Κυριακή 29 Απρίλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 2001
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Πορεύεται μαζί μας...

Ενενήντα δύο χρόνια από τη γέννηση του ποιητή της Ρωμιοσύνης

«Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,/ μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο,/ στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.//Από δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα,/ με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι,/ με τον άμμο του φεγγαριού μες στις χοντρές αρβύλες τους/ και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ' αυτιά τους.» («Ρωμιοσύνη»).

Ο Αισχύλος, που υπήρξε μαραθωνομάχος, έλυσε με τη στάση ζωής του το πρόβλημα αν οι ποιητές πρέπει να συμμετέχουν στις περιπέτειες των λαών τους - ακόμα και στις πιο τραγικές. Πολλούς αιώνες μετά, ο Γιάννης Ρίτσος θα ακολουθούσε το διπλό του παράδειγμα: να πέφτεις στη φωτιά της μάχης, και κατόπιν να γράφεις τα όσα έζησες. Με τους όρους των ποιητών, πάντοτε. Αλλά, αν ο Τυρταίος μπορούσε να εμψυχώνει τους απογοητευμένους Σπαρτιάτες, που δεν είχαν και πολύ καλή σχέση με τα Γράμματα, πώς ο Γιάννης Ρίτσος δε θα εμψύχωνε, και δε θα συνεχίζει να εμψυχώνει, ένα λαό «ζυμωμένο» θα έλεγε κανείς με την ποίηση;

Είναι δυνατόν, άραγε, ακόμα και σήμερα, που η χρυσόσκονη του «τίποτα» καλύπτει ολοένα και περισσότερο τον κοινό βίο, να σημαίνει κάτι η ποίηση; Γιατί όχι; Μήπως οι εσωτερικές ανάγκες του ανθρώπου δεν εξακολουθούν να υπάρχουν; Μήπως οι νεότεροι, κατά τεκμήριο πιο ευαίσθητοι, δεν εξακολουθούν να γοητεύονται από τους ποιητές; Μήπως οι μεγαλύτεροι έχασαν, ξέχασαν, τα βιώματά τους, τις αξίες τους; Ασφαλώς όχι.

Ενενήντα δύο χρόνια μετά από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου (Μονεμβασιά, Πρωτομαγιά του 1909) συμπληρώνονται φέτος. Με αφορμή την επέτειο, θα σταθούμε σε μερικές στιγμές από το εκτεταμένο όσο και σημαντικό έργο του, με την επίγνωση πως αυτό είναι ανεξάντλητο και πως θα άξιζε να το μελετήσει κανείς με προσοχή, αφοσίωση και υπομονή, γιατί πολλά θα είχε να κερδίσει.

Χίλια εννιακόσια τριάντα τέσσερα. Ο ποιητής, που καταγόταν από αρχοντική οικογένεια, η οποία ξέπεσε, έχει χάσει την αγαπημένη του μητέρα και το μεγάλο αδερφό του από φυματίωση, έχει προσβληθεί και ο ίδιος από την (ανίατη τότε) αρρώστια, έχει νοσηλευτεί σε σανατόρια ως ασθενής γ' θέσης. Εχει, ταυτοχρόνως, κάνει την υπέρβασή του. Γίνεται μέλος του ΚΚΕ, παρακινημένος από το αίσθημα της Δικαιοσύνης και της Προστασίας των αδυνάτων, που είχε βαθιά μέσα του. Εκείνη τη χρονιά, κυκλοφορεί και η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Τρακτέρ». Εκεί, ζητώντας από τη «Μητέρα Ποίηση» να τον δεχτεί, σημειώνει: «Και τότε εγώ ο ανίσχυρος στη μέση να σταθώ/ και να 'χω κύκλο πάνοπλους αντάρτες μου τους στίχους,/ να βάζω τ' άστρα κράνος μου στο μέτωπο τ' ορθό/ και των εχθρών μου ατρόμητος να προσπερνώ τους στοίχους». Η έννοια του ανυπότακτου, που κυριάρχησε στη ζωή και στην ποίησή του, βρίσκεται εκεί ήδη από τα πρώτα του ποιητικά βήματα. «Αντάρτες στίχους» και μάλιστα πάνοπλους ονειρεύεται ο ποιητής. Μόλις δύο χρόνια μετά, στα 1936, με τη μεγάλη καπνεργατική απεργία της Θεσσαλονίκης, αυτοί οι «αντάρτες στίχοι» θα μαγέψουν το πανελλήνιο, με τον «Επιτάφιο».

