Θέλει εξαιρετική προσοχή αυτή η επένδυση που κάνει η αριστερά και μετατρέπεται σε συναίνεση, αν όχι και ηθική αυτουργία στο έγκλημα της θεώρησης των πραγμάτων από βολικά αταξική σκοπιά. Η ανθρωπιστική καταστροφή γίνεται διαστρεβλωτικός φακός έτσι ώστε να μένει, να περιορίζεται κυριολεκτικά, ο πολίτης σε δράσεις αντιμετώπισης μόνον του αποτελέσματος της βαρβαρότητας. Δηλαδή, χωρίς να προλαβαίνει να σκεφτεί, μήτε να αναλύσει, μήτε να κατανοήσει όχι απλώς την «τάξη» πραγμάτων που του επιβάλλεται, αλλά να αδιαφορεί και λογικά και συναισθηματικά για την ταξική φύση του εχθρού. Ο πόλεμος, η φτώχεια, ακόμη κι ένα φυσικό φαινόμενο σαν το σεισμό ή το τσουνάμι, μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι, παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα κι απλώς οι καλοί δεν ασχολούνται με τους κακούς, αλλά απλώς βοηθάνε σωρηδόν τα «αθώα θύματα των καιρικών τε και πολιτικών φαινομένων». Οταν λοιπόν μιλάς για ανθρωπιστική κρίση ασχολείσαι με την πολιτική φιλανθρωπία αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας και διαχειρίζεσαι τη γενικευμένη φτώχεια σπεκουλάροντας στην επιβιωτική τάση των μαζών να μη γλιστρήσουν στον πάτο του προ-ανοιγμένου πηγαδιού. Το καθήκον της ευγένειας που έχει ένας ρατσιστής Κίπλιγκ να φέρεται ανθρώπινα σε κατώτερο είδος ανθρώπων μετατρέπεται σε ιδεολόγημα αριστεροπροοδευτικών οικονομολόγων: Η επανάσταση μπορεί να περιμένει όπως και η ανάπτυξη ταξικής συνείδησης μέχρις ότου αντιμετωπισθεί η ανθρωπιστική κρίση.
Μια ολόκληρη γενιά εκβαρβαρίζεται ταχύτατα και εντάσσεται σε ιδιωτικούς κυριολεκτικά στρατούς με τη φιλάρεσκη ψευδαίσθηση ότι ανήκει στην τάξη των ανθρωπιστών ιπποτών μιας στρογγυλής τράπεζας που επιφυλάσσει ψίχουλα για εκλεκτούς. Κι έτσι η αριστερά απαιτεί κι αποκτά δεξιότητες στα ψίχουλα χάρη στη διά βίου εκπαίδευση επί της απασχόλησης και όχι της εργασίας.
Στα μέσα Σεπτέμβρη ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, δήλωνε: «Η Ελλάδα προχωρά. Αφήνουμε πίσω μας το παρελθόν. Επενδύουμε σε ένα καλύτερο μέλλον με ανάπτυξη και με θέσεις εργασίας».
Αντίστοιχα, ο Αλέξης Τσίπρας, πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας στη ΔΕΘ, ισχυρίστηκε πως χρειάζεται μια πιο ...σκληρή διαπραγμάτευση για το χρέος «προκειμένου να υπάρξει η αναγκαία τόνωση των δημόσιων επενδύσεων, ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων για την τόνωση της απασχόλησης και την επιστροφή στην ανάπτυξη.»
Τη βδομάδα που πέρασε ο Δημήτρης Παπαδημούλης, ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, εγκαλούσε με Ερώτησή του τη γερμανική κυβέρνηση που δε συναινεί στην «αξιοποίηση των αδρανών κεφαλαίων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας προς όφελος των επενδύσεων, της ανάπτυξης και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας».
Την ίδια θέση διατύπωσε και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ),Θεόδωρος Φέσσας, σε δηλώσεις τους μετά από συνάντηση με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές Σεπτέμβρη: «Η θέση και η άποψη του ΣΕΒ είναι ότι οι επενδύσεις θα έρθουν από τον ιδιωτικό τομέα και έτσι θα δημιουργηθούν διατηρήσιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας»
Σχεδόν πανομοιότυπη ήταν η δήλωση του Φρανσουά Ολάντ, Προέδρου της Γαλλίας, στο περιθώριο της πρόσφατης Συνόδου στο Μιλάνο:«Η ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας αποτελούν προτεραιότητα για όλους τους Ευρωπαίους».
