ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 20 Οχτώβρη 2000
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Γιατί νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης;

Στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 16ο Συνέδριο γίνεται η διαπίστωση ότι: «Προ πολλού η αστική διακυβέρνηση (είτε ασκείται από τα κλασικά συντηρητικά είτε από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα) εγκατέλειψε τη διαχείριση του συστήματος με τη μορφή εκτεταμένης κρατικής ιδιοκτησίας στη βιομηχανία, στις μεταφορές - τηλεπικοινωνίες, στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στον τουρισμό, και με γενικευμένες κοινωνικές παροχές, που είχαν εφαρμοστεί κυρίως στην Ευρώπη».

Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η αστική διακυβέρνηση εγκατέλειψε αυτή τη μορφή διαχείρισης και από κοινού τα συντηρητικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης;

Ηνεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης είναι επιλογή στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο και θεωρείται μονόδρομος στις σύγχρονες συνθήκες για την αναπαραγωγή του. Συνδέεται με τις αξεπέραστες αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, που αναπαράγουν την κρίση του, αλλά συνδέεται και με τον οξύτατο ενδομονοπωλιακό ανταγωνισμό.

Αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε ισχυρή καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτή η ανάπτυξη, έδινε τη δυνατότητα εφαρμογής μιας πολιτικής με εκτεταμένες κοινωνικές παροχές και τη στήριξή της από μια αρκετά μεγάλη κρατική ιδιοκτησία στη βιομηχανία, στις μεταφορές - τηλεπικοινωνίες, στο χρηματοπιστωτικό τομέα, στον τουρισμό κλπ.


Αυτή την πολιτική εφάρμοσε βασικά η σοσιαλδημοκρατία κυρίως στην Ευρώπη. Την προπαγάνδιζε δε με το λεγόμενο «τρίτο δρόμο», ως ενδιάμεσο ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, με αιχμή το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας». Δεν πρέπει δε να μην παίρνουμε υπ' όψιν ότι υπήρχε και η επίδραση των κατακτήσεων του σοσιαλισμού στο εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών που συνέβαλε στις διεκδικήσεις και κατακτήσεις δικαιωμάτων, αλλά ασκούσε επίσης πίεση στον καπιταλισμό, για να κάνει τέτοιες παραχωρήσεις.

Μετά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της καπιταλιστικής ανόρθωσης στην Ευρώπη, ακολούθησε η κρίση των αρχών της δεκαετίας του '70, η οποία φαίνεται να ξεπερνιέται αλλά με ρυθμούς ανάπτυξης αναιμικούς. Στις αρχές της δεκαετίας του '80 εμφανίζονται ξανά σημάδια της. Αντικειμενικά, οι συνθήκες που διαμορφώνονται απαιτούν πολιτική διαχείρισης, που να παρεμβαίνει, ώστε να αμβλύνονται οι συνέπειες της κρίσης ως προς τις δυσκολίες που γεννούν στο ίδιο το κεφάλαιο και την αναπαραγωγή του.

Στην Ευρώπη τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα εφαρμόζουν τη δική τους πολιτική διαχείρισης με γενικευμένη επίθεση στην εργατική τάξη και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Η ίδια πολιτική εφαρμόζεται την ίδια περίοδο και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αρχίζουν επίσης να εγκαταλείπουν την πολιτική διαχείρισης των εκτεταμένων παροχών και του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας» και εφαρμόζουν μέτρα νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, προβάλλοντας την ανάγκη της «απελευθέρωσης των αγορών».


Η ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη και την ΕΣΣΔ συνέβαλε στην επιτάχυνση αυτής της πορείας, στην εφαρμογή πολιτικής που προωθούσε ραγδαία τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις.

