Η Ζεχρά πεθαίνει, η Χούλια αντιστέκεται, η Φατμά χαμογελά. Και τα όσα λένε σε κάνουν απλά να νιώθεις μικρός, πολύ μικρός...
«Ούτε η Σιμπέλ, ούτε η Ζεχρά με ρώτησαν όταν πήραν αυτή την απόφαση. Οι ίδιες το αποφάσισαν και παρά τον πόνο μου, δείχνω μεγάλο σεβασμό σ' αυτή τους την απόφαση, αλλά και σ' αυτές τις ίδιες». Δικές του είναι αυτές οι κουβέντες και βγαίνουν ψιθυριστά απ' το στόμα του, ίσα που ακούγονται. Τα μάτια του χαμηλωμένα στο τραπέζι, τα δάχτυλά του παίζουν διαρκώς με το πακέτο των τσιγάρων του. Το κλάμα μοιάζει να απαγορεύεται σ' αυτό το σπίτι. Και η συγκίνηση πρέπει να ελέγχεται, αυτό είναι το χρέος.
Ο Αχμέτ δε μιλά πια με τη Ζεχρά για τη Σιμπέλ, ούτε για τη δική της απόφαση να πεθάνει. Οι κουβέντες τους, επιδιώκει να 'ναι «ανώδυνες». Θέλει όμως - έτσι ξερά μάς το λέει - να απευθύνει δύο κουβέντες στον ελληνικό λαό. Και λέει: «Ως πατέρας που έχασε τη μια του κόρη και σε λίγο θα χάσει και την άλλη, έχω ορισμένες απαιτήσεις απ' τον ελληνικό λαό και την κυβέρνησή σας. Ετσι κι αλλιώς οι πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές της Τουρκίας θα νικήσουν. Το σημαντικό, όμως, είναι αυτό να γίνει πριν χαθούν άδικα κι άλλες ψυχές. Γνωρίζω τις ευαισθησίες του ελληνικού λαού, πιστεύω στα δημοκρατικά του αισθήματα. Γι' αυτό τού ζητώ να πιέσει την κυβέρνησή σας, για να πιέσει κι αυτή με τη σειρά της την ΕΕ. Να μη δεχτεί την Τουρκία στην ΕΕ έτσι όπως είναι η κατάσταση εδώ σήμερα. Θα είναι μεγάλη ντροπή, εάν γίνει αυτό το πράγμα».
Η επόμενη άδεια δόθηκε απ' το γιατρό στην 22χρονη Φατμά, στο κορίτσι που με το χαμόγελό του, το βλέμμα και τη ζωή που αναβλύζει παντού από μέσα του, κατέκτησε όλα τα μέλη της ελληνικής αποστολής. «Είσαι πολύ όμορφη», ήταν το σχόλιο μιας Ελληνίδας και η απάντηση της Φατμά χωρίς περιστροφές: «Η ομορφιά δεν είναι έξω, μέσα βρίσκεται. Στις καρδιές και στα μυαλά των ανθρώπων». Η ερώτηση αναπόφευκτη: «Πώς πήρες αυτή τη δύσκολη απόφαση, τόσο νέα;». Κι η απάντηση πάλι με χαμόγελο δοσμένη: «Η θέληση για να ζήσω και η θέληση για να γίνω η αιτία να ζήσουν άλλοι καλύτερα από μένα. Αγαπώ τη ζωή, αγαπώ τους ανθρώπους. Αυτό που κάνω, νιώθω ότι είναι το ελάχιστο που μπορώ να προσφέρω. Αλλά το κέρδος απ' αυτή την πράξη είναι μεγάλο. Καπνίζω και αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την ουσία αυτής της επιλογής. Πίνω το τσάι μου και συμβαίνει το ίδιο. Τώρα πια η κάθε στιγμή έχει μια τρομακτική αξία. Το καθετί έχει αξία. Κι αν χαμογελώντας οδηγούμαι στο θάνατο, είναι γιατί τώρα αγαπώ τη ζωή, τώρα νιώθω το μεγαλείο της». Η Φατμά παίρνει, πάλι χαμογελώντας, μια κόλλα χαρτί και γράφει πάνω: «Ολους σάς αγαπήσαμε πολύ. Η ζωή είναι αντίσταση. Θα νικήσουμε». Και λίγο πιο κάτω, η υποσημείωση: «Με την ελπίδα πως θα συναντηθούμε κι άλλη φορά. Μετά τη νίκη». Μακάρι Φατμά, μακάρι...