(Μέρος 1ο)
Ας δούμε, λοιπόν, περιληπτικά και χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις επεξεργασίας, ποιοι ήταν συγκεκριμένα αυτοί οι λόγοι.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, βλέπουμε ότι οι εξελίξεις στην Ελλάδα της εποχής βαδίζουν με βάση ξένα σχέδια, που καταρτίζονται με αρκετή λεπτομέρεια και για τα οποία σήμερα έχουμε και έγγραφες αποδείξεις.
Αυτά από γενική άποψη. Από συγκεκριμένη, τώρα, άποψη, η κατάσταση εμφανίζεται ως εξής:
Κυρίαρχη δύναμη είναι η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής - η Βρετανία. Ο γενικός προσανατολισμός είναι η ενίσχυση των βρετανικών θέσεων εν όψει του πολέμου - μόνου μέσου για το ξεπέρασμα της κρίσης στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Ο πόλεμος αυτός, όμως, θα πρέπει, στα βρετανικά μάτια, να έχει απαραιτήτως ένα ειδικό χαρακτηριστικό: Τον τερματισμό κάθε σοβιετικής επιρροής και της ίδιας της ΕΣΣΔ. Πρόκειται για μια πολιτική που είναι συνεπής με τα ως τότε ακολουθούμενα, αν σκεφθούμε ότι, μόλις το 1930, απειλείται βρετανοσοβιετικός πόλεμος. Η γενική κατάσταση δεν επέτρεψε την εφαρμογή των σχεδίων, αυτό, όμως, δε σήμαινε εγκατάλειψη των ίδιων των σχεδίων. Από την άλλη, πρόκειται για πολιτική επίμονη, που έχει σαν πιο γνωστό της αποκορύφωμα το Μόναχο και που θα εγκαταλειφθεί τελικά μόνο τον Μάη του 1940.
α) Στην εμφάνιση της ναζιστικής εξουσίας στη Γερμανία και
β) Στη διατήρηση της μουσολινικής εξουσίας στην Ιταλία, της οποίας η ασθενής οικονομία έχει ιδιαίτερα σκληρά πληγεί από την οικονομική κρίση.
Οχι μόνο το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, αλλά και οι εξελίξεις που οδήγησαν σ' αυτό αποτελούν άμεσο καρπό αυτής της «μοναχικής» πολιτικής, ακόμη και στις λεπτομέρειές της. Ως ποιο βαθμό; Θα το δούμε παρακάτω.
Το δεύτερο και ουσιαστικότερο στοιχείο της περιόδου αυτής είναι η προσπάθεια ιταλικής διείσδυσης στην Ελλάδα.
Πρόκειται για στοιχείο πολύ σοβαρό, που έπαιξε σοβαρό ρόλο στην εξέλιξη και που, παραδόξως, όλοι ανεξαιρέτως (ή σχεδόν ανεξαιρέτως, καθώς ο Δαφνής κάνει μερικές αναφορές) οι Ελληνες ιστορικοί αποσιωπούν εντελώς.
Οι ιταλικές αυτές προσπάθειες φαίνεται ότι αρχίζουν να βρίσκουν ευρύτερη ανταπόκριση με την άνοδο στην κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου το 1928. Το πρόγραμμα που εξαγγέλλει ο τελευταίος, στη γνωστή του προεκλογική ομιλία στη Θεσσαλονίκη, σημαίνει, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, στροφή προς την Ιταλία ή, τουλάχιστον, μπορεί να ερμηνευτεί έτσι. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει, στη διάρκεια ταξιδιού που κάνει ο ίδιος στην Ιταλία, το Ελληνοϊταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας, του 1930. Στο εξής η πολιτική του Ελ. Βενιζέλου σε σοβαρούς τομείς (π.χ., Βαλκανικό Σύμφωνο) θα είναι τέτοια ώστε δε θα αναγκάζει την Ελλάδα στην ανάληψη «εξωβαλκανικών υποχρεώσεων», δηλαδή υποχρεώσεων που αντιστρατεύονται τις ιταλικές ενέργειες στα Βαλκάνια. Η στροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου προς την Ιταλία φαίνεται και από ένα άλλο γεγονός: Με το άπλωμα της κρίσης του 1929, που, μεταξύ άλλων, εντείνει πολύ και τις οικονομικές και δημοσιονομικές δυσχέρειες της χώρας, ο Ελ. Βενιζέλος παραιτείται όταν το σχέδιό του για χρηματοδότηση της χώρας από ιταλικές πηγές ή τουλάχιστον με την ιταλική πρωτοκαθεδρία αποτυγχάνει, λόγω της προφανούς ιταλικής αδυναμίας.
