Κάθε δημοκρατική, προοδευτική εξέλιξη στην Ευρώπη, τη δεκαετία του 1970, προκαλούσε την αντίδραση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, οι οποίες έβλεπαν με «κακό μάτι» τη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας. Ταυτοχρόνως, στο στόχαστρο των μηχανισμών της πλαστογράφησης, της παραπληροφόρησης και της χειραγώγησης βρισκόταν το αναπτυσσόμενο δυναμικά κίνημα κατά των εξοπλισμών, για την ύφεση και τον αφοπλισμό. Η μόνιμη επωδός των αρμοδίων, όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν τέτοιες εξελίξεις, ήταν η «κομμουνιστική συνωμοσία» και η «σοβιετική υστεροβουλία». Η σημερινή συνέχεια του αφιερώματος «Στα εργαστήρια κατασκευής πολέμων» αφορά στην προσπάθεια ανακοπής των εξελίξεων στην Πορτογαλία μετά την «Επανάσταση των γαριφάλων» τον Απρίλη του 1974, αλλά και στην υπονόμευση των σοβιετικών προτάσεων για αφοπλισμό, ενόψει της κρίσιμης Συνδιάσκεψης του Ελσίνκι, τον Ιούνη του 1975.
Το Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων έναυσμα λαϊκής επανάστασης στην Πορτογαλία. Τα πρώτα ριζοσπαστικά μέτρα και οι πρώτες αντιδράσεις. Ο διεθνής Τύπος «αποκαλύπτει» «κομμουνιστική συνωμοσία». Οι πλαστογράφοι αποκαλύπτονται και ομολογούν
Στην πρώτη φάση της, η «Επανάσταση των γαριφάλων» εφήρμοσε ορισμένα ριζοσπαστικά μέτρα κατά των μονοπωλίων και των μεγάλων γαιοκτημόνων, προώθησε, παράλληλα, σειρά δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων για την απαλλαγή του κρατικού μηχανισμού από τα φιλοδικτατορικά στοιχεία και για την αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών. Στην πρώτη γραμμή αυτών των αλλαγών βρισκόταν το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τα ριζοσπαστικά στοιχεία του ΚΕΔ. Είναι προφανές ότι οι εξελίξεις στην Πορτογαλία ανησύχησαν το διευθυντήριο του ιμπεριαλισμού, το οποίο αποφάσισε να βάλει μπροστά τη μηχανή του ψεύδους και της παραπληροφόρησης, για να ανακόψει την πορεία τους.
«Στις οδηγίες για την κατάληψη της εξουσίας, γράφει η "Κοντιτιέν ντε Παρί", τονίζεται ότι πρέπει να καταστραφεί η αποτελεσματικότητα της διοίκησης και να τσακιστεί κάθε αντίσταση του σώματος των δημοσίων υπαλλήλων, τους οποίους μπορούν να τους κατηγορήσουν ότι έχουν "πραξικοπηματικές" διαθέσεις. Δίνεται ακόμα η συμβουλή να δημιουργούνται ενιαία συνδικάτα ενάντια στους "διασπαστές" και να επιδιώκουν την ταχτική συμμαχία με το στρατό».
Το δυτικογερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ», λίγες βδομάδες αργότερα, στις 18 του Αυγούστου 1975, όταν άρχισε να ξεφτίζει το αντικομμουνιστικό κατασκεύασμα, ισχυρίστηκε ότι οι Πορτογάλοι κομμουνιστές, «ακολουθώντας αυτή τη συνταγή υπέσκαψαν το στρατό και κατάχτησαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και επιρροής».
Η έντονη απόκρουση της χοντροκομμένης προβοκάτσιας, από την «Πράβντα» και την καθοδήγηση του κομμουνιστικού Κόμματος της Πορτογαλίας, υποχρέωσαν τους πλαστογράφους να αμυνθούν.
