Ο Ιστγουντ, ωστόσο, επιλέγει να αναφερθεί επιγραμματικά και χωρίς σχόλια στο ρόλο του συστήματος κύρια που στήριξε και ανέδειξε τον Χούβερ σε δημόσιο πρόσωπο με υπέρμετρη εξουσία. Ψάχνει, αντίθετα, για τις ρίζες της πολιτικής του συμπεριφοράς στην προσωπική /ιδιωτική του ζωή και τα ψυχολογικά του τραύματα. Από τα μισά σχεδόν της ταινίας επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στις σκοτεινές πλευρές του ήρωά του. Και μολονότι οι ειδωλολατρικές σχέσεις με τη μητέρα που τον ευνουχίζει οδήγησαν - κατά την ταινία - στη μοναξιά, στον τραυλισμό, στην ομοφυλοφιλία, στο φόβο του για τον έρωτα, στην πιθανή του σχέση με τον κατά πέντε χρόνια νεότερο συνάδελφό του Κλάιντ Τόλσον παραμένουν εν ισχύι σαν φήμες, ο σκηνοθέτης επιλέγει να σταθεί σε αυτά ως να υπήρχε εκεί όλη η αλήθεια! Μα ο ίδιος ο Χούβερ ομολογεί στη μητέρα του ότι αυτά τα κάνει και για τα λεφτά: «Ολόκληρα 3.000 δολάρια το χρόνο». Είναι ένας καριερίστας βουτηγμένος στο φόβο, τον οποίο πρέπει να μεταγγίσει και στους συμπολίτες του για να δικαιολογήσει και να διασφαλίσει και τη θέση και την ύπαρξή του...
Η ταινία, με αφήγηση μακριά από κάθε ακαδημαϊσμό, παίζει με τα γεγονότα, χαρτογραφώντας τη μνήμη του 70χρονου πια Χούβερ που στο λυκόφως της ζωής του αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, υπαγορεύοντας τις αναμνήσεις του, όπου διασταυρώνονται αλήθειες και ψέματα. Ετσι ξεκινά η πρώτη αφηγηματική στρατηγική που συνίσταται σε επαναληπτικά φλας μπακ - όχι πάντα με χρονολογική σειρά - στη βάση του υπαγορευόμενου κειμένου. Αργότερα η πρώτη αυτή γραμμή θα διασταυρωθεί με μια άλλη που ξεκινά γύρω στο 1962, τη χρονιά που δολοφονήθηκε ο πρόεδρος Κένεντι. Στα φλας μπακ αυτά καθαυτά δεν υπάρχει λάθος. Ομως, σχετικά νωρίς η αφήγηση αρχίζει να «πηδάει» προς διάφορες κατευθύνσεις, τόσο στο παρελθόν όσο και σε διαφορετικές καταστάσεις στο παρόν, με κινήσεις ασαφείς που επιφέρουν μάλλον σύγχυση στην ανάγνωση. Σε πολλά σημεία αισθάνεσαι σαν θεατής ότι πρέπει να σταματήσεις και να σκεφθείς αν η αφήγηση θα επανέλθει σε κάποιες σκηνές που άφησε ανοιχτές για να τις ολοκληρώσει. Π.χ. η περίπτωση της απαγωγής του μικρού γιου του πιλότου. Συχνά πυκνά επανέρχεται η αίσθηση ότι πλατειασμοί και πλήθος λεπτομερειών κάνουν την αφήγηση να μη «νετάρει».
Η ταινία με το άτσαλο μοντάζ της δείχνει να μην είναι σίγουρη για την προσέγγιση που επέλεξε. Δεν παρουσιάζει τον Χούβερ σαν θετικό ήρωα. Ωστόσο, δείχνει γοητευμένη από τη δύναμη και τη μακροζωία του στην κορυφή του FBI. Ο σκηνοθέτης δικαιολογεί τον ψυχικά αναξιοπαθούντα Χούβερ, αγνοώντας όμως επιδεικτικά την πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Γιατί, για την πλειοψηφία των Αμερικανών αυτά που συνέβησαν με διαταγές Χούβερ τους κάνουν να ντρέπονται και να αισθάνονται τύψεις. Αυτό είναι το βασικό σημείο και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με περισσότερη σοβαρότητα.
Αποτυχημένη η προσπάθεια της ταινίας να βουτήξει με άπνοια στα εσώψυχα ενός άνδρα που σημάδεψε με τον αντικομμουνισμό και το ρατσισμό του την Αμερική για δεκαετίες. Θα μπορούσε βέβαια το όλο να έχει εξελιχθεί σε ενδιαφέρον ιστορικό σχόλιο - από τον δεξιό Ιστγουντ δεν περιμένεις σπουδαία πολιτικά σχόλια - για ένα σκουπίδι της Ιστορίας. Η σημαντική συμβολή του Ντι Κάπριο δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει τον Ιστγουντ από το σκουντούφλημα ...
Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Αρμι Χάμερ, Ναόμι Γουότς, Τζούντι Ντεντς, Τζος Λούκας, κ.α.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).