Ο απεργιακός αγώνας των ναυτεργατών από τις 3 Απρίλη έγινε υπόθεση των ίδιων των πληρωμάτων, απέκτησε ταξική δυναμική και προσανατολισμό κλιμάκωσης. Οι ναυτεργάτες από τις αρχές του Απρίλη και με τις καθημερινές περιοδείες των ταξικών δυνάμεων των δύο ναυτεργατικών σωματείων και του ΠΑΜΕ, στα καράβια, προετοιμάστηκαν για μια αναμέτρηση εφ' όλης της ύλης με την αντιναυτεργατική - αυταρχική πολιτική της κυβέρνησης, των εφοπλιστών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Συσπειρώθηκαν γύρω από τις Ενώσεις των μηχανικών και των θερμαστολαδάδων, ανέδειξαν την απαίτησή τους για την απόσυρση του αντιασφαλιστικού νομοσχεδίου, διεκδίκησαν την υπεράσπιση και διεύρυνση των ασφαλιστικών, εργασιακών τους δικαιωμάτων και πρόβαλαν τα δικά τους οικονομικά αιτήματα, με κριτήριο τις ανάγκες της σύγχρονης λαϊκής οικογένειας και όχι το «ρεαλιστικό» που είναι το κριτήριο του κεφαλαίου και των πολιτικών εκπροσώπων του.
Ταυτόχρονα, εξέφρασαν την καταδίκη τους στη στάση των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων, που συντάσσονται με το κεφάλαιο, κάνοντας μεγάλο βήμα στην πάλη για την αποδυνάμωση, την ήττα των δυνάμεων του συμβιβασμού όπως εκφράζονται από τις δυνάμεις των ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - ΑΠ, στην ΠΝΟ και τη ΓΣΕΕ.
Αυτά τα καθαρά ταξικά χαρακτηριστικά του ναυτεργατικού αγώνα ήταν η αιτία του πανικού της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, των εφοπλιστών, της πλουτοκρατίας, με αποτέλεσμα να ανασύρουν από το οπλοστάσιό τους μέχρι το φασιστικό μέτρο της επιστράτευσης, για να χτυπήσουν την απεργία.
Η απόφαση της κυβέρνησης να χτυπήσει την απεργία των ναυτεργατών στις 21 Ιούνη, κατ' εντολή των εφοπλιστών και της πλουτοκρατίας, με το έσχατο μέτρο της κήρυξης του στρατιωτικού νόμου και την επιστράτευση των ναυτεργατών, ήρθε ως συνέχεια του ματοκυλίσματος των ναυτεργατών στο λιμάνι του Πειραιά στην απεργία της 29 Μάη. Η απόφαση αυτή στρέφεται γενικότερα ενάντια στην εργατική τάξη, στο δικαίωμα της απεργίας, στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες του εργαζόμενου λαού και δείχνει: Την αδυναμία τους, τον άκρως επικίνδυνο χαρακτήρα αυτής της πολιτικής, τα όρια της αστικής δημοκρατίας. Οτι οι θεωρίες της άρχουσας τάξης για την αστική δημοκρατία είναι ανιστόρητες και κάτω από το μανδύα της αστικής δημοκρατίας κρύβεται η δικτατορία της αστικής τάξης. Το «δημόσιο συμφέρον» είναι ταυτισμένο με την αύξηση της κερδοφορίας και της διαιώνισης της κυριαρχίας του κεφαλαίου και των πολιτικών εκπροσώπων του. Οτι ανιστόρητες είναι ακόμα οι θεωρίες και τα ιδεολογήματα για τους «κοινωνικούς εταίρους», τους προσχηματικούς ή θεσμοθετημένους μηχανισμούς και διαδικασίες του «κοινωνικού διαλόγου» της απάτης.
Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αναντιστοιχίας μεταξύ της νόθας πλειοψηφίας της διοίκησης της ΠΝΟ, την οποία αποτελούν οι παρατάξεις ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - ΑΠ, και της βούλησης των ναυτεργατών. Από την πρώτη στιγμή αποκαλύψαμε ότι η όλη υπόθεση των υπογραφών για τη δήθεν προσαρμογή των συντάξεων στο 70% του μισθού ήταν ένα «στημένο παιχνίδι» της κυβέρνησης, των εφοπλιστών με τη συνενοχή της ΠΝΟ, για να αμβλύνουν τις αντιδράσεις των ναυτεργατών σε βάρος του αντιασφαλιστικού νομοσχεδίου. Ταυτόχρονα με το «παιχνίδι» αυτό, η ΠΝΟ έδωσε τον πολύτιμο χρόνο στην κυβέρνηση να καταθέσει το αντιασφαλιστικό της νομοσχέδιο.
