***
Ετσι εκείνο το περιβόητο σύνθημα "στις 18 σοσιαλισμός", που ακουγόταν από τα προεκλογικά μπαλκόνια του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβρη του 1981, αποδείχτηκε ότι ήταν το παρασύνθημα του δικομματισμού για την ακόμα μεγαλύτερη πρόσδεση της χώρας στο άρμα της εξάρτησης, για τη βαθύτερη υπαγωγή του λαού στο τούνελ της λιτότητας, για την κατάλυση δημοκρατικών και κοινωνικών ελευθεριών στο όνομα των "αντιδεξιών" κηρυγμάτων.
Μνημειώδεις "ενσαρκώσεις" της 3ης του Σεπτέμβρη και του "σοσιαλισμού" της δεκαετίας του '80 υπήρξαν τα "φεύγουν οι βάσεις... που μένουν", τα "σταθεροποιητικά" προγράμματα, τα πραξικοπήματα στη ΓΣΕΕ και τα άρθρα 4, τα ιδεώδη των "νέων τζακιών", η όσμωση των σκανδάλων που έδωσαν τη θέση τους σε δηλώσεις "έκανε ένα δωράκι στον εαυτό του" και ούτω καθεξής.
***
Είναι απόλυτα εξηγήσιμη η μετάβαση από τις πομφόλυγες περί "μη προνομιούχων", στα κηρύγματα περί "νέων τζακιών" και στα σημερινά παραμύθια περί "εχόντων και κατεχόντων", στους οποίους - κατά το "εκσυγχρονιστικό" πλέον ΠΑΣΟΚ - ανήκουν οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι αγρότες, οι άνεργοι, οι εκπαιδευτικοί... Η μετάβαση από το φόρτωμα των χρεών των βιομηχάνων στις πλάτες του λαού, στην πολιτική του ξεπουλήματος και της παράδοσης της παραγωγικής βάσης της χώρας στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου.
Είναι, σαφώς, προέκταση του ίδιου δρόμου η πορεία του ΠΑΣΟΚ, που πέρασε από τα "καταναλώνουμε περισσότερο από όσα παράγουμε" και "το κόστος της αποχώρησης είναι μεγαλύτερο από το κόστος της ένταξης στην ΕΟΚ", στη σημερινή ευρωλυγούρικη τρομοκρατία που απειλεί ότι "ή θα υποταχθούμε στην ΟΝΕ ή θα καταστραφούμε".
Τελικά, ο αντικομμουνισμός του Σημίτη, που ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορεί το ΚΚΕ πως ακολουθεί "παράλληλη πορεία" με τον Λεπέν (!), επειδή το Κόμμα δε συναινεί στη συμπαιγνία του "κοινωνικού διαλόγου", στην υποταγή και την εξάρτηση της χώρας από τις πολυεθνικές και τους ιμπεριαλιστές, είναι κληροδότημα του παπανδρεϊκού αντικομμουνισμού, που διατεινόταν ότι θα θέσει... "τέρμα στην ασυλία του ΚΚΕ"!
***
Ολο και πιο εύκολα αυτοαποκαλύπτεται ως φορέας του "κοινωνικού φραγγελίου", του αυταρχισμού, του δολιοφθορέα τρακτέρ και ως μηχανισμός διεκπεραίωσης των συμφερόντων της ολιγαρχίας. Γι' αυτό και σήμερα, 23 χρόνια από την 3η Σεπτέμβρη του 1974, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να γιορτάσει την επέτειό του περιφέροντας το "έμβλημά" του. Το "έμβλημα" της χειρότερης κυβέρνησης που έχει γνωρίσει ο τόπος από τη μεταπολίτευση.
Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
Τη νύχτα 2 προς 3 Σεπτέμβρη του 1843, στρατιωτικές δυνάμεις με επικεφαλής το συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη περικύκλωσαν τα ανάκτορα. Αίτημα των στασιαστών προς το μονάρχη Οθωνα ήταν ο εκδημοκρατισμός του υφιστάμενου καθεστώτος της απόλυτης μοναρχίας με τη θέσπιση Συντάγματος. Για να πετύχουν τους σκοπούς τους οι στασιαστές πήραν όσα μέτρα χρειάζονταν. Εθεσαν υπό κράτηση τους υπουργούς της κυβέρνησης, τοποθετήθηκαν φρουρές σε βασικά δημόσια ιδρύματα (Δημόσιο Ταμείο, Νομισματοκοπείο, Εθνική Τράπεζα). Ταυτόχρονα, οι πολιτικοί αρχηγοί του κινήματος συγκάλεσαν το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), όπου λήφτηκαν οι εξής αποφάσεις: Ψηφίστηκε διακήρυξη προς το λαό που αναγνώριζε το κίνημα και συντάχθηκε αναφορά προς το βασιλιά με το αίτημα της παραχώρησης του Συντάγματος. Επίσης το ΣτΕ ψήφισε διατάγματα για σύγκλιση της Εθνοσυνέλευσης μέσα σε διάστημα 30 ημερών, για παύση της κυβέρνησης και διορισμό προσωρινής κ.ο.κ.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης του Σεπτέμβρη επιτροπή από τους Γ. Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομιχάλη, Γ. Αινιάνα, Γ. Ψύλλα, Α. Λόντο και το γραμματέα του ΣτΕ, Κ. Προβελέγγιο, με τη συνοδεία του στρατού έφτασε στην πλατεία των ανακτόρων και παρουσίασε τις αποφάσεις του Συμβουλίου στον Οθωνα, ζητώντας να τις αποδεχτεί. Ο μονάρχης ύστερα από ασθενική αντίσταση δέχτηκε τελικά τις απαιτήσεις του συνταγματικού κινήματος.