Η μάνα κλαίει επάνω από το σώμα του σκοτωμένου γιου της. Και ο ποιητής, παίρνει τη δική της φωνή: «Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,// κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.// Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει/ κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.// Και δες, μ' ανασηκώνουνε. χιλιάδες γιους ξανοίγω,/ μα, γιόκα μου, απ' το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.// Ομοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε/ και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.// Την άχνα απ' την ανάσα του νιώθω στο μάγουλό μου,/ αχ κι ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.// Τα μάτια μου σκουπίζει μια φωτεινή παλάμη,/ αχ, κι η λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.// Και να που ανασηκώθηκα. το πόδι στέκει ακόμα./ φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ' ανέβασε απ' το χώμα.// Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,/ κι εγώ τραβάω στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου».

Η Κατοχή, η Εθνική Αντίσταση, ο εμφύλιος. Οι διώξεις των αγωνιστών, των κομμουνιστών. Οι εκτελέσεις. «Κι ύστερα πάλι η ομοβροντία τα χαράματα/ διώχνοντας απ' τα κυπαρίσσια τα σπουργίτια./ Τα φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα αγωνιστές/ περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης» («Πέτρινος χρόνος»). Οι φυλακές και οι εξορίες. «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να είναι κι από αίμα/ -όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα-/ μπορεί να 'ναι κι απ' το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.// Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν/ κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Εξω απ' τα κάγκελα/ είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου» («Καπνισμένο τσουκάλι»). Κι όμως, «Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο/ κι αυτόν τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν» («Καπνισμένο τσουκάλι»).

Ποιήματα γραμμένα με αίμα και πόνο, «κάτω απ' τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας» («Ο Ηρακλής κ' εμείς» από τις «Επαναλήψεις»). Ο ποιητής σεμνύνεται για τη συμμετοχή του στα κοινά, όπως και για τις εξορίες του: Κοντοπούλι Λήμνου, Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης στον εμφύλιο. Γυάρος και Παρθένι Λέρου κατά τη διάρκεια της απριλιανής χούντας: «Ομως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση, μ' επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου/ δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες/ περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος» («Ο Ηρακλής κ' εμείς»).

Οι στίχοι του συχνά παρουσιάζουν την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του: «Δέντρο το δέντρο, πέτρα - πέτρα πέρασαν τον κόσμο,/ μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο./ Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.» («Ρωμιοσύνη»). Σταθείτε λίγο σ' αυτή τη διατύπωση: φέρναν τη ζωή σαν ποτάμι, στα δυο στεγνά τους χέρια. Που ήταν στεγνά, γιατί, όπως εξηγούσε ο ποιητής, τα έδιναν όλα. Δεν κρατούσαν τίποτα για τον εαυτό τους. Και προς επικύρωση, να ο επόμενος στίχος: «Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό - για να τον δώσουν».

Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Γιάννης Ρίτσος είναι πάντοτε δίπλα μας, με τους στίχους του και με το παράδειγμα ζωής του. Είναι εδώ για να μας θυμίσει πως αυτά τα δέντρα «δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό», αλλά και πως αυτές οι καρδιές «δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο» («Ρωμιοσύνη»). Κι ακόμα, για να μας ψιθυρίσει, με το δικό του, χαρακτηριστικό τρόπο, τις αιώνιες αλήθειες: «Αδέξια, με χοντρή βελόνα, με χοντρή κλωστή,/ ράβει τα κουμπιά στο σακάκι του. Μιλάει μοναχός:// Εφαγες το ψωμί σου; κοιμήθηκες ήσυχα;/ μπόρεσες να μιλήσεις; ν' απλώσεις το χέρι σου;/ θυμήθηκες να κοιτάξεις απ' το παράθυρο;/ χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;// Αν είναι ο θάνατος πάντοτε - δεύτερος είναι./ Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη» («Τα στοιχειώδη» από τη συλλογή «Διάδρομος και σκάλα»).


Αντιγόνη ΚΑΡΑΤΑΣΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