ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 14 Μάρτη 2017
Σελ. /24
Αλληλεγγύη, αγωνιστικοί δεσμοί και αυτοκριτική

Το να γράφουμε διθυράμβους και να ευλογούμε τα γένια μας είναι σπατάλη χαρτιού και μελάνης. Το ηθικό μας δεν είναι στα καλύτερά του με τόση δυστυχία που υπομένουμε οι ίδιοι, που βλέπουμε δίπλα μας και που βιώνουν οι άνθρωποι στους απανταχού πολέμους. Γιατί στον άλλο πόλεμο, τον ταξικό, χάνουμε, τόσο στη χώρα μας, όσο και παγκοσμίως. Για τα 100 του χρόνια, το Κόμμα έθεσε βασικό καθήκον «να πετύχουμε άλμα στην κομματική οικοδόμηση και στην ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ και πολιτική του ισχυροποίηση»-69. Γι' αυτή την ιδεολογική ισχυροποίηση μελέτησα για πρώτη φορά τις Θέσεις του Κόμματος και αφιέρωσα πολλές ώρες σκέψης, ένα απλό - όλα τα χρόνια συνεπέστατος στην κάλπη ωστόσο - κύτταρο του ιστορικού μας ΚΚΕ.

Για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (36):

«....το αστικό πολιτικό σύστημα διαθέτει ακόμα δυνατότητες να κλείνει ρωγμές, στο βαθμό που το κίνημα δεν το απειλεί με την οργάνωσή του, τη μαζικότητά του και την κατεύθυνση της πάλης του». Και το σύστημα εμφανίζει σε περιόδους κρίσης ουκ ολίγες ρωγμές: Στρατιές ανέργων, πτωχών υποαμειβόμενων εργαζομένων, καραβάνια εξαναγκασμένων μεταναστευτικών ροών... Οι Θέσεις καταγγέλλουν τη συμπαιγνία της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που καλείται να πασαλείψει αυτές τις ρωγμές. Παρόλο όμως που αναγνωρίζουν την ύπαρξη «λαϊκής αλληλεγγύης και γνήσιας εθελοντικής προσφοράς», δεν προτείνουν τις οργανωτικές εκείνες δομές μέσω των οποίων θα εκδηλωθεί αυτή η αλληλεγγύη και προσφορά. Οι επιτροπές αλληλεγγύης, την ίδρυση των οποίων εξήγγειλε το Κόμμα (ή το ΠΑΜΕ;), έμειναν ουσιαστικά σε επίπεδο εξαγγελίας. Ενώ οι συγκεντρώσεις τροφίμων με τη συλλογική παράδοσή τους σε χώρους φιλοξενίας προσφύγων δεν είχαν κανένα πολιτικό αντίκτυπο στο Κόμμα, αφού δεν διαφοροποιούνταν σε τίποτα από αντίστοιχες πρωτοβουλίες και της τελευταίας σχολικής επιτροπής.

Εχουμε εκχωρήσει άκριτα, στο όνομα των περιορισμένων δυνάμεών μας, όλες αυτές τις δράσεις στην εκκλησία, στους αναρχικούς, στους ακροδεξιούς και στους απλούς πολίτες που γίνονται βορά των τριών προηγούμενων. Ξεχνάμε ότι για να μας ακούσει ο πεινασμένος πρέπει πρώτα να γεμίσει το στομάχι του. Οτι, για να πάρουμε τον άνεργο από την απόγνωση και τη Χρυσή Αυγή, θα πρέπει τουλάχιστον πρώτα να νιώσει ότι κατανοούμε το πρόβλημα του, ότι ανθρώπινα τον νοιαζόμαστε, δίνοντάς του και εκείνες τις πολιτικές εξηγήσεις που θα απενοχοποιήσουν τον ίδιο από την ευθύνη της κακιάς του μοίρας. Εχουμε ξεχάσει, μήπως, ότι πριν από τη σκλαβιά «το ΕΑΜ μας έσωσε από την πείνα»;

