Κατά τ' άλλα, η πρώην και η νυν αθλητική και πολιτική ηγεσία δε γνώριζαν τίποτε για όλα όσα γίνονταν και γίνονται. Επεσαν από τα σύννεφα...
«Αυθεντικός διάλογος μεταξύ γνωστού Ελληνα τραπεζίτη που προΐσταται μεγάλης ιδιωτικής τράπεζας και κορυφαίου Βρετανού τραπεζίτη που βρίσκεται στην Ελλάδα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες:
- Τι λέτε για το στίβο;
- Ντρέπομαι για τους πρωταθλητές μας. Τι θα λες και εσύ ως ξένος...
- Ποιους πρωταθλητές σας;
- Τον Κεντέρη και τη Θάνου, μάλλον είναι ντοπέ, ξέρεις...
- Δεν τους ξέρω, αλλά στη δική μου χώρα όλοι είναι ντοπέ και εμείς δε σταματάμε τις μπίζνες για χάρη τους».
Τα παραπάνω δημοσιεύονται στο προχτεσινό «Βήμα» και αφήνουμε σε σας να κάνετε τα όποια σχόλια θέλετε, είτε για το φαινόμενο του ντόπινγκ και των βαθύτερων αιτιών του, είτε για το... μάθημα που έκανε ο Βρετανός τραπεζίτης στον Ελληνα συνάδελφό του...
Με πλούσια και ενδιαφέρουσα ύλη κυκλοφόρησε το νέο τεύχος της τρίμηνης επιθεώρησης εκπαιδευτικής και πολιτικής έρευνας «Θέματα Παιδείας», λίγες μέρες πριν ξεκινήσει η νέα σχολική χρονιά. Στο τεύχος αυτό, το οποίο είναι διπλό και πέρα από πολλά θέματα επικαιρότητας, μελέτες και έρευνες, ξεχωρίζει το ειδικό αφιέρωμα στον Δημήτρη Γληνό, με αφορμή τα 60 χρόνια από το θάνατό του. Στο τελευταίο συμπεριλαμβάνονται τα Παιδαγωγικά και μεγάλο μέρος των Πολιτικοκοινωνικών άρθρων του Δ. Γληνού της περιόδου 1931-36. Είναι η περίοδος, όπου ο Γληνός έχει σταματήσει «να κυλά την πέτρα του Σισύφου» και να ελπίζει μάταια από τις αστικές κυβερνήσεις την προώθηση μιας λαϊκής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Γι' αυτό και μετά από μια «βραδύτατη εξέλιξη με αγώνα μέσα στα πράματα», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος την πορεία του, περνά οριστικά και αμετάκλητα στο στρατόπεδο των κομμουνιστών, δραστηριοποιείται μαζί τους, εκλέγεται βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου και τέλος γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Η αξιοσημείωτη αυτή συλλογή άρθρων, η οποία αποτελεί ένα πολύτιμο αρχειακό υλικό, χαρακτηριστικό της όλης σκέψης και της πορείας του Δ. Γληνού, συνοδεύεται από ενδιαφέρουσες μαρτυρίες συντρόφων του, όπως και διάφορα άλλα βιογραφικά και αυτοβιογραφικά σημειώματα.
Χτες το βράδυ τέλειωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ποδοσφαίρου στο Βόλο και άρχισε, αμέσως, ο «προβληματισμός» για το πώς μπορεί ν' αξιοποιηθεί, από δω και πέρα, το Πανθεσσαλικό Στάδιο, που κατασκευάστηκε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Φοβούμενος ότι το Στάδιο θα περάσει σε αχρηστία, επειδή τα έξοδα συντήρησής του είναι υπέρογκα, ο νομάρχης Μαγνησίας, Γ. Πρίντζος, δήλωσε ότι ξεκινάει προσπάθεια για την εξεύρεση των χρημάτων που απαιτούνται για να συνεχιστεί η λειτουργία του. Και, ως φιλοκυβερνητικός και φιλελεύθερος που είναι, δεν απευθύνεται στο κράτος, αλλά στο λαό, καλώντας τους φορείς - ποδοσφαιρικά και άλλα σωματεία κι όποιους άλλους θελήσουν να χρησιμοποιήσουν το Πανθεσσαλικό - να πληρώσουν για την κάλυψη των εξόδων συντήρησης και αξιοποίησής του.
