ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Απρίλη 2007
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η εκστρατεία στη Μικρά Ασία και το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού

Τούρκοι αιχμάλωτοι
Τούρκοι αιχμάλωτοι
Η αποτύπωση της Ιστορίας μέσα από το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις. Η αντιπαράθεση για το ζήτημα, όπως αυτή έχει προβληθεί μέχρι σήμερα (σε καθεστώς και υπό όρους τηλεοπτικής αρένας δηλαδή), μεταξύ εκπροσώπων του εθνικισμού από τη μία, και του αστικού κοσμοπολιτισμού από την άλλη, περισσότερο αποπροσανατολίζει παρά βοηθάει τον όποιο ενδιαφερόμενο να κατανοήσει την ουσία του προβλήματος.

Ωστόσο, οι εν λόγω αντικρουόμενες πλευρές χαρακτηρίζονται από έναν κοινό παρονομαστή: την αποσιώπηση γεγονότων μέσω της αποσπασματικότητας, την αναθεώρηση και διαστρέβλωση της ιστορικής εξέλιξης.

Συγχρόνως - και σε συνάρτηση με τα παραπάνω - αποστερούν από την Ιστορία εκείνα τα συστατικά της, τα οποία την καθιστούν επιστήμη, που βοηθούν τον μαθητή να αποκτήσει άποψη, κριτική και αναλυτική ικανότητα αναφορικά με την ανάγνωση και εκτίμηση των ιστορικών γεγονότων.

Μιλώντας για τη Μικρασιατική Καταστροφή, το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού αφαιρεί καίρια ερωτήματα όπως: γιατί έγιναν όσα έγιναν, πώς φτάσαμε ως εκεί και ποιος ευθύνεται; Τι είναι αυτό που δεν επιθυμούν (και οι μεν και οι δε - ο καθένας για τους δικούς του λόγους) να γνωρίζει ο μαθητής, η αυριανή γενιά των εργαζομένων;

Δεν υποστηρίζουμε, βέβαια, πως θα ήταν δυνατόν στο πλαίσιο ενός βιβλίου της ΣΤ' Δημοτικού να καταγράφονται σε ιδιαίτερη έκταση - ή με περίπλοκες αναλύσεις - τα ιστορικά γεγονότα, ούτε και τρέφουμε αυταπάτες για τα όρια του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος. Θεωρούμε ωστόσο αναγκαίο, με αφορμή και τη συζήτηση που έχει ανοίξει, να τεθούν επί τάπητος ιστορικά ζητήματα που συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο ιδεολογικής διαπάλης ως τις μέρες μας (αφού τα συμπεράσματα που πρέπει να βγουν αφορούν και το παρόν).

Η εξεταζόμενη περίοδος

Αρμένιοι πρόσφυγες
Αρμένιοι πρόσφυγες
Στην αυγή του 20ού αιώνα το Οθωμανικό κράτος αποτελούσε μια από τις τελευταίες πολυεθνικές αυτοκρατορίες, με σημαντικά φεουδαρχικά κατάλοιπα, τόσο στην οικονομική, όσο και στην πολιτική της διάρθρωση. Την εποχή του εθνικού αστικού κράτους και πολύ περισσότερο την εποχή του περάσματος του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, αυτή η φεουδαρχική κρατική οντότητα αποτελούσε τον μεγαλύτερο ίσως αναχρονισμό της περιόδου εκείνης. Ιστορική λύση στις αντιθέσεις που κλυδώνιζαν την αυτοκρατορία ήρθε να δώσει η αστική επανάσταση των Νεότουρκων το 1908, η οποία αξίζει να σημειωθεί πως αντιμετωπίστηκε τότε ευνοϊκά από την ηγεσία (οικονομική, πολιτική και θρησκευτική), τόσο της μητροπολιτικής Ελλάδας, όσο και των Ελλήνων της Τουρκίας.