Το συνταγματικό κίνημα της 3ης του Σεπτέμβρη 1843 δεν ήταν φυσικά κεραυνός εν αιθρία. Το αίτημα για θέσπιση Συντάγματος συγκινούσε ευρύτερες μάζες και υπήρξε πόθος και στόχος του λαού από τον καιρό της Επανάστασης του 1821. Ενας πόθος που θέριευε ακόμη πιο πολύ λόγω του βάναυσου ξενικού καθεστώτος που εγκαθίδρυσαν, μετά την επανάσταση, στη χώρα οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία), αφού δεν επρόκειτο απλά για την "ελέω θεού μοναρχία" αλλά για κάτι πολύ περισσότερο: Η χώρα ήταν ξένο προτεκτοράτο, ο μονάρχης και η κυβέρνησή του αλλοεθνείς, με αποτέλεσμα το λαϊκό μίσος ενάντια σ' αυτή την εξουσία να είναι ακόμη πιο ισχυρό, γεγονός που φαίνεται στα λαϊκά τραγούδια της εποχής, όπως το παρακάτω:
"Εως πότε η ξένη ακρίδα
έως πότε κουφός βαβαρός
θα βυζαίνει τη δόλια πατρίδα
σηκωθείτε αδέλφια, εμπρός"
Οι συνωμοτικές προετοιμασίες για το συνταγματικό κίνημα είχαν αρχίσει πολύ πριν την εκδήλωσή του. Πρωταγωνιστικό δε ρόλο σ' αυτές έπαιξε ο αγωνιστής της Επανάστασης του '21, Ι. Μακρυγιάννης, ο οποίος δίνει αρκετές για το θέμα πληροφορίες στα απομνημονεύματά του, διανθισμένες με περιαυτολογίες που συχνά λειτουργούν σε βάρος της αξίας του ιστορικού υλικού, αφού είναι δύσκολο να διαγνωστεί το αντικειμενικά - ιστορικά αληθινό. Εν τούτοις, έστω κι έτσι, από τον Μακρυγιάννη μαθαίνουμε ότι το κίνημα είχε στις γραμμές του στρατιωτικούς και πολιτικούς και επεκτεινόταν σε όλη την επικράτεια. Είναι φανερό όμως ότι δεν έβγαινε έξω από τα όρια του κρατικού μηχανισμού - με την ευρεία έννοια - κι αυτό εξηγεί, εν μέρει, και τον περιορισμένο ριζοσπαστισμό του.
Το συνταγματικό κίνημα του 1843 δεν είχε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αστικού εκδημοκρατισμού της χώρας. Ούτε καν στο θέμα του Συντάγματος δεν υπήρχε σαφές και ολοκληρωμένο πρόγραμμα για το τι έπρεπε να θεσπιστεί και πώς. Ετσι το Σύνταγμα που προέκυψε από την Εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε τον Οκτώβρη του ιδίου χρόνου και διάρκεσε ως το Μάη του 1844, ήταν υπερβολικά συντηρητικό. Στην πραγματικότητα δεν άλλαζαν και πολλά πράγματα. Η νομοθετική εξουσία ασκούνταν συλλογικά από το βασιλιά, από τη Βουλή που ήταν εκλεγμένη με ένα εκλογικό σύστημα τιμοκρατικό και από μια Γερουσία ισόβια, διορισμένη από το μονάρχη. Επίσης η εκτελεστική εξουσία ανήκε στο βασιλιά και ασκούνταν από τους υπουργούς του, που τους διόριζε και τους έπαυε αυτός, χωρίς να έχει λόγο η Βουλή. Τέλος, η Δικαιοσύνη απέρρεε από το μονάρχη.
Η θέσπιση, έστω κι αυτού, του Συντάγματος ήταν ένα βήμα μπροστά, σε σχέση με την "ελέω θεού μοναρχία", αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν το βήμα εκείνο που είχε ανάγκη η χώρα και που ποθούσε ο λαός. Η εξέλιξη αυτή είναι εξηγήσιμη. Το κίνημα της 3ης του Σεπτέμβρη δεν ήταν μια λαϊκή επανάσταση με σαφή κοινωνικοπολιτικά αιτήματα, αλλά μια εξέγερση, που όπως αναφέραμε οργανώθηκε στις κορυφές, στα πλαίσια του κρατικού μηχανισμού, κι από δυνάμεις που δεν επιζητούσαν τη σύγκρουση με τη μοναρχία, αλλά το συμβιβασμό μαζί της. Ο Μακρυγιάννης είναι απολύτως σαφής ως προς αυτό με όσα λέει στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος στη συμφωνία του με τους πολιτικούς που θα λάμβαναν μέρος στο κίνημα. Αναφέρει συγκεκριμένα: "... Ορκιζόμαστε ότι να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και Σύνταμα, να διοικιώμαστε τοιούτως. Κι αν ο Βασιλέας υπογράψη να ήμαστε υπέρ του, αν δεν υπογράψη, να του είμαστε εναντίοι, ότι τότε θα μας σκοτώσει".
Εξηγήσιμη είναι και η απουσία της σφραγίδας του λαϊκού παράγοντα στην πορεία εξέλιξης των πραγμάτων. Οι λαϊκές τάξεις της εποχής δεν ήταν σε θέση ούτε να οργανώσουν, αλλά ούτε και να εκτελέσουν με επιτυχία μια εξέγερση για τον αστικοδημοκρατικό εκσυγχρονισμό της χώρας, ενώ η αστική τάξη, λόγω του χαρακτήρα της (μεταπρατική και με συμπληρωματικό ρόλο στα πλαίσια του διεθνούς κεφαλαίου), είχε συμβιβαστεί με τον κοτσαμπασισμό και τις αντιδραστικές δυνάμεις της εποχής.