Μια απρόβλεπτη εκλογή

Της Πέπης ΔΑΡΑΚΗ

Κυριακή 16 Απρίλη 2000

Οκαινούριος χρόνος πλάκωνε τα στήθια της χήρας της Ρηνιώς σαν κακός βραχνάς. Αφηνε πίσω της πια τα είκοσι πέντε η μεγάλη κόρη, καταπόδι κι η δεύτερη, από κοντά κι η τρίτη, χρόνο διαφορά η μια από την άλλη. Ο καιρός σαν πουλί πετά, γι' αυτό η κόρη πρέπει να παντρεύεται πάνω στ' ανθίσματα της και ...αχ τι ξαλαφρωμός για τη μάνα.

Τα ίδια κι απαράλλαχτα της έλεγε κι η μάνα της: «Αχ, πότε να σε παντρέψω ν' αλαφρώσω».

Αλάφρωσε η μάνα και βάρυνε η κόρη. Το 'να παιδί πίσω απ' τ' άλλο και πάνω στα έξι χρόνια της παντρειάς της χάνει και τον άντρα της η Ρηνιώ. Τον έφαγε ο πόλεμος, πανάθεμά τους και που τον θέλουν, και που τον κάνουν.

Ακόμα τον κλαίει τον λεβέντη της η Ρηνιώ. Και τι σεβντά που είχε ο ένας για τον άλλον. Μα ένα βόλι πάνω στη μάχη, του πήρε τα νιάτα και τη ζωή. Ο άντρας της ξεκουράστηκε κάτω απ' το χώμα, μα κείνη την άφησε έρμη, να βασανίζεται, γιατί μόνο κείνη το ξέρει κι ο θεός πώς τα μεγάλωσε τα τρία της κορίτσια. `Η θάρρεψαν αυτοί που διαφεντεύουν τον τόπο πως με τη σύνταξη πείνας, που της δίνουν οι αντίχριστοι, σώθηκε; «Θύμα πολέμου», σου λέει, τρομάρα τους: Μα, και στον καιρό της ειρήνης το «θύμα» πάλι ο φτωχός δεν είναι; Αν δεν είχε κείνα τα δυο στρέμματα γης, μήτε θέλει να το συλλογιέται τι θα γινότανε.

Και σα να μην φτάνανε τα ντέρτια, με τη φτώχεια και τις τρεις κόρες που έπρεπε να παντρευτούν προτού περάσουν τα είκοσι πέντε, να νιώθεις επάνω σου καρφωμένο και το πονηρό μάτι της γειτονιάς, ν' ακούς και την κακογλωσσιά της. Πού πήγε η χήρα η Ρηνιώ; Ποιος ήταν αυτός που πέρασε χτες απ' το σοκάκι; «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια».

Και να πεις πως στραβοπατά ή λοξοκοιτάζει; Αυτή; Αυτή που απαρνήθηκε τον κόσμο και κλείστηκε στο σπίτι της; Πόσες φορές η χήρα η Ρηνιώ καταράστηκε τη μοίρα της την άραχλη, μα και την ομορφιά της την ίδια. Ολοχρονίς κλειστά τα παραθύρια της, για να μη δίνει στόχο στο μάτι του καθενός περαστικού διαβάτη και μαστίχα στο στόμα της γειτονιάς.


Γρηγοριάδης Κώστας

Δυο δάκρυα κυλούν στο πρόσωπο της όμορφης Ρηνιώς. Τα σκουπίζει γρήγορα μη λάχει και τα δουν τα κορίτσια και φαρμακωθούν. Μη δει το δάκρυ της και το μάτι το μοχθηρό της γειτονιάς και πονηροβάλει πως: «για ποιον, τζάνεμ, δακρύζει η χήρα; Για τον πεθαμένο άντρα της ή για κανένα ζωντανό;».

Πίκρα σιγοσταλάζει μες στην καρδιά της, για τη νιότη που δε χάρηκε. Να, προχτές παντρέφτηκε η φιλενάδα της η Μόρφη, στον ίδιο χρόνο γεννημένες και κανένας δεν είπε πως ήταν αταίριαστο να 'ναι η νύφη μια τριανταοχτάρα. Μα, να που τα δικά της τα χρόνια τα βρίσκει πολλά ο κόσμος ο μοχθηρός, σαν να βάζει από πάνω και τα χρόνια και των τριών μαζί θυγατέρων της. Αχ, ας πάντρευε τουλάχιστον γρήγορα τις θυγατέρες της!