Στην πάλη για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος (49) διαβάζουμε: «Βασικό κριτήριο της καθοδηγητικής μας δουλειάς πρέπει να είναι η διατήρηση αγωνιστικών δεσμών με όσους και όσες θέλουν να αντισταθούν, ανεξάρτητα από το σημερινό επίπεδο κατανόησης και αποδοχής του συνόλου των θέσεών μας. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει υποχώρηση από το καθήκον της ανάδειξης των πραγματικών αιτιών των προβλημάτων...». Στη θέση των αγωνιστικών δεσμών θα έβαζα κοινωνικών δεσμών. Πρώτον γιατί δεν καταλαβαίνω το περιεχόμενο αυτής της έκφρασης στις αντεπαναστατικές συνθήκες και κλίμα που ζούμε, και δεύτερον γιατί θεωρώ αυτούς τους δεσμούς ως παρεπόμενους των κοινωνικών/ανθρώπινων δεσμών.

Πριν από μέλη ή φίλοι του Κόμματος είμαστε μέλη αυτής της κοινωνίας, μοναδικοί, ωστόσο, με βάση την ιστορία και κατασκευή του εγκεφάλου του ο καθένας μας. Ολοι όμως είμαστε και μέλη κάποιας κοινωνικής ομάδας, που έχει τις δικές της νόρμες και κώδικες λειτουργίας και αξιολόγησης. Ως μέλη αυτών των κοινωνικών ομάδων (χώρος εργασίας, κοινωνικός κύκλος, γειτονιά κτλ.) θα πρέπει να είμαστε πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς. Να επιδιώκουμε την κοινωνική συναναστροφή, πρωτευόντως για να απολαμβάνουμε απλά την ανθρώπινη παρέα. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως ...επαναστατική πράξη η συναναστροφή με κάποιον-αν και η ακύρωση του αποκλεισμού και της μοναξιάς, που είναι ενσυνείδητος πολυμηχανεμένος στόχος της αστικής τάξης. Η αποδοχή από το κοντινό μας περιβάλλον και η διατήρηση όσο το δυνατόν πιο στενών ανθρώπινων σχέσεων με τους ανθρώπους του περιβάλλοντος αυτού, αποτελεί την «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση για να έχουμε ανοιχτά αυτιά, που θα μας ακούνε, απέναντί μας, όταν αναδεικνύουμε τα πραγματικά αίτια των κοινών μας προβλημάτων.

Δεν υπάρχει κεφάλαιο στις Θέσεις που να μην εμπεριέχει ένα αρνητικό σχόλιο για τη δουλειά που έχει γίνει ή γίνεται. Π.χ.:

«(το καθήκον αυτό) δεν έχει την ανάλογη προτεραιότητα στην δουλειά μας»-69, «συναντούμε δυσκολίες στην εφαρμογή του καθήκοντος...»-70, «έχουν γίνει ορισμένα βήματα, αλλά παραμένουν σοβαρές καθυστερήσεις»-71, «απαιτείται ένα πιο ολοκληρωμένο, ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό σχέδιο παρέμβασης»-72, «δεν έχει ακόμα κατακτηθεί ενιαία αντίληψη για τη σημασία της (τέχνης), ως αναπόσπαστης οργανικής πλευράς της λειτουργίας και δράσης όλου του κόμματος»-73.

Αποκορύφωμα των παραπάνω βρίσκουμε στην «συνολική συνοπτική εκτίμηση της απόδοσης της ΚΕ», όπου ενώ εκτίθεται ο θετικός απολογισμός της (80), στην συνέχεια (81) βρίσκουμε διατυπώσεις όπως «αναντιστοιχία των μεγάλων στόχων της στρατηγικής που έχουμε χαράξει με το επίπεδο της καθοδηγητικής μας δουλειάς», σελ.102, «ο εμπειρισμός, η στενότητα αντιλήψεων, η μονομέρεια, εξακολουθούν να είναι αρνητικά χαρακτηριστικά στην καθημερινή μας δράση», σελ.103. Επίσης, ειδικά για τον «Ριζοσπάστη», «...απέχουμε πολύ ακόμα από την ανάγκη να καθιερωθεί ως καθημερινός οδηγός για δράση. Χρειάζεται να γίνουν ακόμα περισσότερα βήματα, για τη βελτίωση του περιεχομένου του, τη δυνατότητα να δίνει καθημερινά με εύστοχο τρόπο την ιδεολογική-πολιτική διαπάλη, να προβάλλει και να εκλαϊκεύει την πολιτική του Κόμματος...».