Η στροφή αυτή των πιο δυναμικών τμημάτων της ολιγαρχίας προς την Ιταλία έχει πολλές εξηγήσεις. Οι πιο σημαντικές είναι, κατά τη γνώμη μας, οι εξής:
α) Αναζήτηση στηριγμάτων - αντίβαρων προς βρετανικές πιέσεις. Η παρουσία του Βενιζέλου στην προσπάθεια αυτή δεν είναι ανεξήγητη ύστερα από τα παθήματά του στη Μικρά Ασία.
β) Αναζήτηση αξιοπίστου αντεπαναστατικού στηρίγματος. Σαν τέτοια, η μουσολινική Ιταλία προσφέρεται για πολλούς λόγους και όχι μόνο πολιτικούς. Χάρη στη μαζική βοήθεια σε κεφάλαια της Βρετανίας και των ΗΠΑ, η Ιταλία κατορθώνει να ξεπεράσει, στη 10ετία του '20, τις, αλλιώς τερματικές, συνέπειες του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Το απλόχερο άνοιγμα των πορτοφολιών της ιταλικής μεγαλοαστικής τάξης επιτρέπει στο μουσολινικό καθεστώς μια «εκσυγχρονιστική» άνοδο, η οποία, πέραν των πολλών άλλων, θαμπώνει την εξαρτημένη αστική τάξη της περιφέρειας μπροστά στο «ιταλικό θαύμα που κάνει τα τρένα να κινούνται στην ώρα τους». Οι πιο δυναμικοί τομείς της ελληνικής ολιγαρχίας σαγηνεύονται και αυτά (όπως φαίνεται καθαρά και από τα σχόλια περί Ιταλίας των τότε εκδόσεων του Λεξικού Ελευθερουδάκη). Το ότι η μουσολινική Ιταλία έχει την υποστήριξη της Βρετανίας και το ότι αυτή η υποστήριξη συνεχίζεται και στη 10ετία του '30 απλώς διευκολύνουν τον παρόμοιο προσανατολισμό.
Η ιταλική αυτή πλευρά, την οποία, επαναλαμβάνουμε, η ελληνική ιστοριογραφία έχει, συλλήβδην και αθρόως, αγνοήσει, έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο.
Κατ' αρχήν, εξηγεί τη βιαιότητα των συγκρούσεων μέσα στο κυρίαρχο ESTABLISHMENT, όπου διασταυρώνονται οι βρετανικές και ιταλικές επιρροές.
Η μεγάλη σημασία της πλευράς αυτής θα φανεί σε όλη τη διάρκεια του 1933, του 1934 και των αρχών του 1935, όταν κυριαρχεί το θέμα όχι της στάσης αλλά καν της συμμετοχής της Ελλάδας στο «Βαλκανικό Σύμφωνο», υπόθεση πολυδαίδαλη και σκοτεινή, όπου, όμως, το ιταλικό ενδιαφέρον κυριολεκτικά «βγάζει μάτι».
Εδώ πρέπει να πούμε και ότι η υπόθεση του «Βαλκανικού Συμφώνου» συνδεόταν, σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, πολύ στενότερα με το κίνημα της 1ης Μάρτη 1935 από όσο φαίνεται. Χαρακτηριστικό ερωτηματικό στοιχείο παραμένει το γεγονός ότι ο στόλος, που ακολούθησε τους κινηματίες, μετά την αποτυχία του κινήματος καταφεύγει στην ιταλοκρατούμενη Λέρο. Από τότε επισημάνθηκε το γεγονός ότι, στη διάρκεια των γεγονότων, εμφανίστηκαν στον Πειραιά βρετανικά και γαλλικά πολεμικά πλοία, όχι, όμως, ιταλικά.
Αλλωστε, αυτή η παράμετρος εξηγεί και τη στάση του ΚΚΕ, το οποίο δε φαίνεται να την αγνοεί καθόλου. Ενδιαφέρον, πάντως, έχει να σημειωθεί ότι τα γραφόμενα στο «Ρ» της εποχής δεν έχουν, παρά τις 10ετίες που πέρασαν, ποτέ διαψευστεί.
(Συνεχίζεται- ΑΥΡΙΟ το 2ο ΜΕΡΟΣ)