Ωρες και φορές νιώθει να τη βαραίνουν τα χρόνια των θυγατέρων της, να τη γερνούν πρόωρα. Κι αυτή η καρδιά, άλλα να λέει, άλλα να μολογά. Αφού, πριν από τα γηρατειά είναι η νιότη, που 'ναι τη, λοιπόν, η νιότη η δική της; Μαύρη η μοίρα της γυναίκας στο μικρό τον τόπο. Πόσοι και πόσοι τη ζήτησαν να την παντρευτούν όταν χήρεψε. Μα, από τη μια τα συγγενολόγια, από την άλλη η γνώμη του χωριού: «Η χήρα, χήρα πρέπει να μείνει ως το θάνατό της, για να θυμάται και να τιμά τον πεθαμένο άντρα της...».

Και παλεύει τώρα, η όμορφη η χήρα η Ρηνιώ, με θεριά απ' έξω της, και μέσα της.

Κι όχι να το παινευτεί, μα όλος ο κόσμος το λέει και το μολογά πόσο καλή μάνα στάθηκε. Μα, είναι τρία, ζωή να 'χουν κι είναι και θηλυκά. Κι είναι κι οι καημοί της τρεις κι αυτοί. Ο νους της θαλασσοδέρνεται, καράβι σε πέλαγο φουρτουνιασμένο. Ψάχνει να βρει γαμπρό κι ολοένα ψάχνει γιατί δεν τα 'χει δα και για πέταμα το κορίτσια της. Σταματά στον έναν γαμπρό.

«Αυτός έχει σερμαγιά και βιος. Θα καταδεχτεί εμάς τις φτωχές;» κι ο νους σταματά σ' έναν άλλον. «Μα, αυτός δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Παντρειά τη λένε αυτή. Δεν είναι μπάλωμα να το ξηλώσεις να το πετάξεις». Κι ήρθε μια ώρα κι ο νους της χήρας, άστραψε, φωτίστηκε. «Με το νου βρίσκουν το θεό», είπε μέσα της».

Α! Ο Νικόλας ο ψαράς... Καλός γαμπρός για την κόρη μου τη μεγάλη! Εχει και το τρεχαντήρι το ΔΕΛΦΙΝΙ. Μα, τούτη τη δουλιά πρέπει να την αναλάβει ένας καλός προξενητής. Κι είναι μια προξενήτρα στο χωριό, που θεός να σε φυλάει μην πέσεις στο στόμα της. Από δω σ' έχει, από κει σ' έχει, σε κάνει να πιστέψεις πως η μέρα είναι νύχτα.

Η γλώσσα της προξενήτρας της Παράσχαινας με τα πες - πες σε ζαβλακώνει, λες το «ναι», χαμπάρι δεν παίρνεις. Μα, για ν' αρχίσει η γλώσσα της Παράσχαινας να δουλεύει, θέλει καλό λάδωμα. Και στο σπιτικό της όλα είναι λιγοστά, όλα μετρημένα. Ας μένει λοιπόν η Παράσχαινα, ας μένει. θα πάει να κάνει το προξενιό ατή της. Του λύκου λένε, ο σβέρκος είναι χοντρός, γιατί κάνει τις δουλιές μοναχός του.

Φόρεσε λοιπόν ένα δειλινό, η Ρηνιώ, την καλή της φορεσιά - η περίσταση το απαιτούσε - «δες ούγια πάρε πανί, κοίταξε τη μάνα, πάρε το παιδί», έλεγε η συχωρεμένη η γιαγιά της.

Ωρα που έβγαινε το φεγγάρι και σκοτάδιαζε, βγήκε στο σοκάκι η Ρηνιώ και πήγαινε, πήγαινε. Κοίταζε τον ίσκιο της στο φως του φεγγαριού και χαμογελούσε, σαν κάποιος να τη συντρόφευε σε τούτο το αποψινό ρεσάλτο.

