ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ |
Εδώ είναι το δεύτερο ζήτημα που συγκαλύπτει ο Γ.Σταθάκης. Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ανισόμετρα και βεβαίως πάνω στο έδαφος του ανταγωνισμού. Η συγκρότηση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς αλλά και η Συνθήκη του Μάαστριχτ με τις τέσσερις ελευθερίες (κεφαλαίου, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού), όπως και η Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση, δεν καταργούν ούτε τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, ούτε την ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών της ΕΕ. Τα μονοπώλια, οι επιχειρηματικοί όμιλοι όλων των κρατών που στρατηγικά επέλεξαν τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, από τη μια ευνοούνται από την κοινή ευρωπαϊκή αγορά, από την άλλη αντικειμενικά, αυτή γίνεται πεδίο του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Εδώ κυριαρχεί το ισχυρότερο μονοπώλιο, ο ανταγωνιστής του συνήθως γίνεται υποδεέστερος (ανισομετρία), αυτό ισχύει και σε επίπεδο οικονομιών εντός ευρωζώνης και ΕΕ. Ο συσχετισμός δεν είναι βεβαίως ποτέ στατικός, αλλάζοντας η ισχύς των μονοπωλίων, αλλάζει και ο συσχετισμός. Αρα ποια σύγκλιση; Είναι ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι τα γερμανικά μονοπώλια θα στηρίξουν τα ελληνικά για να γίνουν ισότιμα εντός της ΕΕ. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και με τους μισθούς και με τα έργα υποδομών κ.λπ. Επομένως είναι ουτοπία και τα περί αλληλεγγύης μεταξύ των καπιταλιστικών οικονομιών, δηλαδή να συμβάλουν οι ισχυρές για να ενισχυθούν οι αδύνατες. Οι επενδύσεις και οι συμπράξεις μονοπωλίων των ισχυρών με αυτά των πιο αδύνατων κρατών δεν γίνονται με σκοπό την αλληλεγγύη αλλά την εξασφάλιση της κερδοφορίας αμφοτέρων, βεβαίως με μοιρασιά στη βάση της δύναμης. Αυτό όμως δεν καταργεί ούτε την ανισομετρία ούτε τον ανταγωνισμό.
Αυτοί είναι οι παράγοντες που καθορίζουν και την πολιτική διαχείρισης της κρίσης που εκδηλώθηκε γενικευμένα στην ΕΕ ανεξάρτητα από το επίπεδο της κάθε καπιταλιστικής οικονομίας αλλά και τη φάση του κύκλου. Στην όποια δυσκολία διαχείρισης σε κάθε καπιταλιστική οικονομία επιδρά και το ύψος των ελλειμμάτων και των κρατικών χρεών. Τυπικά ο Γ. Σταθάκης, μιλώντας με το γράμμα των Συνθηκών, αναζητά ευρωενωσιακή διαχείριση και της κρίσης και των χρεών. Αυτή η λογική αντικειμενικά δεν διαφέρει από τις απόψεις όσων υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα της ΕΕ μπορούν να λυθούν στην κατεύθυνση της εμβάθυνσης της ενοποίησης. Η θέση του στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά δεν διαφοροποιείται από αυτές τις λογικές. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός και η ανισομετρία, ξεπερνούν το γράμμα των Συνθηκών και επιβάλλουν στην πράξη τα συμφέροντα των ισχυρότερων μονοπωλίων. Που σημαίνει ότι ακόμη και να προχωρήσει η ενοποίηση, τα φαινόμενα των αποκλίσεων των οικονομιών δεν θα αλλάξουν. Οπως δεν θα αλλάξουν και τα φαινόμενα αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων στο εσωτερικό των κρατών. Αλλωστε η αύξηση της κερδοφορίας απαιτεί αύξηση της εκμετάλλευσης. Οπως και αν αυτή επιτυγχάνεται, είτε με αύξηση της παραγωγικότητας, , είτε με μείωση μισθών η ουσία δεν αλλάζει, οι ταξικές ανισότητες μεγαλώνουν.
Βάθεμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης θέλει και ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως θέλει και το κυρίαρχο αστικό ρεύμα. Αλλά προβάλλει διαφορετική πολιτική διαχείρισης, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά συνολικά για την ΕΕ την οποία αντιλαμβάνεται ως ενιαία οικονομική οντότητα, ως ενιαία καπιταλιστική οικονομία, ζητώντας ευρωενωσιακή διαχείριση της κρίσης, του χρέους, ενίσχυση της τραπεζικής ένωσης και ευρωενωσιακή πολιτική καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί αυτήν τη διαχείριση να την εμφανίσει ψευδώς ως φιλολαϊκή, ότι θα εξασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία.
Η αλήθεια είναι ότι για την εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, μια διέξοδος υπάρχει. Η πάλη για αποδέσμευση από την ΕΕ, μονομερή διαγραφή του χρέους, κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, με εργατική λαϊκή εξουσία. Ετσι μόνον η οικονομία, απαλλαγμένη από την καπιταλιστική ιδιοποίηση του πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι, θα αναπτύσσεται σε όφελος του λαού, ικανοποιώντας όλες τις σύγχρονες ανάγκες του.