Ο Γ. Μανουσάκης ανήκει χρονολογικά, αλλά και μέχρις ενός σημείου ιδεολογικά, στη Γενιά του '30. Ομως, δεν επηρεάστηκε άμεσα από τη βυζαντινή τέχνη, αν και χρησιμοποίησε την τεχνική της αυγοτέμπερας. Η ζωγραφική του, τρισδιάστατη, εντάσσεται στην προσπάθεια δημιουργίας μιας αυθεντικής ελληνικής έκφρασης με το απλό, λιτό, χαμηλόφωνο ύφος του, και με τη θεματολογία του, που τελικά επιβάλλει και τη μορφή.
O Γ. Μανουσάκης γεννήθηκε το 1914 στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου και πέρασε τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια. Οπως ο ίδιος σημειώνει στο βιβλίο του «Λίθοι - Πλίνθοι» (εκδόσεις Καστανιώτη), «Τα γράμματα μου άρεσαν από μικρό παιδί. Για μένα το καλύτερο από τα δώρα που μου έκαναν την Πρωτοχρονιά οι συγγενείς μου ήταν τα βιβλία». Ο «Ροβινσών Κρούσος», τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν, αλλά και η «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» ήταν μερικά από τα προσφιλή του αναγνώσματα. Από τα χρόνια εκείνα κρατάει και η μεγάλη αγάπη του για τη ζωγραφική. Βαθιά επίδραση δέχτηκε την περίοδο αυτή από έναν αγιογράφο και ένα ζωγράφο σπουδασμένο στην Ευρώπη, που τον ώθησαν να επιδοθεί στη ζωγραφική και να διακριθεί στο σχολικό και τοπικό περιβάλλον. «Τα τετράδιά μου ήταν γεμάτα από σχέδια και, όταν πήγα στο Γυμνάσιο, μου άρεσε να εικονογραφώ τα διηγήματα από τα Νεοελληνικά μου Αναγνώσματα».
Ακολουθούν τα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Στην περίοδο αυτή ο Γ. Μανουσάκης ασχολείται με τη χαρακτική και, όπως σημειώνει ο Θ. Κωνσταντινίδης, «παίρνει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, δημιουργώντας ωραίες ξυλογραφίες. Ανάμεσα σ' αυτές και η εικονίζουσα τη μεγάλη ΕΑΜική διαδήλωση στις 25 Μαρτίου 1942 στο Σύνταγμα και την επίθεση με σπαθιές των έφιππων Ιταλών καραμπινιέρων εναντίον των διαδηλωτών...». Δυστυχώς, το μεγαλύτερο κομμάτι της δημιουργίας του Γ. Μανουσάκη, εκείνων των χρόνων, έχει χαθεί ή έχει καταστραφεί.
Μετά τον πόλεμο συνεχίζει στην ίδια θεματική, τεχνοτροπική και ιδεολογική κατεύθυνση της αγάπης των απλών πραγμάτων. Κατορθώνει με τη λεπτομερειακή απόδοση και τη ρεαλιστική απεικόνισή τους να αφουγκραστεί και διακριτικά να υπαινιχθεί με τη ζωγραφική του την ιστορία τους. Γύρω στο 1960, ταξίδεψε στη Γαλλία και στην Ιταλία, όπου ήρθε σε άμεση επαφή με κινήματα της μοντέρνας τέχνης, από τα οποία επηρεάστηκε μόνο για λίγο καιρό. Πειραματίστηκε στις μοντέρνες καλλιτεχνικές τάσεις, αλλά γρήγορα επανήλθε στην παραστατική ζωγραφική των αγαπημένων του λαϊκών καφενείων με τα στρογγυλά σιδερένια τραπέζια και τους μπουφέδες, των υπαίθριων μανάβικων, των παλιών αντικειμένων κ.α. «Σιγά σιγά», σημείωνε ο ίδιος, «άρχισα να βρίσκω κάποιο σκοπό, κάποιο λόγο στη ζωγραφική μου, που βρισκόταν έξω από τη ζωγραφική. Οσο περισσότερο δενόμουνα με τα πράγματα που αγαπούσα, τόσο περισσότερο ένιωθα ελεύθερος και μπορούσα εύκολα να ξεχωρίσω το ουσιαστικό στη ζωή από το εφήμερο και το περιστασιακό. Σχεδίαζα, ζωγράφιζα, φωτογράφιζα, έκανα κινηματογράφο, αλλά προπαντός μάθαινα. Μάθαινα όλο και περισσότερα πράγματα και όταν γύριζα πίσω στην Αθήνα από τα ταξίδια μου ένιωθα πλουσιότερος».
Στη μακρόχρονη εικαστική του πορεία, ο Γ. Μανουσάκης ασχολήθηκε με επιτυχία και στην υδατογραφία, ζωγραφίζοντας έργα μικρών διαστάσεων σε φωτεινούς τόνους, με τα αγαπημένα θέματά του: σπίτια, μαγαζιά, καφενεία, ταβέρνες κ.α. Σχεδίαζε επίσης στις προσφυγικές γειτονιές, όπως στην Καισαριανή, με τη λιτότητα της απλής, αλλά εκφραστικής γραμμής. «Τα νησιά», «Τα προσφυγικά», «Τα πέριξ» «αποτελούν» σύμφωνα με τον Θ. Κωνσταντινίδη «τριλογία ωραίων προλόγων σε ωραία σχέδια, τυπωμένα κατά ενότητες χωριστά, όταν είχαν εκτεθεί στην "Ωρα" του αλησμόνητου Ασαντούρ Μπαχαριάν, το 1987». Τα περισσότερα σχέδια έγιναν στη δεκαετία του '50, μερικά στη δεκαετία του '80 και ελάχιστα στη δεκαετία του '40.
«Τώρα που ο κύκλος κλείνει», σημείωνε ο καλλιτέχνης, «όταν μιλάω για τη ζωγραφική μου, διαπιστώνω ότι το τέλος βρίσκεται πιο κοντά στην αρχή... Η ζωγραφική είναι ένα εικαστικό γεγονός και μιλάει τη δική της γλώσσα, τη σιωπηλή... Η σιωπηλή γλώσσα της ζωγραφικής δε μεταφράζεται σε καμιά άλλη γλώσσα, πλην αυτής που μιλάει η ίδια η ζωγραφική».
«Τα χρόνια όλο και μαζεύονται πίσω μου και τα μαλλιά μου όλο και ασπρίζουν, κατά βάθος όμως αισθάνομαι ακόμη σαν παιδί. Οσάκις δοκίμασα να σοβαρευτώ στη ζωγραφική, πάντα έκανα λάθη. Αυτό το αντιλαμβανόμουν γρήγορα και ξαναγύρισα στο δρόμο όπου είχα ταχθεί. Δε θέλω ν' αναφερθώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά η ζωγραφική για μένα ήταν ανέκαθεν κάτι σαν παιχνίδι, αλλά παιχνίδι σοβαρό, όχι σοβαροφανές».