Φυσικά, ο νομάρχης Μαγνησίας ενεργεί στο πλαίσιο της γενικότερης κυβερνητικής πολιτικής, η οποία επιχειρεί να φορτώσει και το μεταολυμπιακό κόστος των μεγάλων έργων (όσων δεν ξεπουληθούν...) στις πλάτες του ελληνικού λαού, ο οποίος πλήρωσε και το προολυμπιακό κόστος κατασκευής τους. Το αν αυτή η πολιτική περάσει ή όχι, εξαρτάται από το εύρος και την ένταση των λαϊκών αντιδράσεων που πρέπει να εκδηλωθούν, εδώ και τώρα...
Αν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας τέλειωναν τώρα τι θα έμενε στη μνήμη των Ελλήνων από αυτούς; Πρώτον, ότι είναι οι πιο ακριβοί που έγιναν ποτέ, ενώ το λογαριασμό τους τον πληρώνει ένας φτωχός λαός μιας μικρής χώρας. Δεύτερον, ότι είναι οι πιο «στρατιωτικοποιημένοι και αστυνομοκρατούμενοι», καθώς για την ασφάλειά τους χρησιμοποιούνται στρατεύματα του ΝΑΤΟ, ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, το σύνολο, σχεδόν, της Ελληνικής Αστυνομίας και ο πιο σύγχρονος και εξελιγμένος τεχνολογικός εξοπλισμός, όπως το «Ζέπελιν», οι κάμερες παρακολούθησης κ.ά., που χρησιμοποιούνται για την κατασκόπευση και το «φακέλωμα» των Ελλήνων πολιτών, παρά και ενάντια στο ελληνικό Σύνταγμα και τους νόμους. Τρίτον, ότι είναι οι πιο «λερωμένοι», αφού τα κρούσματα ντόπινγκ που έρχονται στην επιφάνεια είναι πολλά και πολύ περισσότερα εκείνα που δεν έγιναν ακόμα γνωστά.
Α, στη μνήμη κάποιων μπορεί να μείνουν και τα «πάρτι της Γιάννας» με τους «Αθάνατους», καθώς σ' ένα απ' αυτά «πήρε φωτιά η Φιλοθέη»...
Κατά τη σαιξπηρική ρήση «ο κόσμος όλος είναι μια σκηνή», ο συγγραφέας καθιστά το μυθ-ιστόρημά του «σκηνή» θέασης των τελευταίων αναλαμπών της παρακμάζουσας συριανής αστικής τάξης, της «μαγευτικής» θεατρικής τέχνης, αλλά και των βασανισμένων περιοδευόντων θιάσων. Ο Μ. Ελευθερίου ανατέμνοντας βαθιά την ψυχοσύνθεση, την κοπιώδη ζωή, την ανασφάλεια, τα όνειρα, τις αδυναμίες, τις ζήλιες των ανθρώπων του θεάτρου, αλλά και το πάθος τους για την τέχνη τους, μέχρι τη στερνή τους ώρα, συνθέτει ένα «μανιφέστο» του ηθοποιού, της τέχνης γενικότερα, εκφράζοντας, κρυμμένος πίσω από το πρόσωπο του Πετρίδη, και τη δική του αγωνία ως δημιουργού να συλλάβει το «μέγα αθέατο» των ανθρώπων.
«Εχουμε συμφέροντα στην Ασία. Εχουμε μία ξεχωριστή, ισχυρή, αναπτυσσόμενη σχέση με την Κίνα και δεν είναι προς το συμφέρον της Αυστραλίας να ξεσπάσει μια σύρραξη μεταξύ Κίνας και Αμερικής», εξηγούσε αργότερα ο Χάουαρντ, προσπαθώντας να «καλύψει» τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του που ξεκίνησε το θέμα. Και ας προκάλεσε εκνευρισμό στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που θύμισε την (απ' το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου) συμφωνία στρατιωτικής συνδρομής Ουάσιγκτον - Καμπέρα.
Ομως, κανείς δε θα πρέπει να ερμηνεύσει μόνον σαν «προεκλογική» την «αδόκιμη» (για τις αμερικανο-αυστραλιανές σχέσεις) δήλωση ανεξαρτησίας της κυβέρνησης Χάουαρντ. Κυρίως, επειδή αντικατοπτρίζει τις διαθέσεις του ισχυρού μεγάλου κεφαλαίου της χώρας, το οποίο αγνοεί και τη διπλωματική, και τη «συμμαχική» διάλεκτο. Γι' αυτό και η ζυγαριά του «ζητήματος», που τέθηκε προ ημερών στην Καμπέρα, κλίνει προς τη μεριά έντασης των ιμπεριαλιστικών διεκδικήσεων...