Επίσης, αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες οξύνουν ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά. Τα μονοπώλια, για να αντεπεξέλθουν σ' αυτόν χρειάζονται μεγέθυνση των διαστάσεων του κεφαλαίου τους και συνθήκες αναπαραγωγής χωρίς δυσκολίες. Αυτή η απαίτηση, μπορεί και πρέπει να εκπληρώνεται με τις ιδιωτικοποιήσεις του κρατικού τομέα οικονομίας και των επιχειρήσεών του, ιδιαίτερα αυτών που έχουν στρατηγική σημασία για την οικονομία, οι οποίες συμβάλλουν στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Αλλά και με την απόσπαση ολοένα και μεγαλύτερης μάζας κερδών, που σημαίνει αυξανόμενη ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Δηλαδή, νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείρισης. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την αντιμετώπιση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, της αναγκαιότητας διείσδυσης σε νέες αγορές, τόσο με εξαγωγή κεφαλαίων όσο και εμπορευμάτων, την ίδια την ελευθερία κίνησης και δράσης του κεφαλαίου, όπου αυτό μπορεί να αποκτά μέγιστα κέρδη. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη με γοργούς ρυθμούς συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του.

Ημεγιστοποίηση των κερδών επιτυγχάνεται με την όσο δυνατόν μεγαλύτερη απόσπαση υπεραξίας από την παραγωγική χρήση της εργατικής δύναμης. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας ανταποκρίνεται σ' αυτή την επιδίωξη μεγαλύτερης απόσπασης, δεν μπορεί όμως να ανακόπτει πάντα αποτελεσματικά την πτώση του ποσοστού κέρδους. Η ίδια η παραγωγικότητα της εργασίας συμβάλλει στην υπερπαραγωγή εμπορευμάτων που σημαίνει και εμφάνιση κρίσης.

Επίσης, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τα νέα μέσα παραγωγής, (νέες τεχνολογίες, πληροφορική κλπ.), και η εφαρμογή τους στην παραγωγή με την αντικατάσταση των παλιών μέσων παραγωγής με νέα, απαιτεί τεράστιες επενδύσεις. Επομένως, χρειάζεται ολοένα και μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου, που με τη σειρά της απαιτεί και μεγαλύτερη μάζα κερδών.

Οι επιχειρούμενες αναδιαρθρώσεις με την εφαρμογή των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, με τις ανατροπές στο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα και την ιδιωτικοποίησή του, με την ιδιωτικοποίηση της υγείας, της εκπαίδευσης και των προνοιακών υπηρεσιών, επιδιώκουν την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης με τη μείωση της τιμής της. Ετσι φαίνεται ότι μπορεί να επιτυγχάνεται η μεγιστοποίηση των κερδών.

Αν οι αστικές κυβερνήσεις ακολουθήσουν άλλη πολιτική διαχείρισης, όπως η σοσιαλδημοκρατική στη μεταπολεμική περίοδο, τότε δε θα μπορούν να αντιμετωπίζονται οι δυσκολίες στη δράση του κεφαλαίου, που αναπαράγονται από τις αντιφάσεις του συστήματος.


Το Λαϊκό Μέτωπο και οι αγώνες των εργαζομένων

Ηβαθιά αντιλαϊκή πολιτική, οι αντιδραστικές εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί ξεσηκώνουν λαϊκές αντιδράσεις. Αναγκάζουν ακόμα και τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και άλλων οργανώσεων, που ελέγχονται από την κυβέρνηση και τα κόμματα - θιασώτες της ΕΕ, να ελίσσονται. Ωστόσο, οι όποιοι αγώνες αναπτύσσονται, με την επίμονη και επίπονη προσπάθεια - διαφωτιστική, ιδεολογική, οργανωτική - τόσο των κομμουνιστών όσο και άλλων συνεπών, αγωνιστικών συνδικαλιστικών δυνάμεων, κόντρα στις αντιλαϊκές πολιτικές του κεφαλαίου, με αποκάλυψη του ρόλου των συγκεκριμένων ηγεσιών των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων που έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο ευρωενωσιακό «όνειρο» και έχουν μετατραπεί σε στυλοβάτες των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, του ξηλώματος των εργατικών δικαιωμάτων. Γιατί και η σημερινή πραγματικότητα δεν έχει καμιά σχέση με την προηγούμενη περίοδο, τις δεκαετίες του '80 και πολύ περισσότερο του '70, όταν και η πολιτική κατάσταση και οι συσχετισμοί ήταν άλλοι και η κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος πολύ διαφορετική...

