική άλωση του συνδικαλιστικού κινήματος.

Οι ιδεολογικές θέσεις και η συγκεκριμένη πολιτική του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980 εξέθρεψε το συνδικαλιστικό συντεχνιασμό, τον εκφυλισμό της σοσιαλιστικής αντίληψης, τον εκλεπτυσμένο αντικομμουνισμό, απομάκρυνε τους εργαζόμενους από τα σωματεία. Η γραμμή του ΠΑΣΟΚ στο συνδικαλιστικό κίνημα ήταν ο κυβερνητικός, εργοδοτικός συνδικαλισμός του ευρωενωσιακού μονόδρομου, η απομόνωση των ταξικά προσανατολισμένων δυνάμεων με όλα τα μέσα: μέσω συνεργασιών με τις δυνάμεις της ΝΔ και του οπορτουνισμού, με νοθείες.

Η επιδοματική πολιτική στους εκπαιδευτικούς του Δημοσίου ήταν έργο του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Συνειδητά χρησιμοποιήθηκαν τα επιδόματα ως τρόπος αύξησης του μισθού τους σε περιόδους γενικότερης πολιτικής λιτότητας, με στόχο την ενσωμάτωσή τους σε αυτόν τον κρίσιμο ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους.

Τα κυβερνητικά κόμματα, με πρώτο διδάξαν το ΠΑΣΟΚ, μαζικά εξαγόρασαν τους εκπαιδευτικούς ως κήρυκες του ευρωμονοδρόμου, της επιχειρηματικότητας και ανταγωνιστικότητας, της παγκοσμιοποίησης. Βέβαια, υπήρχαν και εκπαιδευτικοί που αντιστάθηκαν, πρωτοπόροι κομμουνιστές και όχι μόνο. Ομως, το συνολικότερο συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών συντηρητικοποιήθηκε και ιδεολογικά και από άποψη στόχων πάλης, υιοθέτησε μορφές αγώνα που δεν προωθούσαν μέτωπο πάλης στην Παιδεία, αλλά τον κατακερματισμό του εργατικού κινήματος.

Ευρύτερα, δημόσιοι και κοινοτικοί υπάλληλοι, εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ ακολούθησαν συνδικαλιστικές οργανώσεις που οι ηγεσίες τους συνειδητά έβαζαν πλάτη στην πολιτική για να συγκεντρωθεί περισσότερο κεφάλαιο στα χέρια λίγων βιομηχάνων, εμπόρων κυρίως εισαγωγών, εφοπλιστών, τραπεζιτών που σε συνθήκες έντασης εξαγορών - συγχωνεύσεων στη δεκαετία του 1990 αύξησαν τα κέρδη και τα εισοδήματά τους. Τότε, αντικειμενικά βρέθηκαν με το πλευρό εκείνων - μονοπωλιακών ομίλων και των κυβερνήσεών τους - που έμειναν αδιάφοροι στην τύχη ολόκληρων κλάδων της μεταποίησης: ιματισμού, δέρματος, κλωστοϋφαντουργίας, ναυπηγοεπισκευαστικής, κλάδων σε κρίση 20ετίας και πλέον.

Ετσι, αστική τάξη διαμόρφωσε μια συμμαχία με δυνάμεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε αυτήν και τους εργατοϋπάλληλους του ιδιωτικού τομέα. Τέτοιες δυνάμεις είναι δημόσιοι υπάλληλοι, μεσαία στρώματα στην ύπαιθρο και τις πόλεις. Ομως, αυτή η συμμαχία ήταν σε βάρος των γενικότερων και μακροπρόθεσμων συμφερόντων όλων αυτών των κοινωνικών δυνάμεων εκτός της αστικής τάξης.

Στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, η αστική πολιτική - προηγούμενα της ΝΔ, σήμερα του ΠΑΣΟΚ - δυσκολεύεται να εξασφαλίσει τους υλικούς όρους με τους οποίους κρατούσε σε συμμαχία - ομηρία αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις.