Οι περισσότεροι εκλαμβάνουν αυτή τη στάση ως τίμια αυτοκριτική ή/και ως επισημάνσεις με στόχο την περαιτέρω βελτίωση μας. Οταν όμως αυτό το πνεύμα της αυτοκριτικής, ηττοπάθειας, γκρίνιας διαπερνά όλο το κείμενο των Θέσεων, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν βοηθά στη διαμόρφωση αγωνιστικού πνεύματος στις τάξεις μας. Εχουμε πόλεμο και για κάποιο λόγο απλώνουμε στον ταξικό εχθρό μας όλες τις αδυναμίες μας. Εχουμε πόλεμο μ' έναν εχθρό που έχει όπλα μαζικής καταστροφής/κοινωνικού ελέγχου, όλες τις επιστήμες του ανθρώπου (οργάνωση εργασίας, νευρο-ψυχολογία, μαζική επικοινωνία, κοινωνική μηχανική, φιλοσοφία, κ.λπ.), ενώ εμείς αγωνιζόμαστε με τα ...καριοφίλια της «πρόσωπο με πρόσωπο» συζήτησης. Θλίβομαι όταν βλέπω αγωνιστές-ίστριες να «αυτοκαταγγέλλονται» ως υπεύθυνοι (γιατί δεν μελέτησαν αρκετά ή δεν δούλεψαν περισσότερο), τη στιγμή που αφιερώνουν μέχρι και δώδεκα ώρες το 24ωρο σε κομματικά καθήκοντα. Φοβάμαι μήπως η τόση αυτοκριτική, μεσοπρόθεσμα, «ακυρώσει» το κεφάλαιο γενναιοδωρίας και προσφοράς που διαθέτουμε ως ελληνική κοινωνία.


Γιάννης Κοσμαράς
ΚΟΒ Υπηρεσιών-Τραπεζών, Θεσσαλονίκη


Μερικές σκέψεις πάνω στις Θέσεις της ΚΕ για το 20ό Συνέδριο του Κόμματος

Αναμφισβήτητα, το 20ό Συνέδριο του Κόμματος πραγματοποιείται κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες για το εργατικό και λαϊκό κίνημα σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Η συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση και η εντεινόμενη εξαθλίωση ευρύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων βυθίζουν μεγάλο μέρος τους στην απελπισία και την απογοήτευση, υπονομεύοντας τις όποιες αγωνιστικές διαθέσεις είχαν εκφραστεί κατά την περίοδο των κινητοποιήσεων του 2009-2011. Παράλληλα, εντείνεται η συντηρητικοποίηση και αντιδραστικοποίηση σημαντικού τμήματος της κοινωνίας και ιδιαίτερα μικροαστικών στρωμάτων, η οποία σε ακραία μορφή εκφράζεται με την άνοδο του νεοφασισμού και του πρωτόγονου εθνικισμού. Η συγκεκριμένη κατάσταση δυσχεραίνει σημαντικά την παρέμβαση του Κόμματος, κάτι που αποτυπώνεται και στις συσπειρώσεις που οικοδομούμε μέσα στο κίνημα, φιλοδοξώντας να αποτελέσουν τα φύτρα της Λαϊκής Συμμαχίας: παρά τη διατήρηση της εκλογικής μας δύναμης σε αρκετές αρχαιρεσίες πρωτοβάθμιων σωματείων, η ενεργός συμμετοχή συναδέλφων εκτός της στενής κομματικής επιρροής στις επιτροπές του ΠΑΜΕ και τις Λαϊκές Επιτροπές φαίνεται μειωμένη συγκριτικά με ό,τι ίσχυε πριν από μερικά χρόνια.