Η νέα Αρχή άλλωστε έδωσε αρχικά «θετικά» δείγματα γραφής, διορίζοντας ως δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης τον Ελληνα μεγαλέμπορο Γεώργιο Παπάζογλου. Στις επερχόμενες εκλογές, όπου το κόμμα των Νεότουρκων βρισκόταν αντιμέτωπο με μια ενδεχόμενη ήττα, το Πατριαρχείο, καθώς και μερίδα των Ελλήνων βουλευτών στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο στήριξαν εκλογικά τους Νεότουρκους, με αντάλλαγμα την υπόσχεση ορισμένων «παραχωρήσεων» (την αύξηση των Ελλήνων βουλευτών, την επαναφορά των εκκλησιαστικών προνομίων και την αναγνώριση του Πατριαρχείου ως του μόνου εθνικού κέντρου του ελληνισμού στην οθωμανική επικράτεια)1. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς, πως στις παραπάνω «δεσμεύσεις» των Νεότουρκων προς την ελληνική πολιτική και θρησκευτική ηγεσία, δε γίνεται πουθενά λόγος για διεύρυνση παλιών ή κατοχύρωση νέων πολιτικών/ κοινωνικών δικαιωμάτων αναφορικά με την ίδια τη μειονότητα, δηλαδή τον απλό λαό. Τουναντίον, αφορούν αποκλειστικά ζητήματα διεύρυνσης και ενίσχυσης της επιρροής τμημάτων της άρχουσας τάξης.

Ελληνες στρατιώτες και πρόσφυγες
Ελληνες στρατιώτες και πρόσφυγες
Το πραγματικό πρόσωπο του νέου καθεστώτος δεν άργησε να φανεί πίσω από το αρχικό προσωπείο των μερικών μεταρρυθμίσεων. Οι εργατικές και αγροτικές κινητοποιήσεις που πρόβαλλαν αιτήματα για διεύρυνση των κοινωνικών αλλαγών προς τα κατώτερα στρώματα κατεστάλησαν βίαια από τον στρατό. Στις εξελίξεις αυτές βέβαια η τουρκική αστική τάξη δεν αποτέλεσε κάποια ιστορική ιδιομορφία, αλλά ακολούθησε μια πορεία η οποία υπήρξε ως επί το πλείστον κοινή σε όλες τις αντίστοιχες περιόδους ανάπτυξης των «εθνικών» αστικών τάξεων, απανταχού της Γης.

Το εθνικό ζήτημα και ο ιμπεριαλισμός

Στο εθνικό ζήτημα, οι Νεότουρκοι ανακήρυξαν ως επίσημο δόγμα τον «οσμανισμό»: «Τυπικά "οσμανισμός" σήμαινε ισότητα για όλους τους υπηκόους του σουλτάνου μπροστά στο νόμο, αλλά στην ουσία οι Νεότουρκοι αρνούνταν πως υπάρχει εθνικό ζήτημα στην Τουρκία και ήθελαν να αφομοιώσουν με τη βία τις εθνικές μειονότητες»2. Η τουρκική αστική τάξη διεκδικούσε πλέον το έθνος - κράτος της. Το εθνικό ζήτημα - και αυτό το στοιχείο δεν πρέπει να παραβλέπεται από τις σχετικές αναλύσεις/ προσεγγίσεις - υπήρξε άρρηκτα αλληλένδετο με το ζήτημα κυριαρχίας της τουρκικής αστικής τάξης σε ένα δοσμένο γεωγραφικό χώρο, τον οποίο η ίδια θεωρούσε «δικό» της και τον διεκδικούσε από τους Ελληνες και Αρμένιους ομολόγους της. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η ακόλουθη δήλωση που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια σύσκεψης παραγόντων του κόμματος των Νεότουρκων το 1915: «Αν η εξόντωση του αρμενικού στοιχείου, μέχρι και του τελευταίου, είναι αναγκαία για την εθνική μας πολιτική, πολύ περισσότερο είναι αναγκαία για την εδραίωση της εθνικής μας οικονομίας»3.

Οι Νεότουρκοι λοιπόν (που αρχικώς υποστηρίχτηκαν θερμά από το μη μουσουλμανικό κατεστημένο - ακόμα και από τον πατριάρχη) στα πλαίσια των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, κατέληξαν από κοινού με την παλιά φεουδαρχική τάξη (προσωποποιημένη στο καθεστώς του σουλτάνου) να προωθήσουν τα συμφέροντά τους μέσα από τη συμμαχία τους με το γερμανικό ιμπεριαλισμό (σιδηρόδρομος Βαγδάτης, πετρέλαια κλπ). Η σταδιακή όξυνση της σύγκρουσης των εκπροσώπων της μη μουσουλμανικής αστικής τάξης με τους Νεότουρκους και η παραδοσιακή τους πρόσδεση στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) αντιμετωπίστηκε από το γερμανικό ιμπεριαλισμό ως σοβαρός εν δυνάμει κίνδυνος για την κυριαρχία του στις αγορές της Ανατολής:

«Στην προσπάθειά τους για εμπορική κατάκτηση οι Γερμανοί είχαν αντιμέτωπους, εκτός από τους Αγγλους και τους Γάλλους, και τους αυτόχθονες χριστιανικούς λαούς, τους Αρμένιους και τους Ελληνες, που είχαν στα χέρια τους, μέχρι την εμφάνισή τους, το μικρασιατικό εμπόριο και τη βιομηχανία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη Δυτική Μικρά Ασία, πριν από τη μικρασιατική καταστροφή σε σύνολο 5.308 εργοστασίων τα 4.008 ήταν ελληνικά, ποσοστό 75,51%. Δικαιολογημένα, λοιπόν, οι Γερμανοί θεωρούσαν τους Ελληνες σοβαρό εμπόδιο για την οικονομική τους διείσδυση στην περιοχή»4.