Η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ζητά απ' αυτές και πάλι να συναινέσουν, στο όνομα του κοινού, «εθνικού» στόχου αντιμετώπισης της κρίσης, της κερδοσκοπικής επίθεσης στα κρατικά ομόλογα. Αλλά, αυτή τη φορά, το υποσχόμενο τίμημα είναι πολύ μικρότερο. Τους ζητά π.χ. να βάλουν πλάτη στην αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης για τις γυναίκες, υποσχόμενη ότι δε θα θίξει όσες έχουν «ώριμο δικαίωμα» (σε ορίζοντα ίσως 3 χρόνων). Αυξάνοντας κάποιους συντελεστές και για τα ανώτερα εισοδήματα, δικαιολογεί και την αύξηση της φορολογίας μεσαίων εισοδημάτων και κυρίως τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος για δεκάδες χιλιάδες δημοσιών υπαλλήλων, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έχουν βασικό μισθό φτώχειας.

Το ΠΑΣΟΚ είναι εκπαιδευμένο στην πρακτική της ενσωμάτωσης, αλλά τα υλικά περιθώριά της έχουν στενέψει, ενώ έχει συσσωρευτεί εμπειρία στους εργατοϋπαλλήλους. Θυμίζουμε την τακτική του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ με την «εθελούσια έξοδο» από τις ΔΕΚΟ, με τη διάθεση μετοχών στους εργαζόμενους στην πρώτη φάση της αποκρατικοποίησής τους. Με τέτοια και άλλα μέσα εργαζόμενοι ακολούθησαν για δύο περίπου δεκαετίες εξαγορασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες που αρνούνταν να δεχτούν στα σωματεία τους εργαζόμενους με τις νέες εργασιακές σχέσεις, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με stage κ.λπ.

Η ίδια πολιτική που εξέθρεψε το συντεχνιασμό και την εξαγορά, σήμερα δήθεν αποκαλύπτει τα προβλήματα συντεχνιασμού, γραφειοκρατίας κλπ. Ομως, σήμερα υπάρχει εμπειρία και είναι αυτή που οδήγησε πρωτοβάθμια σωματεία, εργαζόμενους ανεξάρτητα από τις αποφάσεις των διοικήσεων, να συσπειρωθούν για πρώτη φορά με το ΠΑΜΕ στην απεργία της 17ης Δεκέμβρη 2009.

Περί κρίσης, αγροτικού και συνολικότερου «παραγωγικού προτύπου»

Η ίδια αστική τακτική αφορά και τα προβλήματα των αγροτοπαραγωγών που δεν εξασφαλίζουν ούτε εισόδημα επιβίωσης ούτε αποθέματα για αναπαραγωγή. Είναι αλήθεια ότι κοινοτικές επιδοτήσεις χρησιμοποιήθηκαν για να συναινέσουν αγρότες στις διάφορες εκδοχές της καταστροφικής για την εγχώρια παραγωγή Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, για να στηρίξουν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην πολιτική ένταξης στην ΕΟΚ (ΕΕ - Ευρωζώνη). Αποσιωπάται όμως το γεγονός ότι το μεγάλο μέρος των επιδοτήσεων πήγαινε και πηγαίνει στους καπιταλιστές της αγροτικής παραγωγής. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, οι ενισχύσεις άνω των 100.000 ευρώ πήγαν σε καπιταλιστικές εκμεταλλεύσεις, όπως: Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία «Κτήμα Πόρτο Καρράς», 730.161,46 ευρώ, Ανώνυμη Εταιρεία Παραγωγής κι Εμπορίας Κρεάτων, ΚΡΕΚΑ, 343.535,01 ευρώ, Κωνσταντινίδου Καπνική ΑΕ, 238.209,71 ευρώ, Ζωοτεχνική ΑΕ, 168.675,24 ευρώ, Ευστάθιος Τσοκτουρίδης - Παν. Βασιλειάδης και ΣΙΑ ΑΕ, 138.979,58 ευρώ, Ντούμα Καινοτομική Παραγωγή και Εμπορία Βιολογικών Προϊόντων Αγροτουριστική ΑΕ, 126.220,26 ευρώ, VIVARTIA, 110.511,03 ευρώ.

Και επειδή γίνεται πολλή συζήτηση για την «ελληνική» κυβερνητική ευθύνη αυτών των επιλογών, να υπενθυμίσουμε ότι ανάλογου προσανατολισμού είναι οι ενισχύσεις και σε άλλα μεσογειακά κράτη, όπως στην Ισπανία.