Εκτίμησή μου είναι πως οι στόχοι που θέτουν οι «Θέσεις» δεν συμβάλλουν στο ξεπέρασμα των προαναφερόμενων δυσκολιών και τη συσπείρωση στη Λαϊκή Συμμαχία ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Ειδικότερα, όσον αφορά την ΠΑΣΕΒΕ, σωστά επισημαίνεται η αναγκαιότητα συσπείρωσης σε αυτήν στη βάση αντιμονοπωλιακών αιτημάτων. Ωστόσο, αντί να επιδιώκεται η διεύρυνση της κοινωνικής της βάσης, οι «Θέσεις» θεωρούν επαρκή τον περιορισμό της στα φτωχότερα (σε διαδικασία προλεταριοποίησης) μεσαία στρώματα. Κάτι τέτοιο, εκ των πραγμάτων, υποβαθμίζει την παρέμβασή μας σε εκείνα τα τμήματά τους που βρίσκονται σε μια σχετικά καλύτερη (αλλά πάντα επαπειλούμενη σε συνθήκες κρίσης) θέση, κάτι που δυσχεραίνει το κέρδισμα ή, τουλάχιστον, την ουδετεροποίησή τους σε ενδεχόμενη επαναστατική κατάσταση.

Στη συγκρότηση της Λαϊκής Συμμαχίας μπορεί να συμβάλει σημαντικά η προβολή διεκδικήσεων που θα λειτουργούν ως αιτήματα - «κρίκοι», συνδέοντας διαλεκτικά το ειδικό (ιδιαίτερο πρόβλημα) με το γενικό (ζήτημα εξουσίας). Τέτοιου είδους διεκδίκηση κατά την έναρξη της πολιτικής των μνημονίων, αποτελούσε η κατάργηση του ΕΕΤΗΔΕ (χαράτσι), που συνδυαζόταν με άμεσες, δυναμικές και με σημαντική απήχηση μορφές δράσης, όπως οι επανασυνδέσεις των παροχών ηλεκτρικού ρεύματος, πρωτοβουλίες που καταξίωναν το Κόμμα, το ΠΑΜΕ και τις Λαϊκές Επιτροπές, φέρνοντάς τα σε επαφή με μάζες έξω από τον κύκλο της στενής επιρροής τους. Σήμερα, σε ανάλογης σημασίας μέτωπα πάλης θα μπορούσαν να αναδειχθούν η αποτροπή των ιδιωτικοποιήσεων της εναπομείνασας δημόσιας περιουσίας, η αναχαίτιση της φοροεπιδρομής, η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας και της Υγείας, το αντιπολεμικό - αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Μια τέτοια, ακολουθούμενη με συνέπεια, τακτική μπορεί να εγγυηθεί την προσέγγιση ευρύτατων μαζών, πολιτικά άπειρων και ιδεολογικά ανώριμων, ώστε, σε συνδυασμό πάντα με τη συνειδητή παρέμβασή μας, να πειστούν από την ίδια την εμπειρία τους για την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Θεωρώ πως ένα τέτοιο σκεπτικό απουσιάζει από τον προβληματισμό των «Θέσεων».

Με ανάλογα προβληματικό τρόπο τίθεται και το ζήτημα της αποδέσμευσης από την ΕΕ, για την οποία ως αναγκαία προϋπόθεση θεωρείται η επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Εδώ παραβλέπονται δυο παράγοντες:

Πρώτον, οι αυξανόμενες αντι-ΕΕ διαθέσεις σε ευρύτερα εργατικά και άλλα λαϊκά στρώματα, το κυριολεκτικό κουρέλιασμα του «ευρωπαϊκού οράματος» στη συνείδησή τους. Μεγάλο μέρος αυτού του κόσμου σήμερα είναι, πιθανότατα, έτοιμο να αποδεχθεί ως άμεσο στόχο πάλης την αποδέσμευση, όχι όμως, ακόμη, και την αναγκαιότητα της εργατικής - λαϊκής εξουσίας. Η επιμονή μας στην παραπάνω θέση ουσιαστικά σημαίνει πως απαιτούμε από ανώριμες πολιτικά μάζες, που μόλις έχουν κάνει στη συνείδησή τους ένα πρώτο δειλό και διστακτικό βήμα, να πραγματοποιήσουν ταυτόχρονα και ένα σοβαρότατο άλμα, αποδεχόμενες έναν προωθημένο πολιτικό στόχο, του οποίου η υιοθέτηση απαιτεί επίμονη, πολύχρονη και πολύμορφη παρέμβαση. Αντίθετα, η σταθερή προβολή του στόχου της αποδέσμευσης ως αιτήματος ανταποκρινόμενου στο σημερινό επίπεδο πολιτικής ωριμότητας των μαζών, μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην ανάδειξη του Κόμματος σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη του αντιμονοπωλιακού - αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, σε μια προοπτική μπολιάσματός του με επαναστατικά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.

