Σύμφωνα με τον Λένιν, ο καπιταλισμός δε θα ήταν καπιταλισμός, αν το καθαρό προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους από τον προλετάριο έως τον μισοπρολετάριο (εκείνον που κατά το μισό βγάζει το ψωμί του, πουλώντας την εργατική του δύναμη), από τον μισοπρολετάριο έως τον μικροαγρότη (και τον μικροβιοτέχνη, το χειροτέχνη, τον μικρονοικοκύρη γενικά), από τον μικρό έως τον μεσαίο αγρότη κλπ. Αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν στρώματα, διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κλπ. Και από όλα αυτά απορρέει εντελώς νομοτελειακά η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη, για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το Κομμουνιστικό του Κόμμα, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλεταρίων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυραίων. Ολο το πρόβλημα είναι να ξέρεις να εφαρμόζεις αυτή την τακτική, έτσι που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη.
Εκτιμώντας ότι η συγκρότηση του Μετώπου είναι απολύτως άμεση ανάγκη, διαπιστώσαμε ταυτόχρονα αναντιστοιχία αναγκαιότητας και άμεσης δυνατότητας. Με βάση τις σημερινές δυνατότητες δρούμε για την ωρίμανση, συγκρότηση του Μετώπου, προωθώντας την ανάπτυξη επιμέρους μετώπων πάλης, συσπειρώσεων και συνεργασιών κοινωνικο-πολιτικού χαρακτήρα, που αντιστρατεύονται τις επιλογές της φιλομονοπωλιακής ιμπεριαλιστικής πολιτικής και προβάλλουν συγκεκριμένα αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα και στόχους.
Η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή γραμμή πάλης προσδιορίζει τα πλαίσια, στην αναζήτηση συμμάχων, τα όρια των συμβιβασμών, ώστε να προωθείται η υπόθεση της εργατικής τάξης. Πρόκειται για ζήτημα ιδιαίτερα δύσκολο, γιατί στη ζωή παρουσιάζονται «εξαιρετικές δυσκολίες και πολύπλοκες, όπου χρειάζονται πάρα πολύ μεγάλες προσπάθειες, για να καθορίσεις σωστά τον πραγματικό χαρακτήρα του ενός είτε του άλλου συμβιβασμού». Ο καθένας από μας έχει ακόμα νωπές τις μνήμες για τις πάρα πολύ μεγάλες προσπάθειες που χρειάστηκαν για να μην υποκύψουμε στον απαράδεκτο «συμβιβασμό», που έσπρωχναν το Κόμμα στην περίοδο της κρίσης, με τις ανατροπές του υπαρκτού σοσιαλισμού. Το να ενδώσεις σε συμβιβασμό με τη λογική της σοσιαλδημοκρατίας -της λεγόμενης Κεντροαριστεράς- θα ήταν ένας αθέμιτος συμβιβασμός, κυριολεκτικά μια προσχώρηση στον αντίπαλο. Αν υιοθετούσαμε, επίσης, τη λογική της συσπείρωσης των μικρών κομμάτων ενάντια στα μεγάλα, λογική που έσπρωχνε ο ΣΥΝ, το ΔΗΚΚΙ και άλλες μικρότερες δυνάμεις θα ήταν ένας αθέμιτος συμβιβασμός. Η συσπείρωση στο μέτωπο της ΤΑ με το ΔΗΚΚΙ, την Κομμουνιστική Ανανέωση (ΚΑ), άλλες κοινωνικές δυνάμεις και κινήματα είναι ένας θεμιτός συμβιβασμός.
Η ανάπτυξη των συμμαχιών δε γίνεται μια κι έξω. Είναι μια βασανιστική πορεία και το προχώρημά της ή όχι δεν εξαρτιέται μόνο από εμάς. Το ζήτημα, επoμένως, είναι αν εμείς κάθε φορά μέσα στο δοσμένο συσχετισμό, στην ιστορική περίοδο εξαντλούμε τα περιθώρια παρέμβασης, για να συμπήξουμε συμμαχίες, συσπειρώσεις, να αναπτύσσουμε κοινή δράση.
Χρειάζεται αυτό το επιστημονικό να το ενσταλάζεις στη συνείδηση και να το αποδέχεται, συνδυάζοντας τη δράση, την πείρα των μαζών με την αποτελεσματική ζύμωση και προπαγάνδα. Από αυτό ακριβώς, την «εισαγωγή του επιστημονικού στη συνείδηση» αρχίζουν τα δύσκολα. Και την εισαγωγή μόνο το Κόμμα μπορεί να την κάνει. Πρώτα απ' όλα το Κόμμα πρέπει να παρεμβαίνει, για να συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα των συμμαχιών η ίδια η εργατική τάξη. Να αποτελεί στοιχείο της ταξικής της συνείδησης, της γνώσης της ιστορικής της αποστολής και του αγώνα της σε όλα τα επίπεδα.