Αποσιωπάται το γεγονός ότι οι διάφορες εκδοχές της ΚΑΠ και των συμφωνιών της ΕΕ με τρίτες χώρες μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) οδήγησε στο παράδοξο «αγροτικό πρότυπο»: Από τη μια μεριά να πριμοδοτείται το θάψιμο των πορτοκαλιών και στη συνέχεια να γίνονται εισαγωγές. Το «παραγωγικό παράδοξο» να εισάγονται στην Ελλάδα από ολλανδικές ντομάτες μέχρι χιλιανά και νοτιοαφρικάνικα κρασιά, δεν ήταν συνειδητή επιλογή των αγροτοπαραγωγών, αλλά των μεγάλων εμποροβιομηχάνων, εφοπλιστών και τραπεζιτών που ωφελήθηκαν από την ευρωενωσιακή αγορά, επιλογή των κομμάτων και των κυβερνήσεών τους. Βεβαίως, σύρθηκε σε αυτήν την πολιτική και η πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων αγροτών, όπως και η πλειοψηφία των εργατοϋπαλλήλων, των ανέργων, των συνταξιούχων σέρνονται εκλογικά - πολιτικά σε βάρος των δικών τους συμφερόντων.

Αυτό άλλωστε είναι το κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα. Είναι πρόβλημα πολιτικής συνειδητοποίησης και πάλης ενάντια σε κάθε ιστορικά διαμορφωμένη μορφή καπιταλιστικής οικονομίας κι όχι πρόβλημα αναζήτησης του πώς ένα κομμουνιστικό, εργατικό, «αριστερό - ριζοσπαστικό» κόμμα θα συμβάλει και θα συναινέσει σ' ένα διαφορετικό «παραγωγικό πρότυπο», χωρίς να αναιρείται ο καπιταλιστικός του χαρακτήρας. Καμιά καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να εξασφαλίσει αναλογική ανάπτυξη παλιών και νέων κλάδων της μεταποίησης, συνολικά της μεταποίησης σε σχέση με άλλους βιομηχανικούς κλάδους, με κοινωνικές υπηρεσίες κ.λπ. Βεβαίως, η ανισομετρία διαφορετικά εμφανίζεται π.χ. στη Γερμανία σε σχέση με την Ελλάδα. Ο συσχετισμός ανάμεσα στις καπιταλιστικές οικονομίες διαμορφώνεται και ανατρέπεται σε μακρές χρονικές περιόδους. Ετσι, από τη σκοπιά της αστικής προσέγγισης περί «παραγωγικού προτύπου», αυτό μπορεί να αλλάξει χωρίς να αλλάξει τη θέση των λαϊκών δυνάμεων. Κι αυτό αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά ενδεικτικά και τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Ρωσία. Για τη λαϊκή πλειοψηφία, το αναγκαίο «παραγωγικό πρότυπο» σχετίζεται με τη σύγκρουση και ανατροπή των κυρίαρχων σχέσεων της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της πολιτικής εξουσίας τους.

Βέβαια, οι σημερινές συνθήκες δεν αποτελούν την τελευταία πράξη του έργου της πάλης για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Το αντίθετο. Μόλις τώρα, εν μέσω οικονομικής κρίσης, ανοίγει η αυλαία.

Γι' αυτό τα δημοσιονομικά χρέη και ελλείμματα, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στα κρατικά ομόλογα, οι πιέσεις και απειλές από το ευρωενωσιακό διευθυντήριο ή το ΔΝΤ ή οποιοδήποτε άλλο κέντρο δεν μπορούν να είναι πονοκέφαλος της λαϊκής πλειοψηφίας.

Ολα αυτά είναι πτυχές της καπιταλιστικής αγοράς, είναι εκδηλώσεις των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος ως ενότητας κυρίαρχων σχέσεων ιδιοκτησίας και αντίστοιχων νομικών, πολιτικών σχέσεων, ιδεών και πολιτιστικών αντιλήψεων. Είναι πτυχές με τις οποίες αντικειμενικά εκδηλώνεται η ανειρήνευτη αντίθεση μεταξύ κοινωνικής εργασίας και ατομικής (καπιταλιστικής) ιδιοποίησης του μεγαλύτερου μέρους (υπεραξίας) του κοινωνικού προϊόντος. Η αναπόφευκτη απαξίωση κεφαλαίων και καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων είναι εκδηλώσεις του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της αναρχίας στην παραγωγή.

