Ο κινηματογράφος στην Ουγγαρία της μακράς και διακεκριμένης κινηματογραφικής παράδοσης ταυτίστηκε, πολύ νωρίτερα από οπουδήποτε αλλού, με μορφή τέχνης, γεγονός που επέβαλε εξαρχής την έμφαση στις λογοτεχνικές και διανοητικές πλευρές του μέσου. Ο Μπέλα Ταρ - ολοκληρωμένος κινηματογραφιστής - και όχι σκηνοθέτης/διεκπεραιωτής - με αναγνωρίσιμη προσωπική γραφή και στιλ - ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του '70 με μια σειρά έργων κοινωνικού ρεαλισμού - τύπου Κεν Λόουτς - και στιλιστικού ανθρωποκεντρισμού - τύπου Κασσαβέτη. Στα μέσα του 1990 είχε ήδη αναπτύξει μια μοναδικά εκφραστική κινηματογραφική φωνή με ένα τρόπο που μόνο η πλούσια καλλιτεχνική παράδοση του ουγγρικού σινεμά θα μπορούσε να καταστήσει δυνατό.
Το σινεμά του Ταρ αξιώνει έναν θεατή διαθέσιμο και «ανοιχτό» να αφεθεί στο βλέμμα του, να συντονιστεί με κείνο του δημιουργού της ταινίας, που θα μπορέσει να ξαναβρεί το δικό του, απαλλαγμένο όμως από οτιδήποτε τον εμπόδιζε να δει. Το σενάριο στο «ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ» είναι απλό και συνάμα πολυεπίπεδο. Η αφήγηση είναι δευτερεύουσα, το ίδιο και οι διάλογοι, χωρίς ωστόσο να είναι ασήμαντοι. Η ιστορία εντελώς βοηθητική ξετυλίγεται υπό το πρίσμα του ανεξίτηλου ασπρόμαυρου βλέμματος του Κάρερ μέσα σε μια υγρή και μόνιμα καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Η σκηνοθεσία προτρέπει σε γλυκιά εγκατάλειψη, σε δίωρο ρεμβασμό, των στιλιζαρισμένων πλάνων - σεκάνς, που η διάρκειά τους αντί να προκαλεί, ίσως, δυσφορία, γοητεύει, λόγω των ανεπαίσθητων κινήσεων της κάμερας που μοιάζει να χαϊδεύουν το χώρο για να ξεσκεπάσουν στο μισοσκόταδο το μυστήριο. Οι μελωδικές κινήσεις της μηχανής παίζουν με τα εξωτερικά, αλλά και τα εσωτερικά, όπως σπανίως τα βλέπουμε στο σινεμά. Ο σκηνοθέτης περιορίζεται σε εναλλαγή συγκεκριμένων τύπων πλάνου, σε αργά πανοραμίκ με γερανό, σε αργά λατεράλ σε ράγες και σε στατικά, μεσαία πλάνα των πρωταγωνιστών. Είναι πανεύκολο να αφεθεί κανείς στην απόλαυση των εννοιών και των αισθήσεων, στο λίκνισμα των εικόνων υπό τους ήχους μουσικής που χρησιμοποιείται με πνεύμα οικονομίας. Μέσα σε ένα ασπρόμαυρο σύμπαν που καλύπτεται από το βέλο της μελαγχολίας, μέσα στην νύχτα, με τον χρόνο μόνιμο θαμώνα στα τραπέζια του μπαρ, ανάμεσα στο κλάμα του ακορντεόν και τα βρώμικα κόλπα, ο Ταρ μιλά για ανεκπλήρωτους πόθους και μοναξιά σε μια ταινία πιο κοντά σε απόδοση ψυχικών καταστάσεων παρά μιας ιστορίας που να δονείται από την ίντριγκα. Είναι ένα αργό, υπαρξιακό ποίημα μέσα σε ατμόσφαιρα φιλμ νουάρ, με την παντρεμένη τραγουδίστρια, την «μάγισσα», στον δομικό ρόλο της μοιραίας γυναίκας στις ταινίες του είδους. Η ταινία, με ροή απόλυτα μουσική, μιλά για τα υπαρκτά εγκαταλειμμένα τοπία - που παραπέμπουν σε φιλμ επιστημονικής φαντασίας - για τα απομεινάρια ολόκληρων βιομηχανικών εγκαταστάσεων σα στοιχειωμένα χαλάσματα που αντικατοπτρίζονται στην εσωτερική ερήμωση των ανθρώπων και για τη φύση ενός κόσμου αποξενωμένου, όπου επανέρχεται ο νόμος της ζούγκλας απομένει τίποτα.
Το «ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ» με την παράξενα υπνωτιστική του ποιότητα, όπως και κάθε άλλο σπουδαίο έργο τέχνης, είναι κάτι απείρως περισσότερο από το άθροισμα των μερών που το συνθέτουν...
Παίζουν: Μικλός Ζέκελι, Βάλι Κέρεκες, Γκιόργκι Τσέρχαλμι κ.ά.
Παραγωγή: Ουγγαρία (1988).