Σήμερα, μπροστά στη βάρβαρη ταξική πολιτική του μεγάλου κεφαλαίου και των υπηρετών του, στις ηγεσίες των άλλων κομμάτων και στις ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, προβάλλει πιο επιτακτική η ανάγκη για συντονισμένους, συνολικά προσανατολισμένους σε αντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση αγώνες. Γιατί λαϊκοί και, ειδικότερα, εργατικοί συνδικαλιστικοί αγώνες, που θα περιορίζονται μόνο στην απόκρουση κάποιων επιμέρους αντιλαϊκών μέτρων απλώς, χωρίς να δίνεται ταυτόχρονα η αναγκαιότητα και η προοπτική για μια άλλη φιλολαϊκή πολιτική ανάπτυξης σε αντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, δεν μπορεί να είναι ούτε αποτελεσματικοί, ούτε μπορεί να συσπειρώνουν αγωνιστικά τους εργαζόμενους.

Ορισμένοι, όμως, μπροστά στην οξύτητα των προβλημάτων, και άλλοι γιατί έχουν αποδεχτεί πλήρως το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης των πολυεθνικών, μιλούν για αγώνες αποτροπής των χειρότερων, για να εμποδιστεί, πιστεύουν με αυτόν τον τρόπο, η κατεδάφιση στοιχειωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Και, στη βάση αυτή, προτείνουν και... συνεργασία - συμμαχία - ενότητα με τις συμβιβασμένες ηγεσίες τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, προσπερνώντας το γεγονός ότι αυτές έχουν μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε πραγματικό «Δούρειο Ιππο» για την καθυπόταξη και τον εκφυλισμό του μαζικού λαϊκού κινήματος. Και παρακάμπτοντας επίσης το γεγονός πως όλοι οι αγώνες των αγροτών και των εργατοϋπαλλήλων έγιναν, ακριβώς, κόντρα στις συμβιβασμένες αυτές ηγεσίες (όπως ΓΕΣΑΣΕ - ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ κλπ.), και με την καθοδήγηση είτε Συντονιστικών Επιτροπών Αγώνα, είτε του ΠΑΜΕ, και άλλων ταξικών σωματείων (π.χ. ναυτεργάτες κλπ.). Κάτι που δε θα μπορούσε να γίνει, αν δεν είχαν αποκαλυφθεί αυτές οι ηγεσίες και δεν είχαν πλήρως διαχωρίσει τη θέση τους οι εκπρόσωποι του αγωνιστικού μετώπου.

Οπως κι αν το δει κανένας, οι δραματικές εξελίξεις στα πλαίσια της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης της Νέας Τάξης του ιμπεριαλισμού, η σφοδρότητα της επίθεσης στα λαϊκά δικαιώματα και κατακτήσεις και, κυρίως, η ανάγκη που αναδείχνεται για συντονισμένη σκληρή και συνεχή πάλη ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να έχει όχι απλώς προσανατολισμό τέτοιο, αλλά και συντονισμό δράσης, επίτευξη κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, που θα επιτρέπει νικηφόρους αγώνες και νέες κατακτήσεις. Δεν αρκεί, δηλαδή, μια τεχνητή συμπαράταξη - συγκόλληση δυνάμεων που δε θα έχουν ένα «ενοποιητικό» μίνιμουμ πλαίσιο στόχων αντιμονοπωλιακών -αντιιμπεριαλιστικών, ρήξης και σύγκρουσης με τα μεγάλα συμφέροντα. Χρειάζεται η συσπείρωση, όχι απλώς για την καλύτερη διαχείριση του προβλήματος που ζητούν οι κάθε λογής Ευρωλάγνοι, οι συμβιβασμένες ηγεσίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων και άλλοι, αλλά για την αντιμετώπισή τους σε αντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση.

