Πίσω από το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της κυβέρνησης για τη γυναικεία φτώχεια, κρύβεται η προσπάθεια να επιταχύνουν την αντιλαϊκή επίθεση
Οι χαμηλότερες αμοιβές και συντάξεις που λαμβάνουν οι γυναίκες, οι επισφαλείς θέσεις στις οποίες εργάζονται, τα υψηλά ποσοστά της ανεργίας που καταγράφουν, όλα, δηλαδή, όσα τις φέρνουν πιο συχνά αντιμέτωπες με το φάσμα της φτώχειας, είναι πλευρές που συνθέτουν την ανισοτιμία των εργαζόμενων γυναικών. Τα μέτρα που παίρνουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σήμερα, επικαλούμενες ως πρόσχημα την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, κάνουν την εργατική δύναμη ακόμα πιο φθηνή, πιο ευέλικτη, την προσαρμόζουν περισσότερο στην ανάγκη του κεφαλαίου για μεγαλύτερα κέρδη. Η ένταση του βαθμού της εκμετάλλευσης οξύνει όλες τις κοινωνικές ανισότητες, εντείνει συνεπώς και την ανισοτιμία των δύο φύλων. Οι γυναίκες που ανήκουν στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα πληρώνουν πολύ ακριβά το τίμημα που συνεπάγεται η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.
Με βάση την έκθεση που ενέκρινε η Επιτροπή, υπολογίζεται ότι το 17% των γυναικών στις 27 χώρες της ΕΕ ζει σήμερα κάτω από τα όρια της φτώχειας. Το ποσοστό αυτό δεν αντανακλά την πραγματικότητα, γιατί ένα μέρος της γυναικείας φτώχειας «κρύβεται» πίσω από το συνολικό οικογενειακό εισόδημα. Αν οι υπολογισμοί γίνουν με βάση μόνο το ατομικό εισόδημα χωρίς να ληφθεί υπόψη το οικογενειακό, το ποσοστό, σύμφωνα με την έκθεση, εκτοξεύεται στο 36%. Οι ηλικιωμένες, οι γυναίκες - αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, όσες ανήκουν σε μειονότητες ή έχουν κάποια αναπηρία εντοπίζονται ως οι ομάδες που διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο. Παρόμοια είναι η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα: Κάτω από το όριο της φτώχειας κινδυνεύουν να βρεθούν οι εργαζόμενες σε ποσοστό 12% και οι ηλικιωμένες άνω των 65 ετών σε ποσοστό 25%.
Η ΕΕ ασχολείται με το πρόβλημα της φτώχειας, γιατί επιδιώκει η κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, που είναι μονόδρομος για την πλουτοκρατία, να συντελείται με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου, να προχωρά με τις ελάχιστες δυνατές αντιστάσεις από τα θύματά της. Δεν μπορεί, λοιπόν, να μη στρέψει το βλέμμα της στη διόγκωση της φτώχειας, ειδικά στις γυναίκες, στη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση που αυξάνονται παράλληλα με την ανέχεια και να μη φροντίσει να τις εκτονώσει ώστε να μην αποτελέσουν απειλή για το σύστημα.
Με το στόχο αυτό, η ΕΕ καλεί τα κράτη - μέλη της να εκπονήσουν «συγκεκριμένα προγράμματα για την καταπολέμηση της φτώχειας» και να αναζητήσουν «τρόπους εξασφάλισης ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης» για όσους βρίσκονται στο όριο της φτώχειας. Σε αυτό το πλαίσιο εξετάζεται και η πρόταση για ψήφιση μιας οδηγίας για τη «θέσπιση της αρχής του επαρκούς ελάχιστου εισοδήματος στην ΕΕ». Σε μια προσπάθεια διαχείρισης του προβλήματος, προβάλλουν ως λύση «ένα ελάχιστο εισόδημα», ένα βοήθημα επιβίωσης προς τους πιο εξαθλιωμένους, το ύψος του οποίου θα εξαρτάται από το βιοτικό επίπεδο του κάθε κράτους - μέλους. Πρόκειται για σκέψη που ακόμα και αν υλοποιηθεί όχι μόνο δε θα προσφέρει λύση στο πρόβλημα, αλλά θα θέσει σε κατάσταση μόνιμης φτώχειας και εξαθλίωσης όλο και μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών στρωμάτων. Στις αυταπάτες ότι δήθεν αυτό το μέτρο θα λειτουργήσει υπέρ της κοινωνικής προστασίας συμβάλλει εκτός από τα κόμματα του κεφαλαίου και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που στηρίζει την ιδέα του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος».
