Κατατέθηκε την Τετάρτη στη Βουλή από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Κόμματος
Το ίδιο το σκεπτικό της πρότασης νόμου αποκαλύπτει τους πραγματικούς πολιτικούς ενόχους για τη διαχρονική επίθεση στα αποθεματικά των Ταμείων και στα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Η συζήτηση στη Βουλή που θα ακολουθήσει και οι τοποθετήσεις των κομμάτων απέναντι στην πρόταση του ΚΚΕ πρέπει να αποτελέσουν κριτήριο για τους εργαζόμενους, να καθορίσουν τη στάση τους και εκλογικά απέναντι σε όσους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ευθύνονται ή στηρίζουν την αντιασφαλιστική επίθεση, το τζογάρισμα και την κλοπή των αποθεματικών των Ταμείων.
Οπως σημειώνει η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ και στην αιτιολογική έκθεση επί της αρχής, με την πρόταση νόμου απαιτείται η κάλυψη των απωλειών που είχαν τα ασφαλιστικά ταμεία από το 1950 μέχρι σήμερα, αφού το ΚΚΕ «δεν περιορίζεται επιλεκτικά στις απώλειες κάποιων περιόδων, ούτε αποδέχεται τη λογική των συμψηφισμών και των παραγραφών, αλλά αντιμετωπίζει συνολικά το πρόβλημα».
«Σε όλη αυτήν την ιστορική διαδρομή οι μορφές άλλαζαν, η αφαίμαξη όμως συνεχιζόταν και πάντα ίδιοι ήταν οι χαμένοι και ίδιοι οι κερδισμένοι. Οι μόνιμα χαμένοι ήταν τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων και συνεπώς οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι, οι μόνιμα κερδισμένοι από αυτήν την πολιτική ήταν οι μεγάλες επιχειρήσεις και το μεγάλο κεφάλαιο», σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση, όπου η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ παραθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα για τη διαχρονική ληστεία:
«Βάση της πολιτικής απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία όλη αυτήν την περίοδο ήταν η προώθηση της λογικής του κεφαλαιοποιητικού συστήματος που ελαχιστοποιεί τη συμμετοχή του κράτους και της εργοδοσίας και μεταφέρει τα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων», σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση και με έμφαση τονίζεται ότι ήδη «προετοιμάζεται το έδαφος για την πιο αποφασιστική προώθηση της "Στρατηγικής της Λισαβόνας", που έχει αποφασιστεί στην ΕΕ με τη σύμφωνη γνώμη και των κυβερνήσεων της χώρας μας για παράταση του εργάσιμου βίου, προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης και μείωση των παροχών». Για τους λόγους αυτούς, το ΚΚΕ δε διαχωρίζει το πρόβλημα της διαχείρισης των αποθεματικών από τις γενικότερες αλλαγές, που προωθούνται στην Κοινωνική Ασφάλιση.
Το ΚΚΕ ξεκαθαρίζει ότι το κόστος από τα μέτρα αυτά, γενικότερα η ενίσχυση της χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης, πρέπει να βαρύνει το κράτος και την εργοδοσία, ιδιαίτερα το μεγάλο κεφάλαιο σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων και την κατάργηση των φορολογικών και άλλων προνομίων.
«Το μεγάλο κεφάλαιο κερδίζει χρόνια από την εισφοροδιαφυγή, κέρδισε, σε τελική ανάλυση, από την αφαίμαξη των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και αυτό πρέπει να πληρώσει. Ο ισχυρισμός ότι η οικονομία δεν αντέχει καταρρίπτεται από τη διευρυνόμενη και προκλητική αύξηση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και από τα κίνητρα που έχουν δοθεί όλα αυτά τα χρόνια τόσο από τη σημερινή όσο και τις προηγούμενες κυβερνήσεις», καταλήγει η αιτιολογική έκθεση επί της αρχής.
Υπενθυμίζεται ότι η συγκεκριμένη πρόταση νόμου αποτελεί την τρίτη κατά σειρά ανάλογη παρέμβαση στην παρούσα Βουλή. Εχουν προηγηθεί τον Ιούνη του 2006 η κατάθεση πρότασης νόμου για την ουσιαστική προστασία των ανέργων και τον Μάρτη του 2006 για τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και το δικαίωμα στην απεργία.
1. Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται εντός τριετίας από τη δημοσίευση του παρόντος και σε ετήσιες ισόποσες δόσεις να καταβάλει στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, πλήρη αποζημίωση για τις απώλειες που υπέστησαν από τη δέσμευση των διαθεσίμων κεφαλαίων τους κατ' εφαρμογή του α.ν.1611/1950, από το έτος 1951 μέχρι σήμερα.
