Η εμβληματική φωνή της Αργεντινής και όλης της Λατινικής Αμερικής, που με τη μουσική και τα τραγούδια της ενσάρκωσε τους αγώνες των λατινοαμερικάνικων λαών ενάντια στις στυγνές δικτατορίες και το διεθνή ιμπεριαλισμό που τις στήριξε, δεν υπάρχει πια. Η Μερσέντες Σόσα άφησε την τελευταία της πνοή την περασμένη Κυριακή το πρωί, σε ηλικία 74 χρόνων, σε κλινική του Μπουένος Αϊρες, όπου νοσηλευόταν. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί πολύ τις τελευταίες μέρες εξαιτίας επιπλοκών στα νεφρά.
Συγκλονισμένοι από το θάνατό της, χιλιάδες άνθρωποι απέτισαν φόρο τιμής στην κορυφαία καλλιτέχνιδα και αγωνίστρια. Η σορός της θρυλικής «Νέγρας» , όπως την αποκαλούσαν οι συμπατριώτες της (για τα χαρακτηριστικά μαύρα μαλλιά της), εκτέθηκε σε αίθουσα του Κοινοβουλίου της χώρας, προκειμένου ο λαός να της πει το ύστατο «χαίρε». Το φέρετρό της ήταν σκεπασμένο με τη σημαία της Αργεντινής, ενώ οι άνθρωποι την αποχαιρετούσαν με ένα λουλούδι και τραγουδώντας τα τραγούδια της. Στη συνέχεια, η τέφρα της θα φυλαχθεί στο νεκροταφείο της γενέτειρας πόλης της, το Σαν Μιγκέλ ντε Τουκουμάν.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και την ατμόσφαιρα, που επικρατούσαν σε εκείνο το βορειοδυτικό μέρος της Αργεντινής, η Μερσέντες «τράφηκε» με το φολκλόρ, το μουσικό είδος που συντρόφευε όλες τις εκδηλώσεις των ανθρώπων της περιοχής. Οπως ήταν λοιπόν επόμενο, στο φολκλόρ έκλεισε αρχικά τις μουσικές ευαισθησίες της και την ανάγκη της για έκφραση. Στη συνέχεια όμως, η «Νέγρα» αποφάσισε να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο και πρωτοστάτησε μαζί με άλλους καλλιτέχνες το '60 και '70 για τη δημιουργία του Κινήματος «Νουέβο Κανσιονέρο» (Νέο τραγούδι), του μουσικο-λογοτεχνικού πολιτικού κινήματος ζωγράφων, ποιητών, λογοτεχνών, μουσικών, που βασιζόταν στη λαϊκή αργεντίνικη παράδοση, τη συνέδεε με τον αντιδικτατορικό αγώνα και ασκούσε σκληρή κριτική στις χούντες. Η ίδια η Σόσα θεωρούσε σημαντικότατη τη συνεισφορά του κινήματος στο στίχο. Οπως επεσήμαινε στη συνέντευξή της στον «Ρ»: «Μέχρι τότε οι στίχοι των τραγουδιών, εκτός από τα τραγούδια του Αταουάλπα Γιουπάνκι, αρνιόντουσαν να δουν τον άνθρωπο. Ηταν στίχοι ποιμενικοί, παγανιστικοί. Μίλαγαν για τα τοπία, τα άλογα, τον κάμπο. Αλλά ο άνθρωπος δεν ήταν ποτέ σε πρώτο πλάνο μέσα σ' αυτό το τοπίο. Με το "Νουέβο Καντσιονέρο" ο άνθρωπος έρχεται επιτέλους να καταλάβει την πρώτη θέση στο στίχο. Είναι αυτός το σημαντικό πρόσωπο».
Το 1972 κυκλοφόρησε το «Ηasta la Victoria», το πιο πολιτικοποιημένο ίσως άλμπουμ της. Το πολιτικό τραγούδι, εξάλλου, το υπηρέτησε με σθένος και συνέπεια σε όλη τη ζωή της, ακόμα και στα πιο μαύρα χρόνια της στρατιωτικής χούντας του Χόρχε Βιντέλα. Για την ανυπότακτη δράση της κυνηγήθηκε από τη χούντα και το 1979 κατά τη διάρκεια συναυλίας της στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λα Πλάτα συλλαμβάνεται μαζί με φοιτητές και σύρεται στα κρατητήρια. Αναγκάζεται να καταφύγει αυτοεξόριστη στο Παρίσι και τη Μαδρίτη, όπου μένει μέχρι το 1982, οπότε επιστρέφει στην πατρίδα της. Εκτοτε ηχογράφησε πολλούς δίσκους, διευρύνοντας το ρεπερτόριό της. Ενωσε το φολκλόρ με τις μπαλάντες, το ροκ, τη μουσική της πόλης, ενώ έσπασε τα «σύνορα» που χωρίζουν είδη και γενιές.