Τα ερωτήματα που μπαίνουν είναι πολλά, θα σταθούμε όμως μόνο σε ένα. Είναι κακό -θα πει κάποιος- να υπάρξει καπιταλιστική ανάπτυξη εφόσον αυτή δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας που, όπως ισχυρίζονται, θα ανακουφίσουν το λαό;
Καταρχάς να πούμε ότι ο ίδιος ο όρος καπιταλιστική ανάπτυξη προϋποθέτει ότι η βασική κοινωνική σχέση είναι η σχέση εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Οι εργάτες παράγουν συλλογικά τον κοινωνικό πλούτο και οι κεφαλαιοκράτες τον αρπάζουν, τον ιδιοποιούνται, τον μοιράζονται μεταξύ τους, με βάση το δικαίωμα στην ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, που, όμως, και αυτά είναι αποτέλεσμα της συνολικής κοινωνικής εργασίας. Αυτή είναι η βασική λειτουργία του καπιταλισμού που διατρέχει όλη την κοινωνία, με αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για την εργατική τάξη αλλά και για το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων. Δηλαδή ακόμα και αν την πίτα τη φτιάχνουν οι εργαζόμενοι ανήκει στο κεφάλαιο. Ενώ οι εργαζόμενοι παίρνουν ίσως κάποια ψίχουλα...
Εξετάζοντας παραπέρα το ζήτημα αυτό, πρέπει να αναρωτηθούμε ποιο είναι το έδαφος πάνω στο οποίο θα πατήσει η περίφημη καπιταλιστική ανάπτυξη, η έξοδος από την κρίση. Είναι τα μέτρα, που επιταχύνθηκε η υλοποίησή τους στο όνομα της αντιμετώπισης της καπιταλιστικής κρίσης αλλά που αποτελούν στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου και έχουν μόνιμο χαρακτήρα.
Είναι η βίαιη και ραγδαία αλλαγή των εργασιακών σχέσεων προς το χειρότερο. Η συρρίκνωση των μισθών, το χτύπημα της μόνιμης και σταθερής εργασίας, η γενίκευση των ελαστικών και προσωρινών μορφών εργασίας, το χτύπημα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Είναι, δηλαδή, ένα ολόκληρο αντεργατικό πλέγμα για τη συμπίεση τις τιμής της εργατικής δύναμης, το οποίο αξιοποιούν οι καπιταλιστές για να βγούνε -και όχι να βγούμε- από την κρίση, να ανακτήσουν, να διασφαλίσουν και να αυξήσουν παραπέρα την κερδοφορία τους.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη θα πατήσει πάνω σε αυτό το έδαφος, των τσακισμένων εργατικών δικαιωμάτων, της τεράστιας στρατιάς ανέργων που έχει σχηματιστεί αλλά και των κλειστών ή και κατεστραμμένων παραγωγικών μονάδων και μέσων παραγωγής.
Χαρακτηριστικά είναι τα εξής στοιχεία: Πέρασαν δεκαεπτά χρόνια (1992-2008) για να δημιουργηθούν σωρευτικά 930 χιλιάδες θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία. Αυτές οι θέσεις χάθηκαν μόλις στα πέντε πρώτα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης (2009-2013). Την ίδια περίοδο σε όλη την ΕΕ χάθηκαν 5,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Οι περισσότερες θέσεις εργασίας που χάθηκαν ήταν θέσεις πλήρους απασχόλησης. Σήμερα οι μισές από τις προσλήψεις είναι μερικής απασχόλησης, η οποία αντικαθιστά σταδιακά την πλήρη. Οπως λένε από παλιά τα συνδικάτα «μισή δουλειά - μισή ζωή». Γι' αυτές τις θέσεις κονταροχτυπιούνται σήμερα συγκυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ.
Οι λεγόμενες νέες θέσεις εργασίας θα αφορούν στην ανακύκλωση της ανεργίας, στο μοίρασμα μιας θέσης πλήρους απασχόλησης σε δύο και τρεις μερικά απασχολούμενους. Σε θέσεις εκ περιτροπής απασχόλησης. Στη νομιμοποιημένη ανασφάλιστη εργασία. Στο δουλεμπόριο εργαζομένων. Στην ασύδοτη αλλά νόμιμη πλέον αλλαγή του ωραρίου, του τόπου και του αντικειμένου εργασίας ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαιοκράτη, τις οποίες ορίζει το κυνήγι του μέγιστου κέρδους.
Αυτή η κατάσταση επικρατεί σε όλη την ΕΕ αλλά και στις ΗΠΑ, σύμφωνα με στοιχεία που εμφανίζουν τη μερική απασχόληση να χτυπά κόκκινο σε πολλά κράτη της ΕΕ, η ανεργία να μη μειώνεται ακόμα και με μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το παραμύθι της καπιταλιστικής ανάπτυξης προς όφελος των εργαζομένων έχει στην πράξη πάντα κακό τέλος. Η επόμενη καπιταλιστική κρίση παραμονεύει για να επιδεινώσει παραπέρα τη ζωή των εργατικών και λαϊκών οικογενειών.