Οι εργαζόμενοι, με τα πανό και τα συνθήματά τους αλλά και διαβάζοντας από τη μεγαφωνική την ανακοίνωση του ΣΕΤΗΠ, κατήγγειλαν την παράνομη και εκδικητική απόλυση από την εργοδοσία του ΟΤΕ και την εργολαβική «Εργονομία» σε βάρος της εργαζόμενης, η οποία ήταν μία από τις λίγες νοσηλεύτριες που έχουν απομείνει στον όμιλο και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη.
Ανέδειξαν ότι η απόλυσή της έγινε επειδή διεκδίκησε αύξηση μισθού και βελτίωση των όρων δουλειάς της, και επειδή γι' αυτές τις διεκδικήσεις συμμετείχε και στη μεγάλη πανελλαδική απεργία στις 20 Νοέμβρη.
Τα σωματεία κατήγγειλαν ότι η εργοδοσία «περίμενε καρτερικά να περάσουν οι 18 μήνες που προστατεύεται ως νέα μητέρα από τον νόμο για να την απολύσουν τον 19ο μήνα» και καυτηριάζουν την υποκρισία κυβέρνησης και άλλων φορέων, που εμφανίζονται δήθεν να ανησυχούν για την «υπογεννητικότητα» και το «δημογραφικό πρόβλημα».
Το ΣΕΤΗΠ αναδεικνύει επίσης τη χρόνια υποβάθμιση του παρεχόμενου ιατρικού έργου για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων στον όμιλο, τονίζοντας ότι «έχει οδηγήσει ακόμα και το ιατρείο στο διοικητικό μέγαρο της Ερμού στη Θεσσαλονίκη να είναι κλειστό, με άμεσο κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, οι οποίοι όχι μόνο δεν μπορούν να απευθυνθούν για φάρμακα αλλά είναι αβοήθητοι σε περιπτώσεις σοβαρότερων περιστατικών, όπως λιποθυμίες, κρίσεις πανικού, ταχυκαρδίες λόγω άγχους κ.ά.».
Ολοι μαζί απαίτησαν να ανακληθεί η απόλυση, και παράλληλα η εργοδοσία του ΟΤΕ να προσλάβει όλο το απαραίτητο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που χρειάζεται για να στελεχωθούν επαρκώς όλα τα ιατρεία σε κάθε κτίριο.
Επίσης πρόβαλαν διεκδικήσεις για αυξήσεις στους μισθούς, μόνιμη - σταθερή εργασία, με κατάργηση του αίσχους της επινοικιαζόμενης εργασίας, και μεταφορά όλων των εργαζομένων από τρίτες εταιρείες στην εταιρεία όπου προσφέρουν έργο.