Στη διάρκεια της γεμάτης δημιουργία, συγκινήσεις και αγώνες ζωής της, η κορυφαία ερμηνεύτρια «όργωσε» τον κόσμο, μεταφέροντας το μήνυμα της ελευθερίας, της μουσικής, της αξιοπρέπειας να ζουν οι λαοί χωρίς δυνάστες. «Γυρνώ όλο τον κόσμο και τραγουδώ γιατί μ' αρέσει να τραγουδώ, γιατί αυτός είναι ο δρόμος μου, γιατί αυτό ξέρω να κάνω καλά», έλεγε. Εξάλλου, για την ίδια «ένας ερμηνευτής δεν είναι μόνο η φωνή. Ενας καλλιτέχνης είναι κάτι παραπάνω από φωνή. Είναι τα όνειρα, είναι η κουλτούρα που έχει. Είναι τα όνειρα της κουλτούρας που έχει».
Με τη μεγάλη κουλτούρα που διέθετε, η Μερσέντες Σόσα κατάφερε να κάνει γνωστούς σε όλη τη Γη τους μοναδικούς ήχους της παραδοσιακής μουσικής της Αργεντινής, αλλά και όλης της Νοτίου Αμερικής: τσακαρέρας και σάμπας, όπως και οι ήχοι του tango και της milonga. H ίδια στήριζε με θέρμη τους νεότερους καλλιτέχνες της πατρίδας της, ενώ ήταν πάντα πρόθυμη να τους «δανείζει» τα δικά της τραγούδια (ηχογράφησε συνολικά 40 άλμπουμ), ώστε το αργεντίνικο φολκόρ να φτάσει και στις νεότερες γενιές μέσα από πιο σύγχρονα ακούσματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τελευταίο της διπλό άλμπουμ με τίτλο «Cantora», συνεργάστηκε με ονόματα, όπως η Σακίρα, ο Φίτο Πάες, ο διάσημος στην Αργεντινή Τσάρλι Γκαρσία, ο Χόρχε Ντρέξλερ, ο Ισπανός Χοακίν Σαβίνα και πολλοί ακόμα. Πολύ γνωστά ανεπανάληπτα τραγούδια που έχει ερμηνεύσει είναι «Cancion con todos», «Alfonsina y el mar», «Gracias a la vida», «Solo le pido a Dios», «Al jardin de la republica», «Duerme negrito» κ.ά. Συνεργάστηκε με μεγάλους καλλιτέχνες, όπως οι Κουβανοί Σίλβιο Ροντρίγκες και Πάμπλο Μιλανές και πολλούς άλλους.
Εκτός από τις δύο πρώτες συναυλίες της, στο 12ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του «Οδηγητή» (1986), η Μερσέντες Σόσα είχε πραγματοποιήσει στη συνέχεια και άλλες συναυλίες (Λυκαβηττός, Κατράκειο, Θεσσαλονίκη, Ηρώδειο) ενώ συνεργάστηκε και με Ελληνες καλλιτέχνες (Μαρία Φαραντούρη, Χάρις Αλεξίου κ.ά.). Τελευταία ήταν η συνεργασία της με το συγκρότημα «Απουριμάκ», που αποτελείται από Λατινοαμερικάνους και Ελληνες μουσικούς. Η Μερσέντες Σόσα ερμήνευσε ένα τραγούδι του συγκροτήματος - και μάλιστα στα ελληνικά - το οποίο κυκλοφόρησε στο δίσκο τους «Στις γειτονιές του νότου» (2001).
Η ανθρώπινη περιπέτεια της Μερσέντες Σόσα, αυτής της συγκλονιστικής φωνής, που συνέδεσε τη ζωή της και το έργο της με τον αγώνα του λαού της Αργεντινής και των άλλων λαών της περιοχής ενάντια σε δικτατορικά καθεστώτα και την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ολοκληρώθηκε. Παρακαταθήκη - το σπουδαίο έργο της, που έγινε βάλσαμο και γροθιά για τους αδικημένους, που υψώθηκε κόντρα στην αδικία, που διεκδίκησε αξιοπρέπεια, κοινωνική και πολιτική ελευθερία.