30 χρόνια από τον χαμό του Γ. Ρίτσου
Από την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα τη δεκαετία του '30 έως και το τέλος της δημιουργικής του πορείας, μας έδειξε και μέσα από την ποίησή του πώς να αντιστεκόμαστε σε κάθε μορφή θανάτου, φυσικού και κοινωνικού. Αρνιόταν ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή. Υπηρετούσε ό,τι την έκανε να αξίζει. Είναι πολλά αυτά που μας έχει μάθει μέσα από την ποίησή του. Τούτο μόνο, ίσως, χρειάζεται να αναφέρουμε. Ο Ρίτσος, και μέσα από την πιο «προσωπική», την πιο εξομολογητική ποίησή του μας έδειξε πώς και αυτή η ποίηση μπορεί να είναι συνάμα βαθιά επική, βαθιά ηρωική, γιατί ακριβώς αποτυπώνει την εσωτερική πάλη του ψυχισμού, που είναι υποκειμενική αντανάκλαση της εξωτερικής πάλης. Τα ποιήματα της «Τέταρτης Διάστασης», ο «Αποχαιρετισμός» φανερώνουν το παραπάνω.
Γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά. Από τις πρώτες κιόλας συλλογές του («Τρακτέρ», «Πυραμίδες») στα μέσα της δεκαετίας του '30 γίνεται φανερό ότι εμφανίζεται ο πρώτος σημαντικός στρατευμένος ποιητής της δεκαετίας του '30. Ο Γ. Ρίτσος είχε γνωρίσει τις ιδέες του μαρξισμού στο τέλος της δεκαετίας του '20 στο σανατόριο της «Σωτηρίας». Με τον «Επιτάφιο», αυτόν τον ύμνο στην ακατανίκητη δύναμη της εργατικής τάξης, όταν συνειδητοποιεί τη δύναμη και την κοινωνική αποστολή της, η ελληνική ποίηση φεύγει από τους κλειστούς κύκλους των λογοτεχνικών σαλονιών και φτάνει σε πλατύτερες μάζες. Οι επόμενες συνθέσεις, «Τραγούδι της Αδελφής μου», «Εαρινή Συμφωνία», «Εμβατήριο του Ωκεανού», αν και γραμμένες την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, περιέχουν σαφείς νύξεις ενάντια στον επερχόμενο Β' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο και τον φασισμό.
Την περίοδο της Κατοχής παίρνει δραστήρια μέρος στη λαϊκή πάλη μέσα από το Μορφωτικό Τμήμα του ΕΑΜ. Τον Δεκέμβρη του '44 βρίσκεται στην ελεύθερη Καισαριανή. Ακολουθεί τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, καθώς αποχωρούν από την Αθήνα. Ανεβάζει το μονόπρακτο «Η Αθήνα στ' άρματα», το οποίο θα εκδοθεί αργότερα με τίτλο «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών». Εκείνη την περίοδο γράφει την ποιητική σύνθεση «Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης» και «Το Υστερόγραφο της Δόξας» για τον Αρη Βελουχιώτη, καθώς και δύο κορυφαίες συνθέσεις του, τη «Ρωμιοσύνη» και την «Κυρά των Αμπελιών», που θα δημοσιευτούν αρκετά χρόνια αργότερα.
Το 1952 ο ποιητής απελευθερώνεται και αρχίζει να γράφει την «Ανυπότακτη Πολιτεία». Παντρεύεται την Φαλίτσα Γεωργιάδη και το 1955 αποκτούν την μοναχοκόρη του Ερη. Για αυτήν γράφει το «Πρωινό Αστρο». Τα επόμενα χρόνια καταφέρνει να επισκεφθεί την ΕΣΣΔ και άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Του απονέμεται το πρώτο Βραβείο Κρατικής Ποίησης για την «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Στις αρχές του '60 ο Μ. Θεοδωράκης μελοποιεί τον «Επιτάφιο» και λίγα χρόνια αργότερα τη «Ρωμιοσύνη». «Μέχρι τότε έλεγα ότι κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη τη βοήθεια άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον "Επιτάφιο" και αργότερα φυσικά τη "Ρωμιοσύνη", είπα, πραγματικά, εδώ είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ», θα πει πολλά χρόνια αργότερα στον συνθέτη. Δεν σταματά να γράφει και να εκδίδει.
Από τη Μεταπολίτευση και μετά ο Ρίτσος γνωρίζει νέες διεθνείς τιμές και διακρίσεις. Το σύνολο του έργου του κυκλοφορεί πλέον ελεύθερα. Το 1977 του απονέμεται το Βραβείο «Λένιν» και την ίδια χρονιά κυκλοφορεί ο συγκεντρωτικός τόμος «Γίγνεσθαι».
«Εφυγε» από τη ζωή αφήνοντας 50 συλλογές ανέκδοτων ποιημάτων, που συνεχίζουν να εκδίδονται.
Κλείνουμε αυτό το μικρό μας αφιέρωμα στον ποιητή παραθέτοντας απόσπασμα από συνέντευξή του στο περιοδικό «Η λέξη» το 1981, όπου παραθέτει την αντίληψή του για την ποίηση:
«Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Σε μια ομιλία του ο Ελυάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία. Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη να αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Με εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα από αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει θάνατος, θα υπάρχει και αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ' αυτή τη μορφή θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση), μια μάχη για να φτάσουμε στο "αταξικό γαλάζιο", όπως γράφω σε ένα ποίημά μου για τον Νερούντα...».