«Ενεργώντας με προτροπή της Γερμανίας», αναφέρει ο H. Morgenthau, «η Τουρκία είχε τώρα αρχίσει να εφαρμόζει το μέτρο της εκτόπισης στους Ελληνες υπηκόους της στη Μικρά Ασία. Τρία χρόνια αργότερα, ο Γερμανός ναύαρχος Ούζεντομ - που ναυλοχούσε στα Δαρδανέλια στη διάρκεια του βομβαρδισμού τους από τον αγγλικό στόλο - μου είπε ότι οι Γερμανοί ήταν εκείνοι που είχαν προτείνει πιεστικά να απομακρυνθούν οι Ελληνες από τα παράλια»5.

Ο διαμελισμός

Με τη νίκη των Δυνάμεων της Αντάντ υπογράφτηκε η Ανακωχή του Μούδρου (31 Οκτωβρίου 1918), η οποία επέβαλε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποικιακούς όρους εξάρτησης. Το Νοέμβρη του ίδιου έτους συμφωνήθηκε σε διαπραγματεύσεις στο Παρίσι η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ουκρανική Εκστρατεία ενάντια στην επαναστατημένη Ρωσία. Η κυβέρνηση Βενιζέλου διέθεσε για το σκοπό αυτό τη σημαντικότατη για τα ελληνικά δεδομένα στρατιωτική δύναμη 23.351 ανδρών ή δύο ολόκληρων μεραρχιών. Σχετική αναφορά δε θα βρει πουθενά κανείς στο Βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού η ίδια η Οκτωβριανή Επανάσταση αντιμετωπίζεται ως γεγονός μη γενόμενο (ο μαθητής μαθαίνει για πρώτα φορά την ύπαρξη της ΕΣΣΔ από ένα χάρτη της Ευρώπης που παρατίθεται στη συνέχεια, καθώς και από τον αριθμό των νεκρών στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο). Η αποβίβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη ξεκίνησε στις 15 Μάη 1919.

Ο ιμπεριαλιστικός διαμελισμός της Τουρκίας επικυρώθηκε ουσιαστικά με τη Συνθήκη των Σεβρών στις 10 Αυγούστου 1920, πυροδοτώντας παράλληλα την ανάπτυξη ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ και την αστική τάξη της Ανατολίας (η οποία καθόρισε εν πολλοίς και τη μορφή, το χαρακτήρα και την πορεία που αυτό ακολούθησε).

Αρχικά, ο βρετανικός ιμπεριαλισμός «ανέθεσε» το έργο της αντιμετώπισης του κινήματος της Ανατολίας στο Σουλτάνο. Ομως, όλες οι υπονομευτικές ενέργειες, καθώς και ο στρατός που εστάλη με σκοπό τη συντριβή του απέτυχαν παταγωδώς. Τότε, την επέμβαση ανέλαβε να πραγματοποιήσει η Ελλάδα. Ξεκίνησε έτσι μια εκστρατεία του ελληνικού στρατού στα ενδότερα της Τουρκίας, που δεν είχε βέβαια να κάνει με την προστασία και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά με τη διασφάλιση των συμφερόντων του διεθνούς ιμπεριαλισμού και της ελληνικής αστικής τάξης (η οποία προσέβλεπε πλέον σε απεριόριστες δυνατότητες επέκτασης της οικονομικής της δύναμης και επιρροής).

Ο υπουργός Εξωτερικών Ε. Αβέρωφ τόνισε το 1957 από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ: «Οταν οι Αγγλοι μας έστειλαν εις τη Μικράν Ασίαν - διότι αυτό επέβαλλαν τα συμφέροντά των διά τα πετρέλαια της Μοσσούλης και διά να μην καταλάβουν οι Ιταλοί τον Μικρασιατικόν χώρον - δε μας έδωσαν καμίαν πολιτικήν ή στρατιωτικήν βοήθειαν. Και ανέλαβεν (η ελληνική κυβέρνησις) την εκστρατεία της Μικράς Ασίας, χωρίς επαρκείς στρατιωτικάς δυνάμεις, ενώ οι σύμμαχοι, μας είχαν καθηλώσει εις μίαν μικράν ζώνη των παραλίων της Μικράς Ασίας και παραλλήλως εφρόντιζαν να εξοπλίζουν τον Κεμάλ παραδώσαντες εις αυτόν τα πολεμοφόδια που είχαν κατασχεθεί κατά την ανακωχήν και εφοδιάζοντας αυτόν αναφανδόν με πυρομαχικά διά γαλλικών πολεμικών»6.