Τα οξυμένα δημοσιονομικά προβλήματα (μεγάλο δημόσιο χρέος, μεγάλο έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό) είναι η κορυφή του παγόβουνου που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή έστω μόνο τις Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία, Πορτογαλία. Αναιμική είναι η τάση οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρωζώνη, όπως και στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία. Η μόνη δυνατή απάντηση του κεφαλαίου, πέραν της προαναφερόμενης για την επιδείνωση της πληρωμής της μισθωτής εργατικής δύναμης, είναι ο λυσσασμένος ανταγωνισμός, η μάχη μέχρι θανάτου στις διεθνοποιημένες αγορές. Σε αυτή τη μάχη έχει μπει δυναμικά η Κίνα. Αυτός όμως ο δυναμισμός δεν είναι απαλλαγμένος από τον κύκλο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, από την όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Σε αυτή τη μάχη ανταγωνισμού στις διεθνοποιημένες αγορές εντάσσονται και τα προβλήματα της εγχώριας παραγωγής αγροτικών και μεγάλου μέρους βιομηχανικών προϊόντων στην Ελλάδα. Θύματα αυτής της διεθνοποιημένης μάχης είναι και οι αγροτοπαραγωγοί και αυτοαπασχολούμενοι, χωρίς ελπίδα να ενταχθούν ως εργαζόμενοι στη συγκεντρωμένη κοινωνική παραγωγή ή στις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες.

Αυτή είναι η ουσία της υπεράσπισης των αγροτοπαραγωγών από το ΚΚΕ, η στήριξη αιτημάτων όπως: Ο μη διαχωρισμός σε κατά κύριο και μη αγροτικό επάγγελμα, οι επιδοτήσεις να αφορούν τα χαμηλά καθαρά εισοδήματα, η κρατικά εγγυημένη συγκέντρωση του προϊόντος. Από την προστασία της εγχώριας παραγωγής έχει συμφέρον η λαϊκή πλειοψηφία. Και, βέβαια, η προστασία συνδέεται με τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, με την κατάργηση των μονοπωλίων, του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.

Αναμφίβολα, ορισμένα αιτήματα έχουν αμυντικό χαρακτήρα επιβίωσης μέσα στον καπιταλισμό, όπως και τα αιτήματα για το ύψος του κατώτερου μισθού, ημερομισθίου, σύνταξης, επιδόματος ανεργίας.

Παράγοντες που στηρίζουν την αστική πολιτική (δημοσιογράφοι, πολιτικοί, εκπρόσωποι των μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων) συχνά αναδεικνύουν προβλήματα και αντιφάσεις στην ικανοποίηση τέτοιων αιτημάτων. Παραδείγματος χάριν από ποιον φορέα και με ποια κριτήρια μπορούν να διαμορφωθούν κατώτερες εγγυημένες τιμές παραγωγού, αφού σε τελική ανάλυση τα μονοπώλια καθορίζουν και το κόστος της αγροτικής παραγωγής και της περαιτέρω επεξεργασίας της. Προβάλλουν ως κοινωνική πρόοδο τη βίαιη συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής στις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Συνειδητά, αφαιρούν από αυτήν την κίνηση το αντιδραστικό της στοιχείο που είναι η ανεργία, η έλλειψη σχεδιασμένης ένταξης στην άμεσα κοινωνική παραγωγή.

Για τους αγροτοπαραγωγούς που ζουν από τη δουλειά της οικογένειάς τους, καθώς και για τους εργατοϋπάλληλους είναι ψευτοδιλήμματα - παγίδες η επιλογή ανάμεσα στο «εγχώριο ή ξένο μονοπώλιο», στην «προστατευμένη ή απελευθερωμένη καπιταλιστική αγορά». Ολα αυτά είναι αποπροσανατολισμός από την αναγκαιότητα της πάλης για λαϊκή οικονομία - λαϊκή εξουσία.