Ρίχνοντας στάχτη στα μάτια των γυναικών, φιλοδοξούν να μετατρέψουν το πρόβλημα της φτώχειας σε μοχλό προώθησης των στόχων του κεφαλαίου. Γι' αυτό συνδέουν την καταπολέμηση της φτώχειας με την υλοποίηση της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», αντιστρέφουν την πραγματικότητα και παρουσιάζουν ως λύση την ίδια την αιτία του προβλήματος. Αποκρύπτουν το γεγονός ότι στον καπιταλισμό τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι τον καρπώνεται το κεφάλαιο, έτσι όσο περισσότερα κέρδη συσσωρεύει, από τη μια μεριά, η πλουτοκρατία τόσο αυξάνεται, από την άλλη, η φτώχεια ανάμεσα στις γυναίκες και συνολικά τους εργαζόμενους.
Αυτό που ενδιαφέρει την ΕΕ είναι η ένταξη στην αγορά εργασίας ομάδων του πληθυσμού που επί του παρόντος δε συμμετέχουν ενεργά σε αυτή, η διοχέτευσή τους στους τομείς που υπόσχονται τα μεγαλύτερα κέρδη και με τις μορφές απασχόλησης που εντείνουν την εκμετάλλευση. Με δεδομένο ότι από τα 63 εκατομμύρια των οικονομικά μη ενεργών Ευρωπαίων μεταξύ 25 και 64 ετών τα 2/3 είναι γυναίκες, η ΕΕ καλεί τα κράτη - μέλη «να εκπονήσουν εξειδικευμένα προγράμματα για την ενεργό ένταξη ή επανένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας». Υπάρχει σχετική πείρα και στην Ελλάδα από τα προγράμματα που υλοποιούνται από τον ΟΑΕΔ, με σκοπό, υποτίθεται, την καταπολέμηση της ανεργίας και την ενίσχυση της απασχόλησης και στην πράξη οδηγούν στο χτύπημα των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, συμβάλλουν στην εμπορευματοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών, στην παράδοσή τους στους ιδιώτες μέσα και από τις λεγόμενες «κοινωνικές επιχειρήσεις». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα προγράμματα stage, προγράμματα «απόκτησης εργασιακής εμπειρίας», με τα οποία χιλιάδες γυναίκες αναγκάστηκαν να δουλέψουν χωρίς ασφάλιση, με ένα μισθό της τάξης των 400 ευρώ και σήμερα βρίσκονται πάλι στην ανεργία. Προγράμματα που μπορεί να καταργήθηκαν όσον αφορά το Δημόσιο, εξακολουθούν, όμως, να λειτουργούν στον ιδιωτικό τομέα και να προσφέρουν πάμφθηνη εργατική δύναμη στους εργοδότες.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην υλοποίηση της λεγόμενης «ευελιξίας με ασφάλεια». Στο όνομα της αποφυγής του κινδύνου της φτώχειας, προτείνουν στις εργαζόμενες μητέρες, και ειδικά στις μητέρες μονογονεϊκών οικογενειών, την εξεύρεση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, ώστε να μπορούν να εργάζονται και, παράλληλα, να ανταποκρίνονται στις διευρυμένες οικογενειακές τους υποχρεώσεις. Παρουσιάζουν τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις ως λύση που διευκολύνει τις γυναίκες στο συνδυασμό της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, τη στιγμή που οι εργαζόμενες επιβιώνουν με μισθούς πείνας, αδυνατούν