Ο Φίγκο
Κυριακή 15 Αυγούστου 2004

Ηρθε ένα πρωί, χωρίς να τον προσκαλέσει κανείς. Στεκόταν δίπλα στην καγκελόπορτα και μας παρακολουθούσε με τα μαύρα υγρά του μάτια. Λες και μας μετρούσε, γιατί ήθελε να διαπιστώσει ότι όλοι βρισκόμασταν στη θέση μας, έτοιμοι για την καθημερινή μας δουλιά, για το καθημερινό μας όνειρο. Ενα από αυτά που βλέπουν οι αρχαιολόγοι μέσα στα ανασκαφικά τους σκάμματα, όπου, ταξιδεύοντας από χιλιετία σε χιλιετία, ανάμεσα σε συντρίμμια πολιτισμών, αποτυπωμένων ως αμυδρές εικόνες κάποιας ζωής που ύστερα από χιλιάδες χρόνια ξανάρχεται ως υποψία φωτός ανάμεσα σε σπασμένα κεραμικά, πέτρινα εργαλεία, πήλινα αγάλματα, κοσμήματα φτιαγμένα από θαλασσινά όστρεα, κόκαλα άγνωστων ζώων, ερείπια ταπεινών σπιτιών. Ονειρεύονται. Ναι ονειρεύονται αφηγήματα, φωνές που περιγράφουν σκηνές ερώτων, θανάτων και γεννήσεων. Ονειρεύονται γενικώς.

Και έτσι που στεκόταν δίπλα στη σιδερένια καγκελόπορτα, βαμμένη με πράσινη, κυπαρισί λαδομπογιά ήτανε σαν να έβλεπε το ίδιο όνειρο, γι' αυτό ούτε φοβόταν ούτε έδειχνε πως λογάριαζε να φύγει, όπως φεύγουν τα τρομαγμένα σκυλιά στους αδέσποτους δρόμους των πόλεων, ιδιαιτέρως των θερινών πόλεων, καλυμμένων με τα απορρίμματα νυχτερινών εδεσμάτων, μέσα σε αυλές, δίπλα σε μαρμάρινες σκάλες, κάτω από ιδρωμένες, ξανθές μασχάλες, λουομένων κορασίδων. Οπως παλιά, παιδιά εμείς και οι μανάδες μας χαμογελαστές, φρέσκες προσφυγοπούλες μας ξεναγούσαν σε ακρογιαλιές βοτσαλοφόρες, για να φυτέψουμε ευτυχισμένοι τα ατίθασα μέλη μας μέσα σε αμμόλοφους, δίπλα στις ιριδίζουσες οιμωγές ενός ορφανού αστερία, όμοιου με μήνυμα ναυαγού μέσα σε φιάλη χέινεκεν, να πούμε ή άμστελ, μύθος, κάιζερ και τα λοιπά.

Τον φώναξα και ήρθε κοντά μου. Στην αρχή με κοίταξε περίεργα. Μέσα στη σκυλίσια του συνείδηση θα ήμουνα ασφαλώς ο πρώτος άνθρωπος που φορούσε άσπρο τσαλακωμένο παντελόνι, 80% βαμβάκι και 20% πολυεστέρα, μπλε, κοντομάνικο πουκάμισο και στο μέρος της καρδιάς καρφωμένο ένα κλαδί φρέσκο δυόσμο. Τα μικρά σκυλιά, βλέπεις, δεν έχουν γεμάτη συνείδηση. Είναι κι αυτή αθώα, όπως αθώες και άδειες είναι οι συνειδήσεις των μικρών παιδιών, που δεν πρόλαβαν ακόμα να μετρήσουν τους νεκρούς των ολυμπιακών έργων, ούτε τα δευτερόλεπτα που χρειάζεται ο Γκριν για να τρέξει τα εκατό μέτρα, ο Κεντέρης τα διακόσια, ο Θορπ ή Θορν, δε θυμούμαι καλά, τα τετρακόσια πεταλούδας, τα άψυχα σώματα των μικρών Παλαιστίνιων που κυνηγώντας το πάνινο τόπι τους βρέθηκαν μπροστά στο μυδράλιο ενός Εβραίου του ευρωπαϊκού μπάσκετ και από τη στιγμή εκείνη έπαψαν πια να μιλούν, να παίζουν, να θυμούνται.