Μάχη προστασίας του κινήματος από τις παγίδες των καπιταλιστικών εκσυγχρονισμών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων

Το κεφάλαιο όσο ενωμένο και διεθνιστικό είναι απέναντι στην εργατική τάξη, τόσο διαιρεμένο είναι στη μάχη των αγορών. Τέτοιες είναι και οι μάχες μεταξύ ευρώ και δολαρίου, δολαρίου και κινέζικου νομίσματος, λατινοαμερικάνικων και καραϊβικών νομισμάτων και κεφαλαίων στην αγορά πετρελαίου της αμερικάνικης ηπείρου, αμερικάνικων - ρωσικών - κινέζικων - ευρωκοινοτικών - αραβικών νομισμάτων και κεφαλαίων στην Ευρασία, στην προέκτασή της στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο.

Ο λυσσασμένος ανταγωνισμός δεν είναι δυνατόν να αναχαιτισθεί. Τα σχέδια μεταξύ κρατών, μεταξύ οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων δεν μπορούν να τον ξεριζώσουν, δεν μπορούν να εξανθρωπίσουν τον καπιταλισμό.

Αυτές οι αντιθέσεις συχνά δυσκολεύουν την εκάστοτε κυβέρνηση, η οποία επιδιώκει να μετακυλίει τα βάρη του καπιταλιστικού ανταγωνισμού στις πλάτες των λαϊκών δυνάμεων.

Ο πονοκέφαλος της αστικής τάξης και των πολιτικών διαχειριστών της για τα δημοσιονομικά προβλήματα, την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική κρίση πρέπει να γίνει αθεράπευτος, κάτω από την πίεση της λαϊκής αγανάκτησης και αντίδρασης: με τα μπλοκ των αγροτών στους αυτοκινητόδρομους, με τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργατοϋπαλλήλων, με τα συλλαλητήρια των αυτοαπασχολούμενων στις πόλεις, με τις κινητοποιήσεις μαθητών, σπουδαστών, φοιτητών, ριζοσπαστικών γυναικείων οργανώσεων, όλων μαζί σ' ένα ενιαίο μέτωπο πάλης.

Συχνά, στα τηλεοπτικά παράθυρα, δημοσιογράφοι και πολιτικοί πιέζουν τους αγρότες με ερωτήσεις όπως: «μέχρι πότε θα κρατάτε τα μπλόκα», «γιατί δε βάζετε "νερό στο κρασί σας" σε συνθήκες κρίσης»;

Πρόκειται για συνειδητά παραπλανητικές πιέσεις αποπροσανατολισμού από την αιτία των προβλημάτων της εγχώριας παραγωγής αγροτικών προϊόντων προς το συμφέρον της λαϊκής ευημερίας και της επιβίωσης μικρών και μέρους μεσαίων αγροτοπαραγωγών.

Παρόμοια διλήμματα και εκβιασμούς δέχονται και οι εργατοϋπάλληλοι: Τη μερική απασχόληση, το κυνηγητό ενός αμφίβολου μεταπτυχιακού, την κακοπληρωμένη «εθελοντική» εργασία ή την πλήρη και μακρόχρονη ανεργία. Την υποταγή στην εργοδοτική τρομοκρατία ή την απόλυση. Αυτά τα διλήμματα και οι εκβιασμοί είναι το δίχτυ που ακόμη κρατά τη λαϊκή πλειοψηφία εγκλωβισμένη σ' ένα κοινωνικό - παραγωγικό - οικονομικό - πολιτικό σύστημα εχθρικό για τη ζωή του.

Από τα πράγματα, ο αγώνας θα είναι σκληρός, πολύμορφος, με διάφορους σταθμούς ανασύνταξης των δυνάμεων και αντεπίθεσης. Κάθε φάση απεργιακών κινητοποιήσεων, αγροτικών μπλοκ και άλλων κινητοποιήσεων στους δρόμους θα προετοιμάζει μια νέα πιο δυναμική, μαζική κι αποφασιστική, πιο πιεστική προς την όποια κυβέρνηση, μέχρι να γίνει μάχη αποσταθεροποίησης της αστικής πολιτικής και εξουσίας. Μόνο σε αυτήν τη γραμμή ενός πολιτικοποιημένου αντιμονοπωλιακού - αντιιμπεριαλιστικού κινήματος μπορεί να προκύψει αναχαίτιση των αντιλαϊκών μέτρων ή και προσωρινές κατακτήσεις. Αμεσα, αντικειμενικά, η κλιμάκωση είναι η 10η Φλεβάρη, ως κοινή ημέρα λαϊκού εργατο-αγροτικού αγώνα μαζί με τους μικροεπαγγελματίες.