Η πλειοψηφία της διοίκησης της ΠΝΟ, αναγκάστηκε να ψηφίσει υπέρ της απεργίας κάτω από τον κίνδυνο να απομονωθεί από τους ναυτεργάτες, οι οποίοι κατάλαβαν το «στημένο παιχνίδι». Ομως ούτε μια στιγμή δεν καταφέρθηκε εναντίον του νομοσχεδίου και δε σταμάτησε να δουλεύει με το ΥΕΝ και τους εφοπλιστές για την υπονόμευση και την αναστολή της απεργίας. Ολες τις μέρες οργίασαν το παρασκήνιο και οι πισώπλατες δεσμεύσεις. Εριξαν τα Μέσα Ενημέρωσης των εφοπλιστών και των μεγαλοεργολάβων, για να παραπληροφορήσουν την κοινή γνώμη, να ξεσηκώσουν τους επιβάτες και τους παραγωγούς.
Η υπονομευτική δράση της πλειοψηφίας της ΠΝΟ ξεσκεπάστηκε πλήρως όταν κηρύχτηκε η επιστράτευση. Η Εκτελεστική Επιτροπή της Ομοσπονδίας συμφωνεί μεν, για το «θεαθήναι», με τη συνέχιση της απεργίας και λίγα λεπτά μετά ο Α. Νταλακογιώργος, εκπρόσωπος του ΣΥΝ και πρόεδρος της Ενωσης Ναυτών, και ο γενικός γραμματέας της ΠΝΟ Ι. Χαλάς, σε διατεταγμένη υπηρεσία καλούν μέσα από την τηλεόραση, τους ναυτεργάτες να συμμορφωθούν με την πολιτική επιστράτευση και να σταματήσουν τον αγώνα, όταν ήδη χιλιάδες εργαζόμενοι είχαν συγκεντρωθεί στα λιμάνια του Πειραιά και της Αθήνας, για να περιφρουρήσουν με τους ναυτεργάτες το δικαίωμα της απεργίας. «Χτύπησαν» δηλαδή την ώρα που έμπαινε το καθήκον για την κλιμάκωση της πάλης για την καταδίκη της πολιτικής επιστράτευσης και της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Συνεπίκουρος του ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται η ΝΔ, η οποία με πρόσχημα την ακυβερνησία, ενώ συμφωνεί στο γενικό πλαίσιο της αντεργατικής πολιτικής της κυβέρνησης και των επιλογών της ΕΕ, συνολικά της πλουτοκρατίας, «ψαρεύει σε θολά νερά», θέλοντας να καρπωθεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Είναι ξεκάθαρο στους ναυτεργάτες, η ΝΔ διαγωνίζεται με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ποιος εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Οσο για τον ΣΥΝ δεν κάνει άλλη δουλιά από το να σπέρνει αυταπάτες στους εργαζόμενους. Ενώ η κυβέρνηση έχει ματοκυλίσει τους ναυτεργάτες και ετοιμάζει το έσχατο μέτρο της επιστράτευσης ο ΣΥΝ επιτίθεται ενάντια στο ΚΚΕ, γιατί δήθεν αποχώρησε από τη Βουλή κατά την ψήφιση του αντιασφαλιστικού νόμου. Και ενώ η μάχη στους καταπέλτες εντείνεται ο ΣΥΝ συνεχίζει την έκδοση... βελτιωτικών προτάσεων στο αντιασφαλιστικό έκτρωμα.
Καθοριστική είναι η παρέμβαση του ΚΚΕ για την αποκάλυψη του αντιλαϊκού - αυταρχικού χαρακτήρα της πολιτικής της κυβέρνησης, την ταξική συσπείρωση των ναυτεργατών και των άλλων εργαζομένων. Η πρόταση του ΚΚΕ για απειθαρχία στο στρατιωτικό νόμο, στην άρνηση παραλαβής των φύλλων πορείας της επιστράτευσης, την οποία ανέδειξαν στην Εκτελεστική Επιτροπή τα σωματεία ΠΕΜΕΝ και ΣΤΕΦΕΝΣΩΝ, εξέφραζε τη θέληση των ναυτεργατών για συνέχιση και κλιμάκωση του αγώνα, όπως αυτή φάνηκε με τις μαζικότατες συγκεντρώσεις και πορείες στα λιμάνια του Πειραιά και της Πάτρας.