Με δισταχτικό τρεμάμενο χέρι χτύπησε την πόρτα του Νικόλα. Της άνοιξε η μάνα του.

- Καλώς την τη Ρηνιώ, την τιμημένη, πέρασε μέσα, κόπιασε.

Είπε τι είχε να πει στο Νικόλα η Ρηνιώ, με την τρυφερή και σοβαρή γλώσσα της μάνας, κι απόμενε σιωπηλή να καρτερεί με ταραχή και χτυποκάρδι την απόκριση του Νικόλα. Ο Νικόλας την κοιτούσε, ώσπου σε μια στιγμή χαμήλωσε τα μάτια, να διαλογιστεί.

- Τιμημένο και καλό όνομα έχεις στον τόπο μας, Ρηνιώ, και θέλω να συγγενέψουμε. Μα, θέλω να εκλέξω ατός μου, ποια από τις θυγατέρες σου θα πάρω γυναίκα μου. Ετσι είπε ο Νικόλας ο ψαράς, που ήταν δεν ήταν σαράντα χρονών, άντρας γεροδεμένος, μελαψός.

Η Ρηνιώ είδε μέσα στο βλέμμα του μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Εσφιξε τα παγωμένα χέρια της, συμμάζωξε τις δυνάμεις της και είπε:

- Να εκλέξεις, Νικόλα, να εκλέξεις...

Στο δρόμο που πήγαινε ένιωθε το κεφάλι της βαρύ, το νου της θολωμένο. Αδύνατο να κρύψει την αλήθεια από τις θυγατέρες της, αδύνατο. Μα, στο κάτω - κάτω, όποια ήθελε ας διάλεγε το παλικάρι. Ζημιά; Καμιά! Κέρδος; Μέγα! Να έφευγε ένα φορτίο! Λίγο το 'χεις;

Σάστισαν, μαρμάρωσαν οι θυγατέρες της, με την παραξενιά τούτη του γαμπρού κι ύστερα η καθεμιά κρύφτηκε να ονειρευτεί. Καθεμιά έκανε τη μυστική σκέψη πως το δίχως άλλο «εκείνην» θα διάλεγε. Ηταν των αδυνάτων αδύνατο να διαλέξει άλλη. Οι ευχές ανάβλυζαν μέσα από τα σωθικά τους, μ' έναν τρόπο λες και ξερίζωναν την ίδια την ψυχή τους.

Η μέρα κοντοζύγωνε και η ελπίδα κρατούσε ζωντανή και ζεστή την καρδιά των θυγατέρων της. Και θα ήταν η πιο σημαντική, η πιο μεγάλη μέρα της ζωής τους, η συμφωνημένη, που ο γαμπρός θα ερχόταν στο σπίτι τους να εκλέξει γυναίκα.

Η Ρηνιώ κρυφανάσανε ανακουφιστικά, σαν είδε πως οι θυγατέρες της δεν παραξενεύτηκαν με την απόφαση του γαμπρού να έρθει ένα βράδυ στο σπίτι τους να εκλέξει ατός του γυναίκα και στεφάνι.

Κι είχε συμφωνηθεί μόνος να ερχόταν ο Νικόλας και με προφύλαξη πολλή, περίεργος και κακός ο κόσμος στον τόπο τον μικρό, και ο πάσα ένας αφορμή ζητούσε να κουρελιάσει το όνομά του το όνομά της. Να δίνανε πρώτα «λόγο» κι απέ... κανέναν δε θα άφηνε η Ρηνιώ ακάλεστο απ' τα αρραβωνιάσματα, της πρώτης θυγατέρας της, κανέναν.

Μέσα, ωστόσο, στις καρδιές των τριών κοριτσιών, πουλιά κι αηδόνια τραγουδούσαν. Μέσα στο νου τους φύλαζε το όνειρο, το τριανταφυλλί, και το γαλάζιο, κι έλαμπε ο κόσμος ολόγυρα σαν καινούριος.

Κι έλαμψε, κείνες τις μέρες, κι άστραψε το σπίτι της χήρας της Ρηνιώς, που ολοχρονίς κλεισμένο ήταν σαν που πρέπει δα να είναι το σπίτι που δεν έχει άντρα αφέντη, καπετάνιο και στύλο της φαμίλιας.