Ο αρχισυντάκτης της «Κοντιτιέν ντε Παρί» Φιλίπ Σεσσόν, όταν ρωτήθηκε για το αν φρόντισε να διασταυρώσει την είδηση και να ερευνήσει για την εγκυρότητα του εγγράφου, δικαιολογήθηκε: «Δεν είναι δική μας υποχρέωση να ελέγξουμε το κείμενο που μας έδωσαν οι δημοσιογράφοι της "Ρεπούμπλικα"».
Ο συντάκτης της «Κοντιτιέν ντε Παρί» που υπέγραφε το «αποκαλυπτικό» δημοσίευμα έδωσε στη γαλλική τηλεόραση μια συνέντευξη, απ' την οποία δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα:
Ερώτηση: Το έγγραφο που είχατε στα χέρια σας και δημοσιεύσατε ήταν πρωτότυπο ή αντίγραφο;
Εστεβές: Ηταν αντίγραφο. Ποτέ δεν είδα το πρωτότυπο.
Ερώτηση: Δεν πέρασε από το μυαλό σας ότι μπορεί να πέφτατε θύμα μιας μυστικής υπηρεσίας, π.χ. της CIA ή κάποιας άλλης παρόμοιας;
Εστεβές: Οχι... Αν αρχίζαμε να είμαστε τόσο δύσπιστοι στους συναδέλφους μας, δεν ξέρω πού θα οδηγούσε αυτό...
Το «υπεραπόρρητο έγγραφο» αποκαλύπτεται ότι αποτελεί το προϊόν μιας πρωτόγονης πλαστογράφησης ενός άρθρου του Μπορίς Πονομαριόφ, αναπληρωματικού μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης. Το άρθρο είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Προβλήματα της ειρήνης και του σοσιαλισμού», στο τεύχος του Ιούνη 1974. Το περιοδικό μπορούσε να το προμηθευτεί οποιοσδήποτε και στη Γαλλία και στην Πορτογαλία και σε δεκάδες άλλες χώρες.
Με την πλαστογραφία αυτή επιδιωκόταν ένας διπλός στόχος, αφενός η ανάσχεση των εξελίξεων στην Πορτογαλία και αφετέρου η δυσφήμιση της Σοβιετικής Ενωσης σε μια στιγμή που οι σοβιετικές προτάσεις για την ύφεση και τον αφοπλισμό στο Ελσίνκι κέρδιζαν έδαφος στην παγκόσμια κοινή γνώμη.
Ενα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα της προπαγάνδας, με στόχο την αποδυνάμωση των προτάσεων για τον αφοπλισμό είχαμε λίγους μήνες μετά. Στις 3 του Μάρτη 1976, η αμερικάνικη εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ» «αποκαλύπτει» ότι η πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα είχε δεχτεί μεγάλες ποσότητες ραδιενεργού ακτινοβολίας. Την «είδηση» αναπαράγουν αμέσως η «Νιου Γιορκ Τάιμς», το περιοδικό «Νιουσγουίκ», ο δυτικογερμανικός, ο αγγλικός και ο γαλλικός Τύπος.
Ολα τα περιοδικά και οι εφημερίδες που αναφέρονται στη συγκεκριμένη υπόθεση επικαλούνται μία δήλωση εκπροσώπων του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, στις 10 του Φλεβάρη 1976. Αποσιωπούσαν όμως το γεγονός ότι το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, δύο κιόλας βδομάδες μετά, στις 28 Φλεβάρη 1976, υποχρεώθηκε να δηλώσει επίσημα, ότι οι σχετικές κατηγορίες που διατυπώθηκαν ήταν αστήριχτες. Αυτή είναι η αντικειμενική ενημέρωση.
«Οι δέκα του Ουίλμιγκτον». Φουντώνουν στις ΗΠΑ οι φυλετικές διακρίσεις. Αναπτύσσεται και ριζοσπαστικοποιείται το κίνημα των μαύρων. Η «δίκη» και η καταδίκη των πρωτοπόρων του κινήματος κατά των διακρίσεων και της κοινωνικής απελευθέρωσης