Από τα πράγματα, αυτό που διακυβεύεται δεν είναι κυρίως ο χρόνος που θα μείνουν οι αγρότες στα μπλόκα, αλλά πόσο οργανωμένοι θα περάσουν σε νέα φάση ενός μακρόχρονου αγώνα με οικονομικές διεκδικήσεις αλλά και πολιτικούς στόχους, αν η πολιτική τους σκέψη και επιλογή θα περάσει στην αντίπερα όχθη: Να απορρίψει την ΕΕ και τα κόμματα του κεφαλαίου, να βρεθεί σ' έναν κοινό αγώνα με τους εργατοϋπάλληλους και αυτοαπασχολούμενους ενάντια στα μονοπώλια, στις κυβερνήσεις και στις διακρατικές ενώσεις τους.

Στο λαϊκό ορμητικό ποτάμι όλων αυτών των δυνάμεων βρίσκεται η δυνατότητα ν' αυξάνεται η πίεση, ανεξάρτητα από τις εναλλαγές στις μορφές πάλης, να γίνεται δύναμη κλονισμού, αποσταθεροποίησης της αντιλαϊκής πολιτικής.

Για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Ασία, στη Λατινική Αμερική, στις ΗΠΑ είναι μονόδρομος η ένταση της ιδεολογικής - πολιτικής αντιπαράθεσης, η ταξική ερμηνεία της οικονομικής κρίσης, η επικέντρωση της πάλης ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία, η συμπόρευσή του με τους αγροτοπαραγωγούς που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν το εισόδημά τους, όπως και με τους αυτοαπασχολούμενους στις πόλεις. Ολες αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις έχουν συμφέρον και ελπίδα στην προοπτική της κυριαρχίας τελείως διαφορετικών οικονομικών σχέσεων: στον κεντρικό σχεδιασμό, στην κοινωνική - λαϊκή ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, στο συγκεντρωμένο εγχώριο και στο εξωτερικό εμπόριο.

Αυτή η προοπτική είναι μονόδρομος για τη λαϊκή ευημερία είτε πρόκειται για σταθερή δουλειά στη βιομηχανία και στις κοινωνικές υπηρεσίες, με ωράριο - συνθήκες εργασίας - εισόδημα συμβατά με το επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης, της τεχνικής, της εκπαίδευσης είτε για αυτοαπασχόληση που ανεβαίνει προγραμματισμένα και σταδιακά η παραγωγικότητά της, συνεταιρισμένη και υποβοηθούμενη από την κρατική συγκέντρωση του προϊόντος της, από την κρατική επιστημονική και τεχνική στήριξή της. Αυτή η προοπτική είναι μονόδρομος για ν' ανεβεί το μορφωτικό - πολιτιστικό επίπεδο, ν' αυξηθεί ο μη εργάσιμος χρόνος, το επίπεδο πρόνοιας και συνταξιοδότησης, συνολικότερα η στάθμη του βιοτικού επιπέδου για όλους και όλες στα αστικά κέντρα και στην επαρχία.

Είναι μονόδρομος για να εξαλειφθούν η παρασιτική σπατάλη, η αντικοινωνική δουλειά, τα φαινόμενα σήψης και διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση και τις υπηρεσίες, που πηγή τους είναι το ατομικό κέρδος σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος. Ολα τα άλλα, σήμερα ως «Καλλικράτης» χθες ως «Καποδίστριας», είναι διοικητικοί εκσυγχρονισμοί για να σωθεί ο βαριά ασθενής, ο αντικοινωνικός πλέον καπιταλισμός. Μόνο η συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας και η συστράτευση στην πάλη είναι η αισιόδοξη στάση ζωής ιδιαίτερα για τους νέους και τις νέες της λαϊκής οικογένειας.

Για ν' αλλάξει το ρεύμα προς αυτήν την κατεύθυνση χρειάζεται πιο ισχυρή πρωτοπορία γνώσης, θέλησης, δράσης, μαζί με το ΚΚΕ, με τις αγωνιστικές συσπειρώσεις πάλης όπου αγωνίζονται κομμουνιστές και άλλες μάχιμες δυνάμεις, με το ΠΑΜΕ, την ΠΑΣΥ και την ΠΣΕΑ.


Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