να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ένσημα για να συνταξιοδοτηθούν και είναι έκθετες στη φτώχεια, εξαιτίας ακριβώς αυτών των μορφών απασχόλησης. Μετατρέπουν, παράλληλα, το συνδυασμό της μητρότητας και της εργασίας σε ατομική ευθύνη των γυναικών, με στόχο να καταργήσουν και τα τελευταία υπολείμματα των υπηρεσιών Κοινωνικής Πρόνοιας που παρείχε μέχρι σήμερα το κράτος. Αλλά και στις ηλικιωμένες άνω των 65 ετών, που κινδυνεύουν από τη φτώχεια σε ποσοστό 22%, ως λύση που μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του εισοδήματός τους, υποδεικνύεται η αύξηση των δυνατοτήτων μερικής απασχόλησης, προκειμένου να συνεχίσουν να εργάζονται μετά τη συνταξιοδότησή τους! Ο στόχος για άνοδο του ποσοστού της γυναικείας απασχόλησης στο 70% έως το 2020, θα επιτευχθεί, λοιπόν, μέσα από τη μερική απασχόληση με εργασιακές σχέσεις - λάστιχο, την παράταση του εργάσιμου βίου, την «ενεργό γήρανση» και την έμμεση αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης των γυναικών.
Με κριτήριο την πραγματικότητα που βιώνουν και την πείρα που διαθέτουν, οι εργαζόμενες, οι άνεργες, οι συνταξιούχοι, οι νέες γυναίκες πρέπει να απορρίψουν την πολιτική της ΕΕ και της κυβέρνησης, να μην ξεγελαστούν από τις διακηρύξεις ενάντια στη φτώχεια, αλλά να δουν πίσω από αυτές τους υπεύθυνους για τα σημερινά αδιέξοδα. Μπροστά στις δυσκολίες και τα προβλήματα που διογκώνονται, πρέπει να αντιτάξουν τις σύγχρονες ανάγκες τους, όπως αποτυπώνονται στο πλαίσιο πάλης της κοινωνικής συμμαχίας του ΠΑΜΕ, της ΠΑΣΥ, της ΠΑΣΕΒΕ, της ΟΓΕ και του ΜΑΣ: Πλήρης και σταθερή δουλειά για όλους και απαγόρευση των ελαστικών μορφών εργασίας, κατώτερος μισθός 1.400 ευρώ και κατώτερη σύνταξη 1.120 ευρώ. Ουσιαστική προστασία των ανέργων με επίδομα 1.120 ευρώ και υπολογισμό του χρόνου της ανεργίας ως συντάξιμου. Αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Παιδεία, Υγεία και Πρόνοια, ιατροφαρμακευτική φροντίδα και περίθαλψη για όλους τους εργαζόμενους και τους ανέργους. Κατάργηση των τροφείων στους παιδικούς σταθμούς, επίδομα θέρμανσης σε συνταξιούχους, ανέργους, πολύτεκνους και εργαζόμενους με χαμηλό εισόδημα, δωρεάν μετακίνηση με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς για όλους τις πρωινές ώρες. Απαγόρευση των πλειστηριασμών κύριας και δευτερεύουσας κατοικίας και αγροτικής εκμετάλλευσης.
Με αυτό το πλαίσιο πάλης, οι γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων πρέπει να δώσουν σήμερα σκληρή μάχη για την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου της λαϊκής οικογένειας και, ταυτόχρονα, να παλέψουν με στόχο τη λαϊκή εξουσία. Για να γίνουν τα μέσα παραγωγής και ο πλούτος που παράγεται κοινωνική ιδιοκτησία και να πραγματοποιηθεί η δυνατότητα που υπάρχει να ζήσουν καλύτερα.