Δεύτερον, στις «Θέσεις» αποσιωπάται ακόμη και η ελλιπής διαπίστωση του 19ου Συνεδρίου για «ισχυρές ανισότιμες εξαρτήσεις της Ελλάδας από ΗΠΑ και ΕΕ», ενώ παραλείπεται κάθε αναφορά στη θέση της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ωστόσο, η πρόσδεση στην ΕΕ αποτελεί βασική στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης, αποδεκτή από όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα του αστικού πολιτικού φάσματος· στοιχείο ενδεικτικό, μεταξύ άλλων, του εξαρτημένου χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Και αυτό, γιατί το ελληνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο γνωρίζει πως η προώθηση των αναγκαίων για την αναπαραγωγή της ταξικής του κυριαρχίας αναδιαρθρώσεων είναι δύσκολη χωρίς την προστατευτική «ασπίδα» των μηχανισμών της ΕΕ, φυσικά, με το ανάλογο κόστος στην οικονομική του βάση και τα εθνικά κυριαρχικά του δικαιώματα. Αυτός είναι και ο λόγος που ακόμη και ισχυρά τμήματα της ελληνικής χρηματιστικής ολιγαρχίας, όπως το τραπεζικό κεφάλαιο, αλλά και το ελληνικό αστικό κράτος, αποδέχονται τους βαρύτατους όρους που κατά καιρούς επιβάλλονται από το ευρωενωσιακό διευθυντήριο, ουσιαστικά από τον κυρίαρχο σε αυτό γερμανικό ιμπεριαλισμό. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η επιβαλλόμενη συρρίκνωση των ελληνικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο εξωτερικό (βλ. τραπεζικές επενδύσεις στα Βαλκάνια και την Τουρκία) και η περαιτέρω υπαγωγή της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, μέσω των μνημονίων, στον έλεγχο της ΕΕ και του ΔΝΤ, στα οποία καθοριστικό ρόλο επιτελούν ο γερμανικός και ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός αντίστοιχα. Και όλα αυτά, εννοείται, με τις «ευλογίες» της αστικής μας τάξης, που ιστορικά ποτέ δεν είχε πρόβλημα να κάνει «εκπτώσεις» στον «πατριωτισμό» της χάριν της διασφάλισης της ταξικής της κυριαρχίας.

Επομένως, η αποδέσμευση από την ΕΕ με όρους κινήματος θα μπορούσε να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για το ελληνικό αστικό καθεστώς, φέρνοντας πιο κοντά το στόχο της επαναστατικής ανατροπής του, αφού θα έχει στερηθεί ενός εκ των βασικών διεθνών του στηριγμάτων. Αντίθετα, η μετάθεση της αποδέσμευσης εν αναμονή της ωρίμανσης των συνθηκών για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης κρύβει έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο: την υποτίμηση των όποιων αντιιμπεριαλιστικών διαθέσεων στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης «επαναστατικής καθαρότητας», με κόστος την πολιτική μας απομόνωση από τις μάζες. Η συλλήβδην υπαγωγή των κάθε είδους αντι-ΕΕ διαθέσεων στο ρεύμα του λεγόμενου «ευρωσκεπτικισμού» κρύβει μια υποτίμηση ασυγχώρητη για ένα λενινιστικό κόμμα «νέου τύπου», που θα έπρεπε να αξιοποιεί σε επαναστατική κατεύθυνση τα όποια ρήγματα στη συνείδηση των μαζών. Ας μην ξεχνάμε, σύντροφοι, πως η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος διδάσκει πως το διαλεκτικό πάντρεμα της επαναστατικής στρατηγικής με την ορθή τακτική που κάθε φορά υπαγόρευαν οι περιστάσεις, αποτελούσε πάντα μία από τις βασικότερες προϋποθέσεις των νικηφόρων εξορμήσεών του.


Γιώργος Δουλόπουλος
ΚΟΒ Καθηγητών, ΤΟ Ηρακλείου



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