ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Μάη 2004
Σελ. /32
Συνέπειες για τα λαϊκά στρώματα και η προοπτική

Τα αποτελέσματα των ΚΠΣ μέχρι σήμερα δείχνουν ότι είχαν μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο στόχο την προσαρμογή στην ευρωενωσιακή καπιταλιστική οικονομία με οικονομικά κίνητρα.

Καταστρέφεται η φτωχή αγροτιά

Στον αγροτικό τομέα δίνονται κάθε χρόνο ως επιδοτήσεις αγροτικών προϊόντων 2,4 δισ. ευρώ περίπου. Ο προσανατολισμός αυτών των χρημάτων χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός ενεργητικής ενσωμάτωσης των αγροτών στις προσαρμογές της αγροτικής οικονομίας εντός της ΕΕ. Αν και βραχυπρόθεσμα φαινόταν ότι έδιναν κάποια λύση εκσυγχρονισμού και βιωσιμότητας των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, οδήγησαν στο ξεκλήρισμα σημαντικού αριθμού των μικρομεσαίων αγροτών. Στα 24 χρόνια εφαρμογής της ΚΑΠ 182.000 μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά ξεκληρίστηκαν, ενώ άλλα 300.000 περίπου είναι χρεωμένα στην ΑΤΕ με πάνω από 3 δισ. ευρώ και δεν μπορούν να πληρώσουν τα δάνειά τους.

Από στοιχεία της ΕΕ συνολικά στα κράτη-μέλη το 80% περίπου των επιδοτήσεων καρπώνεται το 20% των αγροτών. Στη χώρα μας οι κοινοτικές επιδοτήσεις αφορούσαν, κυρίως, στο θάψιμο των αγροτικών προϊόντων, στην πρόωρη συνταξιοδότηση, σε κίνητρα εγκατάλειψης καλλιεργειών, σε απόσυρση και καταστροφή αλιευτικών σκαφών (δηλαδή, καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων), στη δάσωση αγροτικών εκτάσεων, σε αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών, στον αγροτουρισμό κ.ά. Οι περισσότερες επιδοτήσεις είχαν στόχο την εγκατάλειψη της γεωργίας από τους μικρομεσαίους αγρότες, την ενίσχυση της μεταποίησης, δηλαδή των βιομηχάνων, την ενίσχυση της συγκέντρωσης της γης, της παραγωγής και εμπορίας σε λίγα χέρια. Ηδη, η τάση αυτή αρχίζει να φαίνεται.

  • Το 82% του συνολικού χοιροτροφικού κεφαλαίου κατέχει το 2,5% των μεγάλων χοιροτροφικών μονάδων
  • Το 30% των αμπελώνων ανήκει στο 1,5% των εκμεταλλεύσεων
  • Το 90% του γάλακτος μονοπωλείται από γαλακτοβιομηχανίες
  • Το εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο από θετικό έγινε αρνητικό, κάθε χρονιά ξοδεύουμε 1,8 δισ. ευρώ περίπου για να εισάγουμε αγροτικά προϊόντα, που λόγω ποσοστώσεων και προστίμων συνυπευθυνότητας δεν επιτρέπεται από την ΕΕ να παράγουμε, αυξάνοντας τη συναλλαγματική αιμορραγία και τη διατροφική εξάρτηση σε αμφίβολης ποιότητας τρόφιμα. Δηλαδή, όσα παίρνουμε σε επιδοτήσεις, άλλα τόσα δίνουμε περίπου για εισαγωγές αγροτικών προϊόντων.

Εξάλλου, από το Γ΄ ΚΠΣ τα κονδύλια για τη γεωργία ήταν πολύ λίγα, αφού η μερίδα του λέοντος πήγε στα Ολυμπιακά έργα. Από αυτά το 60% δεν αφορούν σε αναπτυξιακά έργα αλλά σε πρόωρες συντάξεις, εξισωτικές αποζημιώσεις, αποσύρσεις αλιευτικών σκαφών κ.ά.

Συνθλίβονται οι ΕΒΕ

Ο ίδιος προσανατολισμός ισχύει και για τους μικροεπαγγελματίες, παρ' όλη την προπαγάνδα ότι πόροι πήγαν στην ενίσχυση των μεσαίων επιχειρήσεων. Τα ίδια τα στοιχεία δείχνουν ότι οι μικρές επιχειρήσεις οδηγούνται στο περιθώριο και στην καταστροφή.

