«Οι Γερμανοί καταχτητές μόλις μπήκαν στην Αθήνα έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τη Ραδιοφωνία και τις αστικές εφημερίδες. Και οι ιδιοκτήτες των τελευταίων προθυμοποιήθηκαν να συνεχίσουν την έκδοση των εφημερίδων τους και να αλλάξουν χαβά. «Καθημερινή», «Εστία», «Ακρόπολις», «Βραδυνή», «Ελεύθερον Βήμα», «Αθηναϊκά Νέα» και άλλες βάλθηκαν να υμνούν το φασιστικό Αξονα και κυρίως να πολεμάνε κάθε ιδέα εθνικής αντίστασης στους καταχτητές. Οι αρχές κατοχής και οι υπηρέτες τους πάσκιζαν με κάθε τρόπο να σπείρουν την ηττοπάθεια και να εξουθενώσουν ψυχικά το λαό. Μεγάλος ήταν ο κίνδυνος και μεγάλη η αηδία από τα γραφτά του δουλωμένου τύπου και της επίσημης προπαγάνδας. Πρώτη η «Εστία» (29/4/1941) έγραψε μόλις μπήκαν οι χιτλερικοί στην Αθήνα: «Ο πόλεμος ετελείωσε διά την Ελλάδα. Θα νικήσει ο Αξων». Το «Ελεύθερον Βήμα» (2/5/1941) έκανε λόγο για κοινότητα συμφερόντων Ελλάδας και δυνάμεων του Αξονα. Η «Ακρόπολις» (15/5/1941) ονόμαζε «το δεύτερον όχι», δηλαδή την αντίσταση στους Γερμανούς, εγκληματικότερον του πρώτου (της αντίστασης στους Ιταλούς). «Καλώς συνετάγη» ο νόμος που τιμωρεί με θάνατο τους Ελληνες υπηκόους όσοι μετέχουν σε πολεμικές εχθροπραξίες κατά των Γερμανών - αυτά κήρυττε η «Καθημερινή» της 1/6/1941. Και τα «Καθημερινά Νέα» στον τίτλο τους ονόμαζαν «Αίσχος» την αντίσταση των πατριωτών της Κρήτης στις ορδές του Χίτλερ» (Π.Ρούσου: «Η μεγάλη πενταετία », τ.Α, σελ. 57).
Να κι ένα άλλο σχόλιο της ίδιας εφημερίδας: «Αυταί οι εκδηλώσεις των ευάριθμων - ευτυχώς ευάριθμων - μωρών ανθρώπων, πρέπει να τελειώνουν. Δεν τους οφείλομεν τίποτε να προδίδουν και να δηλητηριάζουν μίαν απολύτως φιλικήν ατμόσφαιρα, η οποία οσημέραι δημιουργείται και τονούται μεταξύ του Λαού και των στρατευμάτων κατοχής. Εις το κάτω - κάτω είναι και έλλειψις στοιχειώδους αγωγής αι τοιούται εκδηλώσεις (σ.σ. προς τους αιχμαλώτους Αγγλους εκ μέρους του Λαού)» (ό.π., σελ. 129).
Συνεχίζουμε με την εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», της 2ας Μάη 1941: «Με τον τερματισμόν του πολέμου ήρθησαν πλέον οι φραγμοί, οι οποίοι εχώριζον τον Ελληνικόν Λαόν με τους τέως αντιπάλους του. Και εις αποκατάστασιν των παλαιών φιλικών δεσμών μεταξύ αυτού και των Γερμανών, έδωσαν την πρώτην ώθησιν αι Ανώταται Στρατιωτικαί Αρχαί Κατοχής, αι οποίαι διά των μάλλον υπευθύνων εκπροσώπων των έσπευσαν από της πρώτης στιγμής να διακηρύξουν, ότι έρχονται εις τον τόπον μας ως φίλοι». (ό.π., σελ. 132).
Και στο κύριο άρθρο του «Ελεύθερου Βήματος» της 26 Ιούνη 1941: «Από της πρωίας χθες αι Ιταλικαί Στρατιωτικαί Αρχαί εγκατεστάθησαν επισήμως και εις την Πρωτεύουσαν της Ελλάδος. Λαμπραί τελεταί εσημείωσαν το ιστορικόν γεγονός τούτο, το οποίον ο Αθηναϊκός Λαός παρηκολούθησε με ηρεμίαν και ευπρέπειαν εν μέσω ατμοσφαίρας βαθύτατης κατανοήσεως της πραγματικότητος. Αι Ιταλικαί Αρχαί Κατοχής είχον την ευτυχή και ιπποτικήν έμπνευσιν να περιλάβουν εις τον κύκλον της τελετής της εγκαταστάσεώς των εις Αθήνας την κατάθεσιν στεφάνου εις Τάφον του Αγνώστου Ελληνος Στρατιώτου. Οι Ελληνες, εκτιμώντες τη συμβολικήν αυτήν εκδήλωσιν, είναι ομόθυμοι εις το να εκφράσουν την ευγνωμοσύνην των προς την Ιταλικήν Διοίκησιν, διότι ετίμησε με τα χρώματα της Μεγάλης Ιταλίας τον Τάφον του Αγνώστου Ελληνος Μαχητού...» (ο.π. σελ. 134). Και τα «Αθηναϊκά Νέα» την 2 Ιούνη 1941: «... Λησμονούντες ότι από της πρώτης στιγμής οι Γερμανοί μας εφέρθησαν ως φίλοι, ότι δε μας προσέβαλαν εις τίποτε. Οτι αντιθέτως, μας εβοήθησαν εις όλα, ότι μας συνέδραμαν εις όλα, ότι απεδέσμευσαν τρόφιμα που ήσαν λεία πολέμου, ότι εργάζονται διά να αποκαταστήσουν τας συγκοινωνίας μας, ότι μας έδωσαν τας ύλας που χρειαζόμεθα, διά να επικοινωνήσωμεν μετά των επαρχιών. Οι άνθρωποι, που ελησμόνησαν τας υπηρεσίας αυτάς, δεν είναι Ελληνες. Είναι ή πεπωρωμένοι άνθρωποι ή όργανα των ξένων» (ο.π., σελ. 135-136).
Ο ίδιος, σε επιστολή του προς τον πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα Γκ. Αλτενμπουργκ, έλεγε: «Είναι περιττόν και να λεχθεί ότι εκ της τοιαύτης περιπλοκής μόνον ζημίαι, υλικαί και ηθικαί, δύνανται να προκύψουν δι' αμφότερα τα μέρη, ωφελήματα δε μόνον διά τους έχοντας συμφέρον να οξύνουν και να διαιωνίζουν την αντίθεσιν μεταξύ Δυνάμεων Κατοχής και Ελληνικού Λαού»! (ο.π., σελ.215).