Πρόκληση αποτελούν τα κυβερνητικά επιχειρήματα περί έλλειψης πόρων, όταν τα δεκάδες τρισεκατομμύρια δραχμές που υφαρπάζονται από τους εργαζόμενους, προσφέρονται στο «πιάτο» της άρχουσας τάξης
Οι κυβερνώντες, εν πάση περιπτώσει, προσπαθούν να εστιάσουν τη συζήτηση στο - υπαρκτό για να λέμε την αλήθεια - θέμα της χρηματοδότησης του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης. Ας μιλήσουμε λοιπόν για τους πόρους. Μια τέτοια συζήτηση όμως, σε επίπεδο της κοινωνίας συνολικά, πρώτα και κύρια αφορά το καθεστώς των εσόδων. Δηλαδή, τους φόρους που εισπράττονται κάθε χρόνο και τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές.
Ενδεικτική είναι και η εικόνα που υπάρχει στον τομέα των εισφορών για την κοινωνική ασφάλιση. Η κυβέρνηση, αποφεύγει να δώσει στη δημοσιότητα καθαρά κι αναλυτικά στοιχεία και περιορίζεται στην απαρίθμηση διαφόρων ποσοστών. Αν πιστέψουμε πάντως τη στατιστική - έστω στο μέτρο της συγκριτικής εξέλιξης των μεγεθών - που χρησιμοποιούν οι Βρετανοί που ακριβοπληρώθηκαν για να καταρτίσουν τη μελέτη για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας, οι εισφορές των εργαζομένων αυξάνονται με σαφώς μεγαλύτερους ρυθμούς από ό,τι οι εργοδοτικές εισφορές (πίνακας 2). Οπως αναφέρεται στην...«Αναλογιστική Επισκόπηση του Ελληνικού Ασφαλιστικού Συστήματος» (σελίδα 25), οι συνολικές εισφορές των εργαζομένων στα Ταμεία Κύριας Ασφάλισης, το 1994 ήταν 485,7 δισεκατομμύρια δραχμές και το 2000 έφτασαν τα 973 δισεκατομμύρια. Την περίοδο, δηλαδή, αυτή, οι εισφορές των εργαζομένων αυξήθηκαν σε ποσοστό 100,3%. Οι εμφανιζόμενες ως εργοδοτικές εισφορές, από 570,5 δισεκατομμύρια το 1994 διαμορφώθηκαν στα 1.020,1 δισεκατομμύρια πέρσι. Αυξήθηκαν, δηλαδή, μόλις 78%! Στην πραγματικότητα η εικόνα είναι ακόμα χειρότερη, αφού ένα μέρος των λεγόμενων «εργοδοτικών εισφορών» πληρώνονται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, στα πλαίσια των μέτρων ενίσχυσης των μεγαλοεπιχειρηματιών. Και δυο παρατηρήσεις. Πρώτον: Ακριβή στοιχεία για τις εισφορές που φέρεται να καταβάλει το δημόσιο στα ταμεία δεν υπάρχουν. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να συσκοτίζεται η κατάσταση και να αποπροσανατολίζονται οι εργαζόμενοι. Δεύτερον: Για να γίνει κατανοητός ο τρόπος που συγκεντρώνονται τα έσοδα των ταμείων και ποιος είναι εκείνος που ακριβώς πληρώνει αυτά τα κονδύλια, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, πως όταν γίνεται λόγος για «εισφορές του δημοσίου», εννοούμε ένα μικρό μέρος των φόρων που πληρώνουν οι εργαζόμενοι, ενώ «εργοδοτικές εισφορές», είναι ένα επίσης μικρό μέρος από την απλήρωτη εργασία των μισθωτών και των άλλων εργαζομένων, που υφαρπάζεται από τους εργοδότες.