  • Ο τομέας του λιανικού εμπορίου τροφίμων κατά 85% κυριαρχείται από τα μεγάλα σούπερ μάρκετ
  • Στα ηλεκτρονικά είδη έξι (6) επιχειρήσεις ελέγχουν το 78,6% των πωλήσεων
  • Στην ένδυση-υπόδηση δεκαπέντε (15) επιχειρήσεις ελέγχουν το 40% των πωλήσεων
  • Στον τομέα των υγρών καυσίμων τρεις (3) όμιλοι εμπορίας πετρελαιοειδών ελέγχουν το 60% των πρατηρίων και της αγοράς.
Το εμπορικό έλλειμμα, η ανταγωνιστικότητα και ποιος πληρώνει τη νύφη

Το 50% της ελληνικής αγοράς κατακλύζεται από εισαγόμενα προϊόντα, σε μεγάλους κλάδους, όπως η μεταποίηση, η απασχόληση μειώνεται, και αυξάνεται ο τομέας των υπηρεσιών, ενώ το εμπορικό έλλειμμα έφτασε στο 1,3 δισ. ευρώ. Αλλά και στους υπόλοιπους τομείς οι πόροι από τα ΚΠΣ δόθηκαν με κριτήρια απελευθέρωσης των αγορών και υλοποίησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, π.χ., κατασκευή αλλά και ιδιωτικοποίηση σε Αττική οδό, λιμάνια, αεροδρόμιο, μετρό, Υγεία, μείωση της καλλιέργειας αγροτικής γης κ.ά. Ταυτόχρονα, μέρος των κοινοτικών πόρων, το 46,4%, επέστρεφε πίσω στα ευρωπαϊκά μονοπώλια (σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΕΕ), με μορφή αγοράς τεχνογνωσίας ή κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Ευρωπαϊκές μεγαλοεταιρίες ανέλαβαν την κατασκευή των περισσοτέρων μεγάλων έργων στη χώρα μας. Ωφελημένο είναι και το ντόπιο κεφάλαιο, που απομύζησε το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των πόρων ως επιχορηγούμενο (π.χ., από τα κονδύλια που προορίζονταν για την αλιεία, όπως και αυτά για τη δημιουργία και τον εκσυγχρονισμό μεταποιητικών μονάδων, το 90% καρπώθηκαν οι βιομήχανοι και μόνο το 10% πήγε στους συνεταιρισμούς) ή ως κατασκευαστής των έργων. Πόροι επίσης χρησιμοποιήθηκαν για ρουσφέτια, την προπαγάνδιση των πολιτικών της ΕΕ, σε περιορισμένες, ανασφάλιστες και προσωρινές δουλιές για τη συγκράτηση της πλήρους εξαθλίωσης και την ενσωμάτωση συνειδήσεων των εργαζομένων (προγράμματα για άνεργους, σεμινάρια, επιμορφώσεις κλπ). Η ενεργητική ενσωμάτωση τμημάτων από μεσαία στρώματα και την εργατική τάξη ήταν απαραίτητη για τη δημιουργία κλίματος «εθνικής συναίνεσης» στους στόχους της εγχώριας και κοινοτικής ολιγαρχίας.

Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διευρύνθηκε. Γεγονός που μαρτυρεί ότι ακόμη και με όρους καπιταλιστικής αγοράς η διαβόητη ανταγωνιστικότητα επιδεινώνεται γενικά, ενώ αναμένεται να επιδεινωθεί μετά τη διεύρυνση της ΕΕ με 10 νέες χώρες, όπου το εργασιακό κόστος παραγωγής είναι μικρότερο της Ελλάδας. Τις αρνητικές συνέπειες θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι (θα ενταθεί η εκμετάλλευση αφού όλα τα μέτρα, με βάση τη Στρατηγική της Λισαβόνας, φτηναίνουν τον εργάτη, δηλαδή μειώνουν το λεγόμενο μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος), οι συνταξιούχοι, οι μικρομεσαίοι αγρότες και οι μικρές επιχειρήσεις, κυρίως στη μεταποίηση και στο εμπόριο. Οφελος θα έχουν τα μονοπωλιακά μεγαθήρια και οι επιβιώνοντας γύρω από αυτά.

Η όποια μικρή βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της ελληνικής οικονομίας στη διεθνή καπιταλιστική αγορά οφείλεται στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης από τα ελληνικά μονοπώλια.

Σημειώθηκε μια ορισμένη ενίσχυση της θέσης των μονοπωλιακών ομίλων από την Ελλάδα, αύξηση της εξαγωγής κεφαλαίων και εξαγορές, αναβαθμίζοντας τη θέση τους στην ευρωενωσιακή αγορά.