Ηπολιτική πρόταση για τη συγκρότηση του κοινωνικοπολιτικού, Αντιμονοπωλιακού, Αντιιμπεριαλιστικού, Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, που επεξεργάστηκε το ΚΚΕ στο προηγούμενο Συνέδριό του, και βαθαίνει με τις θέσεις του 16ου Συνεδρίου, ακριβώς, εκφράζει την αγωνιστική συμμαχία της Εργατικής Τάξης, της μικρομεσαίας Αγροτιάς, των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, της συντριπτικής δηλαδή πλειοψηφίας του λαού, των διανοουμένων και καλλιτεχνών, των επιστημόνων. Το Μέτωπο ξεπερνά τα ασφυχτικά όρια της ευκαιριακής συνεργασίας κάποιων αυτοαποκαλούμενων «προοδευτικών», «αριστερών» κομμάτων και προωθεί την αγωνιστική συσπείρωση και συμμαχία του λαού, ανεξάρτητα από ιδεολογικές - πολιτικές προκαταλήψεις και σημερινές του επιλογές. Που εξασφαλίζει την αγωνιστική ενότητα σε αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση όλων των εργαζομένων που βιώνουν τα προβλήματα, που οδηγεί και στον απεγκλωβισμό από πολιτικούς φορείς και κόμματα, που στην πραγματικότητα υπονομεύουν τα συμφέροντά τους.

Τώρα, με τις θέσεις για το 16ο Συνέδριό του, που γίνεται στα μέσα Δεκέμβρη, το ΚΚΕ προχωρά πιο πέρα, επεξεργαζόμενο τους όρους και τις προϋποθέσεις, αλλά και συγκεκριμένους στόχους πάλης του Μετώπου, για την κατάκτηση της Λαϊκής Εξουσίας και τη Λαϊκή Οικονομία που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι, η χώρα μας συνολικά. Μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, του ιμπεριαλισμού, στο όνομα της οποίας παίρνονται τα αντιδραστικά, αντιλαϊκά μέτρα, το ίδιο το περιεχόμενο και το πλαίσιο της φιλολαϊκής ανάπτυξης και, κυρίως, τα μέσα, τα εργαλεία και οι προϋποθέσεις που προβάλλει το ΚΚΕ με την πρότασή του δείχνει τη διέξοδο και την προοπτική για τους εργαζόμενους, τις λαϊκές δυνάμεις.

Σ'αυτό το πλαίσιο που θα προβάλει το κοινωνικοπολιτικό Μέτωπο του λαού, ασφαλώς, ο κάθε εργαζόμενος βλέπει ότι μπορεί να συνδυάζει την πάλη για την προστασία των σημερινών δικαιωμάτων του με την προοπτική ανατροπής της αντιλαϊκής πολιτικής για μια φιλολαϊκή ανάπτυξη του τόπου, σε ρήξη και σύγκρουση με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, για την εξασφάλιση και διεύρυνση των δικαιωμάτων του λαού. Οι κομμουνιστές, οι φίλοι και οπαδοί του Κόμματος, άλλοι εργαζόμενοι, βγάζοντας συμπεράσματα από τη μέχρι τώρα πείρα των αγώνων, έχουν πολλά να προσφέρουν συμμετέχοντας στη συζήτηση για τις θέσεις του 16ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Η επιτυχία του Συνεδρίου θα εξοπλίσει το μαζικό λαϊκό κίνημα, ώστε από καλύτερες θέσεις να αγωνιστεί για τα συμφέροντα του λαού.


Του
Γιάννη ΖΑΓΓΑΝΑ*
* Ο Γ. Ζαγγανάς είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του «Ριζοσπάστη»



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