Αυτά όλα για τους κυβερνώντες και τους εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου, είναι «ψιλά γράμματα». Γι' αυτούς δεν έχει καμιά απολύτως σημασία το γεγονός ότι το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων πληρώνουν και μάλιστα προκαταβολικά το τεράστιο μερίδιο που τους αναλογεί, είτε σε φόρους, είτε σε κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές. Και είναι φυσικό, αφού τα τρισεκατομμύρια που συνεισφέρουν κάθε χρόνο η εργατική τάξη και οι άλλοι εργαζόμενοι, τελικά είναι ψίχουλα μπροστά στις ορέξεις της ολιγαρχίας για ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Γιατί εδώ που τα λέμε, πόροι υπάρχουν, αλλά βρε αδελφέ, σύμφωνα με τη λογική της κυβέρνησης προορίζονται για... άλλες κοινωνικές ομάδες, την εξής μία: Την πλουτοκρατία. Πολλές κατηγορίες κονδυλίων, πολλές δεκάδες τρισεκατομμύρια δραχμές, μέσα από διάφορους μηχανισμούς περιέρχονται στην κατοχή και χαρίζονται στην οικονομική ολιγαρχία. Εχουμε, λοιπόν, και λέμε:
Οι παραπάνω πόροι, με τους οποίους το κράτος θα μπορούσε να καλύψει τα κλεμμένα κονδύλια από τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων, δεν είναι βεβαίως οι μοναδικοί. Μια απλή και μόνο απαρίθμηση ορισμένων από τα ωφελήματα που είχε η άρχουσα τάξη τα τελευταία χρόνια χάρη στην εφαρμοζόμενη πολιτική, δείχνει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, ποιος αρπάζει τον πλούτο (και τους πόρους) που παράγουν καθημερινά οι εργαζόμενοι με την εργασία τους.
Τα... οικονομικά αποτελέσματα των εκπροσώπων του κεφαλαίου, ο καθένας καταλαβαίνει πως στηρίζονται στη συνεχώς αυξανόμενη εκμετάλλευση των εργαζομένων. Ομως μαζί με τα μέτρα και τα νομοθετήματα που διευκολύνουν και εντείνουν την εκμετάλλευση αυτή, οι λαλίστατοι, περί της έλλειψης πόρων εκπρόσωποι της κυβέρνησης, έχουν προωθήσει μια σειρά πολιτικές που οδηγούν ακριβώς στη μεταφορά πόρων από το δημόσιο κορβανά στις πολυεθνικές και τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Ιδού μόνο οι εντελώς πρόσφατες φορολογικές ρυθμίσεις, που με τη μέθοδο του...«μαγικού ραβδιού», μετατρέπουν τους πόρους (τους φόρους των εργαζομένων δηλαδή) του κρατικού προϋπολογισμού, σε «κινητήρα» και «ενίσχυση» δεκάδων και εκατοντάδων δισεκατομμυρίων για το κεφάλαιο. Οι κυβερνώντες, λοιπόν, αποφάσισαν:
Αυτή είναι εν πολλοίς η εικόνα που υπάρχει με τους πόρους. Γι' αυτό και αποτελεί μέγιστη πρόκληση ακόμα και σε φιλολογικό επίπεδο, να υποστηρίζεται η άποψη πως είναι δυνατόν πέρα από το κράτος και την εργοδοσία να πληρώσει οποιοσδήποτε άλλος τα σπασμένα της κοινωνικής ασφάλισης. Και βέβαια, ο κατάλογος με το όργιο που έχει γίνει προκειμένου να ενισχυθεί το μεγάλο κεφάλαιο, δεν παίρνει τέλος με τα παραπάνω. Αντίθετα. Οσο σκαλίζεται το θέμα, τόσο περισσότερο αναδύεται η μυρωδιά - η μπόχα - του ίδιου του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Ενός συστήματος που θέλει τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, να στενάζει και να αιμορραγεί κάτω από τις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης και του κεφαλαίου, το οποίο από τη φύση του είναι τόσο αδηφάγο, που μόνο η ίδια η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα μπορούν, με τη δική τους πυγμή και τους συνεχείς αγώνες, να θέσουν φραγμό στις ορέξεις του και στην κυριαρχία του.