Και αύξηση της φτώχειας και των ανισοτήτων

Αυτή η αναβάθμιση, με όρους καπιταλιστικής παραγωγής και ανταγωνισμού, δεν αλλάζει την κατάσταση για τη λαϊκή πλειοψηφία. Δεν αλλάζει τα «πρωτεία» της Ελλάδας στις ζώνες φτώχειας. Το 1996 ενώ μόνο δύο ελληνικές περιφέρειες ανήκαν στην κατηγορία των πιο φτωχών περιφερειών της ΕΕ, την επόμενη χρονιά 7 ελληνικές περιφέρειες πέρασαν στην κατηγορία των 11 φτωχότερων περιφερειών. Πελοπόννησος και Δυτική Ελλάδα έχουν τη δυσμενέστερη εξέλιξη στη δεκαετία 1990-2000, αφού η Πελοπόννησος από 6η το 1991 ως προς το ΑΕΠ, κατρακύλησε το 1999 στην 11η θέση.

Μετά από πολυετή εφαρμογή της λεγόμενης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής συνοχής οι ανισότητες μεταξύ περιφερειών σε ορισμένες χώρες έχουν αυξηθεί, τα ποσοστά φτώχειας και ανεργίας είναι υψηλότερα, οι υποδομές για λαϊκές ανάγκες (αποχέτευση, άρδευση κ.ά) ανεπαρκείς και οι ανισότητες εντείνονται αντί να αμβλύνονται. Με τη διεύρυνση αναμένεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο. Το χάσμα έχει επιδεινωθεί και στο εσωτερικό των χωρών κυρίως στην ύπαιθρο και ιδιαίτερα στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές με μαζική και μακροχρόνια ανεργία, φτώχεια απουσία ή ανεπάρκεια βασικών υποδομών. Στην Ελλάδα η ανεργία έχει αυξηθεί (το 1988 ήταν 6,8% και το 1998 11,7%), ενώ η φτώχεια ακουμπά το 25% του λαού μας.

Φυσικά στα ΚΠΣ δε συμπεριέλαβαν ποτέ έργα που θα μπορούσαν να καλύψουν λαϊκές ανάγκες και να κατηγοριοποιηθούν στους άξονες, π.χ., λειψυδρίας (εκτροπή Αχελώου), αντισεισμικής προστασίας, αξιοποίησης πρώτων υλών, παραγωγής ενέργειας, προώθησης της μεταποιητικής παραγωγής κ.ά., αλλά, αντίθετα, περισσότερες περιφέρειες έγιναν πιο φτωχές.

Η θέση του ΚΚΕ

Το ΚΚΕ αντιτίθεται στην ΕΕ και βεβαίως στον τρόπο που αυτή δίνει τα κονδύλια. Αυτό όμως δε σημαίνει, όπως προπαγανδίζουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, ότι αρνείται τα κονδύλια από τη στιγμή που έτσι κι αλλιώς εκταμιεύονται και είναι λεφτά του λαού. Παλεύει όμως ώστε η χρησιμοποίησή τους, στο μέτρο του δυνατού και των συσχετισμών δύναμης, να μη στρέφεται κατά των εργαζομένων αλλά και με τη δική τους πάλη να λύνουν λαϊκά προβλήματα, σε συνδυασμό με την αποκάλυψη του πώς και γιατί υπάρχει αυτή η πολιτική των κοινοτικών επιδοτήσεων. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να απομονώνουν το στόχο των επιχορηγήσεων από τις αντιλαϊκές επιλογές της ΕΕ, και τις αρνητικές συνέπειες απ' αυτές.

Η θέση του αυτή απορρέει από τη στρατηγική του για τη λαϊκή εξουσία, τη σοσιαλιστική οικονομία, που συνεπάγεται συνολική ρήξη με την ΕΕ, ριζικά διαφορετικά κίνητρα και όρους διακρατικών οικονομικών σχέσεων και ανταλλαγών. Παλεύει σε αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, ανάλογα με το συσχετισμό δύναμης και τη δυναμική των αγώνων, ασκώντας πίεση στην εκάστοτε κυβέρνηση γι' απόσπαση επιμέρους κατακτήσεων, αλλά κυρίως για να συνειδητοποιήσουν οι λαϊκές δυνάμεις τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της ΕΕ, των κοινοτικών κονδυλίων, της εκάστοτε φιλομονοπωλιακής κυβερνητικής πολιτικής και την αναγκαιότητα της σύγκρουσης και της συνολικής ρήξης με την εξουσία του κεφαλαίου στην Ελλάδα, με την ΕΕ, για τη διάλυσή της.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