Στολίστηκαν κι έλαμψαν μάνα και θυγατέρες για να καλοδεχτούν το γαμπρό... Κι άρχισε η αναμονή. Ζεσταμένες οι καρδιές τους από αγωνία και ελπίδα, χτυπούσαν προσκλητήριο και συναγερμό όλων των αισθήσεων, πανέτοιμες να υποδεχτούν «εκείνον» που θα ερχόταν με μια αγκαλιά γεμάτη όνειρα κι ευτυχίες.

Κι ακούστηκαν χτύποι στην εξώπορτα, χτύποι και στα στήθια των κοριτσιών, η καρδιά πήγαινε να σπάσει. Σηκώθηκε η μάνα η Ρηνιώ, πήρε βαθιά ανάσα, ίσιαξε το ρούχο της, κινάει και πάει ν' ανοίξει την πόρτα.

Και ω το μέγα θάμα! Μέσα στο σπίτι της μπήκε ένας άντρας! Κολόνα του σπιτιού της, σκεπή και κορόνα της κεφαλής της.

- Καλώς τον! Πέρασε μέσα, Νικόλα. Επάνω, επάνω στην καλή την κάμαρη, στην καλή. Καθίσανε κι οι πέντε, η μάνα, οι θυγατέρες ο γαμπρός. Κουβεντιάσανε για το 'να και για τ' άλλο, για τα νέα του μικρού τους του τόπου και σώπασαν για λίγο. Κι οι καρδιές των κοριτσιών φτερουγούσαν σα σκλαβωμένα πουλιά κι η νύχτα προχωρούσε και καρτερούσαν να μιλήσει ο γαμπρός, να λευτερωθούν τα πουλιά τα σκλαβωμένα μέσα στις καρδιές των τριών κοριτσιών της χήρας της Ρηνιώς κι ήρθε μια ώρα των ωρών κι ο γαμπρός έκανε νόημα στη μάνα, κι η μάνα έκανε νόημα στις κόρες ν' αποτραβηχτούν. Και κείνες πήραν τα χτυποκάρδια τους κι αποσυρθήκανε όμορφα και σεμνά.

Κι απομείνανε οι δυο τους, η μάνα κι ο γαμπρός. Τη Ρηνιώ δεν τη χωρά η καρέκλα, δεν τη χωρά η κάμαρη, ο τόπος. Κάτι βουίζει μες το κεφάλι της, το βλέμμα της αρχίζει να θολώνει κι η κάμαρα να σκοτεινιάζει και μόνο τα μάτια του Νικόλα να λάμπουν καρφωμένα στα δικά της. Τα χέρια της παγώνουν, την καίει πυρετός χωρίς αρρώστια. Σκύβει κοντά στο πρόσωπό της ο Νικόλας...

Να, τώρα θα της πει ποια από τις τρεις θυγατέρες διάλεξε. Γέρνει κι η Ρηνιώ το πρόσωπό της κατά κείνον, ν' ακούσει την εκλογή του. Και ξαφνικά, ο Νικόλας, την αρπάζει στην αγκαλιά του, τη σφίγγει μ' ασυγκράτητο πάθος. Τη σφίγγει μέσα στα δυνατά του μπράτσα, τη φιλά, τη φιλά, κι η φωνή του τρέμει από πάθος ερωτικό. Την εκλογή μου, την έκανα. Εσένα διάλεξε η καρδιά μου, Ρηνιώ. Εσένα ποθώ, εσένα θέλω για γυναίκα μου. Θα σε παντρευτώ απόψε κιόλας. Ρηνιώ, Ρηνιώ...

Και η χήρα, η Ρηνιώ, λιγοθύμησε μέσα στην αγκαλιά του.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Νόμιμο δουλεμπόριο και Βίβα Λας Βέγκας... (2010-09-26 00:00:00.0)
Casa Paterna* (2009-10-11 00:00:00.0)
«Στον ιστό της αράχνης» (2008-07-20 00:00:00.0)
Βραβεία Χορν - Μερκούρη (2007-03-08 00:00:00.0)
Γέννηση (2004-11-05 00:00:00.0)
Στην «αγκαλιά» των τραγουδιών της Γης (2001-02-28 00:00:00.0)