Αυτά βέβαια ειπώθηκαν το 1957. Σχεδόν όμως τέσσερις δεκαετίες πριν, το σκηνικό ήταν πολύ διαφορετικό. Μάταια το «μας έστειλαν» του Αβέρωφ προσπαθεί να διαγράψει τις ευθύνες της ελληνικής αστικής τάξης, λες και εκείνη δεν ήθελε, αλλά αναγκάστηκε να διεξάγει τη μικρασιατική εκστρατεία! Και βέβαια ήθελε, υπήρξε σύμπτωση συμφερόντων. Αρχικά, την εκστρατεία προώθησαν οι Βενιζελικοί. Το Μάη του 1919 ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη. Ο ελληνικός λαός όμως στις εκλογές της 1ης Νοέμβρη 1920 ψήφισε υπέρ της ειρήνης, εμπιστευόμενος το κάλπικο - όπως αποδείχτηκε αργότερα - σύνθημα των αντιβενιζελικών για τερματισμό της αδιέξοδης πολιτικής Βενιζέλου. Παρ' όλα αυτά, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Γούναρη δεν τήρησε τις υποσχέσεις της. Ετσι, τόσο το Κόμμα της «Δεξιάς» (Γούναρης), όσο και το Κόμμα των Φιλελευθέρων (Βενιζέλος) είναι συνυπεύθυνοι για την καταστροφή που επακολούθησε.

Το ΣΕΚΕ

Το μόνο κόμμα που αντιτάχθηκε σε αυτή την πολιτική, καταγγέλλοντάς την ως αντίθετη προς τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, ήταν το νεοϊδρυθέν Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (μετέπειτα ΚΚΕ). Στην προκήρυξη του ΣΕΚΕ στις 27 Σεπτέμβρη 1920 αναφερόταν, μεταξύ άλλων, πως: «Μπροστά στην πολιτική των αστικών κομμάτων, μπροστά στην πολιτική των πολέμων και της καταστροφής, της βίας και της τρομοκρατίας, της αισχροκέρδειας και της εκμεταλλεύσεως, το Κόμμα μας, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, έρχεται ν' αντιτάξει το δικό του απελευθερωτικό πρόγραμμα της ειρήνης, της εργασίας, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης των λαών. Κάτω ο πόλεμος! Κάτω η τυραννία! Ζήτω η ελευθερία των εργατών, των χωρικών, των βιοπαλαιστών και όλων των εκμεταλλευομένων!»7.

Τα αποτελέσματα

Τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας είναι λίγο - πολύ γνωστά: χιλιάδες οι νεκροί, εκατοντάδες χιλιάδες οι πρόσφυγες. Σκηνές φρίκης στο λιμάνι της Σμύρνης, με την πόλη να φλέγεται και τα «συμμαχικά» πλοία να στέκονται απαθέστατα μπρος στο δράμα των προσφύγων. Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας φρόντισε άμεσα να αποποιηθεί των ευθυνών της, παραπέμποντας σε δίκη - παρωδία και εκτελώντας τους περίφημους «Εξ» (πρόκειται για τους Γ. Χατζηανέστη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτο, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη). Οπως εξήγησε ο Βενιζέλος στον Βρετανό πρέσβη Λίντλεϊ (Lindley): «η εκτέλεση ολίγων υπουργών θα ικανοποιούσε την εκδικητικότητα του πλήθους και θα αποσοβούσε τον κίνδυνο να στραφεί η κοινή γνώμη εναντίον εκείνων που αρχικά ξεκίνησαν τη Μικρασιατική εκστρατεία»8...