Ωστόσο, τον πήραμε μέσα τού γεμίσαμε ένα βαθύ πιάτο κρύο γάλα, τρίψαμε μέσα μια ολόκληρη φέτα μαύρο ψωμί και περιμέναμε από πάνω του. Εκείνος μας κοίταξε, με τα μόνιμα δακρυσμένα του μάτια. Εβγαλε την κόκκινη γλώσσα του και άρχισε, στην αρχή διστακτικά και σιγά σιγά όλο και πιο γρήγορα, να καταπίνει τη γαλατινή πανδαισία του. Η Χαρά τον κοίταζε κι αυτή συγκινημένη. Ητανε προφανώς το πρώτο του πλούσιο γεύμα, χωρίς έλεγχο, χωρίς αντιτρομοκρατική απειλή. Μακριά από τα καχύποπτα βλέμματα του ακριβοπληρωμένου Ζέπελιν. Ητανε η πρώτη του ευτυχισμένη μέρα, δίπλα σε ανθρώπους, που δεν τον υποπτεύονταν, δεν το φοβούνταν, ούτε που ήθελαν να του μετρήσουν την ταχύτητα των ποδιών του, τη δύναμη των χεριών του, την αθωότητα των ματιών του. Ητανε, με άλλα λόγια, ένα ευτυχισμένο σκυλί δίπλα στο πρωινό όνειρο ευτυχισμένων ανθρώπων. Κι όταν συνειδητοποιήσαμε πως η ομάδα μας είχε μεγαλώσει απροσδόκητα, με την προσθήκη ενός κατάξανθου αθώου σκύλου, με όρθια ουρά, μαύρα, υγρά μάτια και άδεια συνείδηση, μπήκαμε μέσα στο εργαστήριο γεμάτοι από μια περίεργη χαρά. Θα τολμούσα να πω ευτυχία. Καθίσαμε γύρω από το άσπρο, πλαστικό τραπέζι και αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε ιδέες για το όνομα που θα έπρεπε να δώσουμε στον καινούριο, ανώνυμο φίλο μας. Η Ασημίνα πρότεινε να τον ονομάσουμε Μπους. Είπαμε όμως πως ένα τέτοιο όνομα δεν ταίριαζε με την αθωότητα του καινούριου μας φίλου. Η Γρηγορία πρότεινε να τον ονομάσουμε Μάο. Είπαμε όμως πως θα αδικούσαμε τον μεγάλο νεκρό. Τρίτος πήρε το λόγο ο χοντρός Σωκράτης και πρότεινε: Φίγκο. Συμφωνήσαμε όλοι. Ετσι λοιπόν, αν σας φέρει ο δρόμος προς το Δισπηλιό της Καστοριάς και συναντήσετε έναν ξανθό σκύλο να σας κοιτάει περίεργα με τα υγρά του μάτια, μην τον φοβάστε, το λένε Φίγκο είναι εντελώς αθώος, και ούτε που έχει κάποια σχέση με τα εκπαιδευμένα σκυλιά των Olympic Games!


Του
Γ.Χ.ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Εξεγερμένος, ενάντια στους μέσους όρους, τον καθωσπρεπισμό, την αλλοτρίωση της ζωής (2021-10-21 00:00:00.0)
«Κράτησέ μου ζεστό το πιάνο σου..» (2019-12-31 00:00:00.0)
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ (2010-08-28 00:00:00.0)
Ατιμώρητο άλλο ένα μαζικό έγκλημα σε βάρος της εργατικής τάξης (2007-07-06 00:00:00.0)
Διαδοχή ομοίων και ο λαός στο μείον (2005-01-01 00:00:00.0)
ΤΗΛΕ-ΠΑΘΗ (2001-02-20 00:00:00.0)