Το πρώτο που πρέπει να κατακτιέται είναι η βαθιά αφομοίωση της πολιτικής των συμμαχιών σε όλη την κλίμακα, από πάνω μέχρι κάτω, από τα όργανα, τα κομματικά μέλη από όλους μας. Για να είμαστε αποτελεσματικοί, πρέπει να έχουμε βαθιά συνείδηση εμείς πρώτα από όλα, από πού ξεκινάει κάτι και πού θέλουμε να το φτάσουμε.
Η ζωή έδειξε ότι τα επιμέρους μέτωπα δεν είναι σε κάθε περίπτωση «συγκοινωνούντα δοχεία», δηλαδή, αφού κάποιος συσπειρώνεται στο αντιπολεμικό, θα μας προκύψει αυτομάτως και στο μέτωπο ΤΑ - ΝΑ. Ετσι παρουσιάζεται το αντιφατικό: σύμμαχος ενάντια στον πόλεμο και το ΝΑΤΟ, «αντίπαλος» στις δημοτικές εκλογές. Εξαντλήσαμε όλα τα περιθώρια για να μη συμβεί αυτό; Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερο. Και τώρα που έχει συμβεί πώς χειριζόμαστε την περίπτωση;
Σε μια σειρά δήμους καταλήξαμε σε διακηρύξεις, σε συμφωνία με άλλες πολιτικές δυνάμεις (ΔΗΚΚΙ, ΚΑ) κινήματα, πρόσωπα. Οι διακηρύξεις θα έπρεπε να περιέχουν το πλαίσιο αντίστασης και αγώνα ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης, της ΝΔ και των συνοδοιπόρων τους, που θέλουν τις τοπικές αρχές μοχλό της αντιλαϊκής πολιτικής στο τοπικό επίπεδο, ενεργό συμπαραστάτη στην επίθεση ενάντια στις λαϊκές δυνάμεις ή, «στην καλύτερη περίπτωση», παθητικό θεατή στο τσάκισμα κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Η συμφωνία στο πλαίσιο, στη γενική κατεύθυνση, της συσπείρωσης αλλού είναι πιο στέρεη και δοκιμασμένη αλλού πιο ευάλωτη και αβαθής. Αλλού εμπεριέχει και αντιφάσεις ή, ακόμα και στοιχεία που μπορεί να δημιουργούν αυταπάτες. Θα μπορούσε το πλαίσιο σε κάποιες περιπτώσεις να είναι πιο προωθημένο; Φάνηκε εκ των υστέρων ότι θα μπορούσε, αν ήμασταν πιο αποφασιστικοί και συνάμα πιο ευέλικτοι. Πολλά ζητήματα έχουν να κάνουν και με την εμπειρία μας σαν όργανα και σαν μεμονωμένοι σύντροφοι, και με την επάρκειά μας.
Υπάρχουν σύμμαχοι που, παρά τη συμφωνία που επιτεύχθηκε, ξεχνούν τελείως τη διακήρυξη και αρθρώνουν «το δικό τους αυτόνομο πολιτικό λόγο». Μερικοί επικεφαλής συνεργαζόμενοι και κομματικά μέλη -γιατί να το κρύψουμε- στην προσπάθεια να «ψηφοθηρήσουν», εν τοις πράγμασι στραπατσάρουν τη συμφωνία. Πώς τους συμμαζεύεις αυτούς; Πώς πρέπει να παρεμβαίνεις, για να μειώνονται τα αρνητικά και να γονιμοποιούνται τα θετικά;
Αυτονόητο μέτρο είναι η συζήτηση των προβλημάτων στα πλαίσια της συσπείρωσης. Αν αυτή γίνεται με τον κατάλληλο τρόπο μπορεί να έχει θετικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, το καλύτερο φάρμακο, για να ξεπερνιούνται τέτοιου είδους δυσκολίες, είναι οι κομματικές οργανώσεις να παρεμβαίνουν με συγκεντρώσεις, συσκέψεις, περιοδείες, επαφή με κόσμο και παράθεση της πολιτικής μας με ολοκληρωμένο τρόπο και με επιχειρήματα και στα πλαίσια αυτά να αναδεικνύεται, γιατί στηρίζουμε αυτό το ψηφοδέλτιο, αυτή τη συσπείρωση.
Η αυτοτελής δουλιά του Κόμματος δεν πρέπει να κατανοείται μόνο σαν υποχρέωση της ΚΕ, των στελεχών μας. Βεβαίως, αυτά δίνουν τον τόνο, την κυρίαρχη γραμμή. Η αυτοτελής δουλιά του Κόμματος, για να είναι ουσιαστική, πρέπει να «σηκώνεται» από το κάθε κομματικό μέλος με επάρκεια και ένταση. Αν τα μέλη του Κόμματος, οι ΚΟΒ δε δρουν καθημερινά, κλιμακωμένα με τη δική τους αυτοτελή δουλιά, τότε η αυτοτελής δουλιά του Κόμματος θα είναι περιορισμένη και αυτό θα δυσκολεύει την ανάπτυξη των συσπειρώσεων, των συμμαχιών, της κοινής δράσης ή δε θα διασφαλίζεται η σωστή κατεύθυνση.