«Υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στα λυρικά και στα καθαρά λαϊκά τραγούδια», είπε ο Μ. Θεοδωράκης αναφερόμενος στο δίσκο, τονίζοντας πως «στα λαϊκά μου τραγούδια ενυπάρχει το ερωτικό στοιχείο». Ο συνθέτης ενοχλείται με την προβολή του ερωτικού στοιχείου στο έργο του και το διαχωρισμό του από το αγωνιστικό, «ωσάν οι αγωνιστές να μην ερωτεύονταν. Οι αγωνιστές είναι οι πραγματικά ερωτικοί άνθρωποι». Για τον Δ. Μπάση, είπε ότι «βρήκε τον γνήσιο λαϊκό τραγουδιστή. Διαθέτει ερμηνευτική ικανότητα, σεμνότητα και αγνότητα, που πρέπει να έχει το λαϊκό τραγούδι. Αν τον συναντούσα πριν 15 χρόνια, θα έγραφα και άλλους κύκλους λαϊκών τραγουδιών».
Καθώς ο συνθέτης πλέον δε συνθέτει λαϊκά τραγούδια, στράφηκε σε παλαιότερους κύκλους και ξαναμπήκε στο στούντιο για «εκατοντάδες ώρες», διδάσκοντας τον Δ. Μπάση και διευθύνοντας τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης». «Θέλησα να δώσω τον κλασικό λαϊκό ήχο. Η νέα ερμηνεία είναι πιο φρέσκια, πιο νεανική, καθώς σε αυτή υπάρχει η εξέλιξη του τραγουδιού μέσα στο χρόνο».
«Αυτός ο δίσκος είναι ό,τι σημαντικότερο έχω κάνει», είπε ο Δ. Μπάσης, σημειώνοντας τα συναισθήματα ευτυχίας, αλλά και άγχους που έχει, καθώς τα κομμάτια αυτά τα έχουν τραγουδήσει μεγάλες φωνές.