2. Ως μέτρο για τον προσδιορισμό της πιο πάνω απώλειας των ασφαλιστικών οργανισμών λαμβάνεται υπ' όψη η διαφορά που προκύπτει από το επιτόκιο καταθέσεων των διαθεσίμων των ασφαλιστικών οργανισμών και το ανώτατο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου ή καταθέσεων των τραπεζών.
Αρθρο 2ο
Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει να καταβάλει έντοκα εντός εξαμήνου στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης τα ποσά που διέθεσαν για την αγορά των «δομημένων ομολόγων», καθώς και να καλύψει κάθε άλλη ζημιά που έχουν υποστεί.
Αρθρο 3ο
Τα διαθέσιμα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης τοποθετούνται μόνον σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, μη διαπραγματεύσιμους, με εγγυημένη απόδοση η οποία θα υπερκαλύπτει το ύψος του πληθωρισμού, και με επιτόκιο που θα είναι τουλάχιστον ίσο με το ανώτατο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου, χωρίς τη μεσολάβηση οποιουδήποτε τρίτου.
Κάθε αντίθετη διάταξη που επιτρέπει την τοποθέτηση των διαθέσιμων κεφαλαίων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης σε μετοχές ή άλλου είδους χρηματοοικονομικά προϊόντα ή τίτλους καταργείται.
Αρθρο 4ο
Με τη δημοσίευση του παρόντος οι μετοχές, καθώς και τα άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντων που κατέχουν οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης μεταβιβάζονται με πώληση στην τρέχουσα τιμή στο Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς καμία επιβάρυνση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από φόρους, τέλη, δικαιώματα τρίτων κλπ. Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται εντός τριετίας και σε ετήσιες ισόποσες δόσεις να καταβάλει στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης πλήρη αποζημίωση για τις ζημιές που υπέστησαν από την αγορά μετοχών ή οποιουδήποτε άλλου είδους χρηματοοικονομικών προϊόντων, σε σχέση με την τιμή αγοράς και την τρέχουσα τιμή του.
Αρθρο 5ο
Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται εντός τριετίας από τη δημοσίευση του παρόντος και σε ετήσιες ισόποσες δόσεις να καταβάλει έντοκα και στο σύνολό της στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, την οφειλόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 2084/1992, αλλά μη καταβληθείσα συμμετοχή του κράτους στα πλαίσια της τριμερούς χρηματοδότησης των εισφορών των ασφαλισμένων από 1.1.1993.
Αρθρο 6ο
Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος κάθε οφειλή του από μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών που οφείλει ως εργοδότης, καθώς και από την παρακράτηση προβλεπομένων από τη νομοθεσία πόρων αλλά μη αποδοθέντων. Τα αρμόδια υπουργεία οφείλουν να πάρουν όλα τα μέτρα για την άμεση και ολοσχερή καταβολή των οφειλών των ιδιωτών εργοδοτών τόσο για τις εισφορές που βαρύνουν τους ίδιους, όσο και τις εισφορές των εργαζομένων που έχουν παρακρατήσει αλλά δεν έχουν αποδώσει, στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
Αρθρο 7ο
Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτοί ορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, δικαιούνται πλήρη σύνταξη γήρατος από τα ασφαλιστικά ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης στα οποία υπάγονται:
Α) Με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους οι άνδρες και του 55ου έτους της ηλικίας τους οι γυναίκες. Για τους εργαζόμενους που εργάζονται στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα το όριο αυτό είναι 55 και 50 χρόνια, αντίστοιχα.
Β) Ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας με τη συμπλήρωση 30 χρόνων ασφάλισης ή 9.000 ημερών ασφάλισης.
Οι εργαζόμενοι κατοχυρώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα εφόσον συμπληρώνουν χρόνο ασφάλισης 4.050 ημερών.
Τυχόν ισχύουσες ευνοϊκότερες ειδικές διατάξεις για τους ασφαλισμένους εξακολουθούν να εφαρμόζονται.
Αρθρο 8ο
Το ύψος της πλήρους σύνταξης καθορίζεται στο 80% των τελευταίων, πριν τη συνταξιοδότηση, συνολικών μηνιαίων αποδοχών.
Αρθρο 9ο
Οι εργαζόμενοι απαλλάσσονται από την καταβολή εισφορών για τον κλάδο υγείας - πρόνοιας και απολαμβάνουν δωρεάν τις παροχές αυτού του κλάδου από το δημόσιο σύστημα υγείας.
Αρθρο 10ο
Κάθε διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος καταργείται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επί μέρους διατάξεις του.
Αρθρο 11ο
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επί μέρους διατάξεις του.