Στο πρώτο μισό της ταινίας αναρωτιέται κανείς γιατί γίνεται κατάχρηση μιας γλώσσας που άπτεται συμβάσεων άλλων τεχνών, του θεάτρου π.χ. και του χορού, αλλά όχι του κινηματογράφου. Γιατί κάποια που υποδύεται την Ελληνογαλλίδα, σε μια στιλιζαρισμένη, μη ρεαλιστική κατασκευή, να είναι όντως Ελληνογαλλίδα, με λόγο μη στρογγυλό, πολλές φορές ακατάληπτο. Για να περάσει ο δημιουργός τα φραστικά μηνύματα που ο ίδιος έχει επιλέξει να προβάλει, πρέπει πρώτ' απ' όλα να φροντίζει, ώστε ο λόγος να γίνεται κατανοητός. Η Μαρίνα ζει με τον αρχιτέκτονα πατέρα της - που μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο, άρρωστος στο τελευταίο στάδιο καρκίνου. Εκείνη δουλεύει ως οδηγός στα Ασπρα Σπίτια, τον οικισμό που έχτισε η γαλλική «Πεσινέ» στη Βοιωτία τη δεκαετία του '60 που περιγράφεται με σκοτεινά χρώματα παρά τα πολύχρωμα λαμπιόνια το σούρουπο. Η Γαλλίδα μητέρα της έχει πεθάνει - πιθανότατα υπήρξε εργαζόμενη στην εταιρεία. Μοναδική της φίλη η συνομήλικη Μπέλλα που δουλεύει στο κυλικείο του οικισμού. Ενας καινούργιος μηχανικός της εταιρείας κεντρίζει το ερωτικό ενδιαφέρον της Μαρίνας που απελευθερωμένη, μετά τον θάνατο του πατέρα της, θα φροντίσει να αναπτύξει. Ετσι μας λέει διά στόματος Φρανσουάζ Αρντί που τραγουδά «C' est le temps de l' amour...» και κλείνει η ταινία. Επίπλαστες επινοήσεις, πεπερασμένη αναλυτική σκέψη, ακριβώς την εποχή που επιβάλλεται συνθετικός τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων.
Παίζουν: Αριάν Λαμπέντ, Βαγγέλης Μουρίκης, Ευαγγελία Ράντου, Γιώργος Λάνθιμος.
Παραγωγή: Ελλάδα (2010).