Στα αζήτητα πτυχές της Ιστορίας

Αλλες πτυχές της παραμένουν ως τα σήμερα στα αζήτητα της Ιστορίας. Οπως για παράδειγμα το ποιες ήταν οι συνέπειες «των πράξεων του ελληνικού στρατού» και «της ελληνικής διοικήσεως αντιθέτων προς τους νόμους του πολέμου», τις οποίες και αναφέρει το άρθρο 59 της Συνθήκης της Λωζάνης9. Δεν είναι λίγες οι ιστορικές καταγραφές που κάνουν λόγο για σφαγές αμάχων και καταστροφές χωριών από τον άτακτα οπισθοχωρούντα ελληνικό στρατό.10

Τίποτα από τα παραπάνω δεν αναφέρεται στο Βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού. Το βιβλίο, επιπλέον, από τις 6 συνολικά σελίδες που αφιερώνει σχετικά, μόλις κάτι λιγότερο από μία δεσμεύεται για την παρουσίαση ορισμένων γεγονότων. Οι άλλες πέντε περιέχουν ένα συνονθύλευμα φωτογραφιών (με καφενεία, σχολεία της Σμύρνης, ποντιακούς χορούς κ.ά.), προσωπικών μαρτυριών, κλπ. Ολα αυτά συνθέτουν ένα εν πολλοίς ασυνάρτητο παζλ κατακερματισμένων πληροφοριών, το οποίο ακόμα και άνθρωποι με χρόνια ακαδημαϊκών σπουδών δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν. Πόσο μάλλον ένα παιδί 11 ετών!

Αν λοιπόν απογυμνώσεις το ιστορικό γεγονός από τα γενεσιουργά του αίτια, τις ιστορικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες αναδείχτηκε, το κοινωνικοπολιτικό του περιεχόμενο, αν δεν το συνδέσεις ως τμήμα της μερικής ιστορίας με τη γενική ιστορία, τι απομένει; Ο «συνωστισμός στο λιμάνι»...

Η επιλογή που παρουσιάζεται σήμερα από τα κυρίαρχα μέσα «ενημέρωσης» στο μαθητή, γονέα ή απλό φιλίστορα πολίτη, μεταξύ του μαύρου του εθνικισμού και της «χλωρίνης» του αστικού κοσμοπολιτισμού (που όλα τα λευκαίνει και όλα τα απολυμαίνει) είναι επιλογή μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Οι μεν επιχειρούν να εκμεταλλευτούν μια κραυγαλέα στείρωση και απονέκρωση του μαθήματος της Ιστορίας για να προωθήσουν με σχετική ευκολία αντιδραστικές απόψεις περί γεγονότων, διαδικασιών και προσώπων του παρελθόντος. Οι δε, καλυπτόμενοι πίσω από ένα προσωπείο «προοδευτισμού», υποδεικνύουν τους πρώτους προκειμένου να παύσουν πάσα αντίδραση, βαφτίζοντάς τη «συνοδοιπορούσα με τον εθνικισμό»!

Οπως όμως, αναφέραμε και εισαγωγικά, μέσα από αυτή την αντιπαράθεση χάνεται η ουσία του ζητήματος.

Αν η εξέταση του παρελθόντος, μας βοηθάει να ερμηνεύσουμε το παρόν και - υπό καλύτερες προϋποθέσεις - να χτίσουμε το μέλλον, τότε η ισοπέδωση της ιστορικής μνήμης, καθώς και η αποστείρωση της ικανότητας κριτικής ανάγνωσης της Ιστορίας, παράγει ανθρώπους πειθήνιους, με κατακερματισμένη αντίληψη και σκέψη: την ιδανική πρώτη ύλη δηλαδή για τις ανθρώπινες κρεατομηχανές του καπιταλισμού.

* * * * * *

Σημειώσεις:

1. Κ. Φωτιάδης (2004) «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου» (Αθήνα, Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία) σελ. 104.

2. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος 7ος, σελ. 504.

3. Οπως παρατίθεται στο Κ. Φωτιάδης (2004), όπως πριν, σελ. 146, (Η έμφαση δική μας).

4. Κ. Φωτιάδης (2004), όπως πριν, σελ. 112.

5. Χένρι Μόργκεντάου (1989) «Τα Μυστικά του Βοσπόρου», σελ. 59-60.

6. «Εθνικός Κήρυξ» 21/8/1962.

7. ΚΚΕ, «Επίσημα Κείμενα», τόμος 1ος, σελ. 149-150.

8. Ιστορία του Ελληνικού Εθνους (1978) Τόμος ΙΕ' (Αθήνα, «Εκδοτική Αθηνών») σελ. 256.

9. Β. Βλαγκόπουλος (1998), «Συνθήκες σταθμοί της Ιστορίας» (Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις «Σάκκουλα») σελ. 327, (Η έμφαση δική μας).

10. Γ. Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος», τόμος ΧΙΙΙ (Αθήνα, «20ός Αιώνας») σελ. 577.


Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
* ο Αναστάσης Γκίκας είναι δρ Πολιτικών Επιστημών,συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