Ξεπέρασαν τα 6 εκατομμύρια οι νεκροί από τον κορονοϊό σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), ενώ εκτιμά ότι ο πραγματικός απολογισμός των θυμάτων ενδέχεται να είναι έως και τριπλάσιος από τον επίσημο.
Στην Ελλάδα, χτες 56 άνθρωποι με COVID-19 έχασαν τη ζωή τους, ενώ από την έναρξη της επιδημίας έχουν καταγραφεί συνολικά 26.424 θάνατοι.
Ο αριθμός των ασθενών που νοσηλεύονται διασωληνωμένοι είναι 359, εκ των οποίων το 66,02% είναι ανεμβολίαστοι ή μερικώς εμβολιασμένοι. Παράλληλα, κατά 36,78% αυξήθηκαν χτες οι εισαγωγές νέων ασθενών Covid-19 στα δημόσια νοσοκομεία, φτάνοντας τις 357.
Τα νέα κρούσματα που επιβεβαιώθηκαν ήταν χτες 21.863, εκ των οποίων 7.125 εντοπίστηκαν στην Αττική, 2.161 στη Θεσσαλονίκη, 1.192 στο Ηράκλειο, 931 στην Αχαΐα, 501 στην Εύβοια και 636 είναι υπό διερεύνηση. Ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων ανέρχεται σε 2.583.366.
Στις 5 μ.μ. στην Αθήνα, με πρωτοβουλία 11 Σωματείων Εργαζομένων σε νοσοκομεία
Η σύσκεψη θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας (Φιλοθέης 5Β, πίσω από τη Μητρόπολη).
Τα Σωματεία καλούν όλους τους συμβασιούχους να πάρουν την υπόθεση του αγώνα στα δικά τους χέρια, απευθύνουν κάλεσμα για τη συγκρότηση Επιτροπών Συμβασιούχων, που μαζί με τα αγωνιστικά σωματεία θα οργανώσουν τον κοινό αγώνα για τη μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων στις δημόσιες μονάδες Υγείας - Προσλήψεις μόνιμου προσωπικού με επείγουσες διαδικασίες - Ανάκληση των αναστολών εργασίας - Κατάργηση των νόμων για την επέκταση των «ελαστικών» εργασιακών σχέσεων και την επιχειρηματική δράση σε Υγεία - Πρόνοια.
Εθελοντική αιμοδοσία οργανώνει το ΠΑΜΕ την Κυριακή 20 Μάρτη, από τις 9 π.μ. έως τις 2 μ.μ., στην αίθουσα του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας (Αγ. Φιλοθέης 5Β, πλατεία Μητροπόλεως).
«Τα ανεπαρκή μέτρα της κυβέρνησης κατά της εξάπλωσης του κορονοϊού, η θλιβερή εικόνα του συστήματος Υγείας, οι αυξημένες ανάγκες για αίμα κάνουν αναγκαία τη μαζική συμμετοχή μας στην εθελοντική αιμοδοσία», τονίζει το ΠΑΜΕ. Καλεί τα σωματεία «να κάνουν δική τους υπόθεση την αυξημένη συμμετοχή στη νέα αιμοδοσία», νέους και παλιούς αιμοδότες να δώσουν αίμα. «Είναι ανάγκη να αυξήσουμε τον αριθμό εθελοντών αιμοδοτών ώστε να μπορεί το ΠΑΜΕ να ανταποκριθεί στη ζήτηση που προκύπτει από εργατικά ατυχήματα ή άλλες ασθένειες», σημειώνει.
Στάση εργασίας και συγκέντρωση πραγματοποίησαν χτες στην Αθήνα
Οι εργαζόμενοι αυτοί, περίπου 2.500 στην Αττική, εργάζονται με συμβάσεις ομηρίας δίμηνης ή τρίμηνης διάρκειας μέχρι και δύο χρόνια τώρα, με πολλές από αυτές να λήγουν στα τέλη Μάρτη, δηλαδή πολλοί εργαζόμενοι κινδυνεύουν να απολυθούν παρότι υπήρχαν και υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό. Να σημειωθεί ότι κυβέρνηση και τοπικές αρχές, σε μια προσπάθεια να αμβλύνουν τις αντιδράσεις των εργαζομένων, το βράδυ της προηγούμενης μέρας διέρρεαν ότι θα δοθεί νέα δίμηνη παράταση στις συμβάσεις που λήγουν. Η μεθόδευση αυτή καταγγέλθηκε στη συγκέντρωση από εργαζόμενους και σωματεία, τονίζοντας ότι ακόμα κι αν είναι αλήθεια δεν λύνει το πρόβλημα της χρόνιας ομηρίας. Χαρακτηριστική ήταν η επισήμανση του Μ. Τσελέντη, μέλος του ΔΣ του Συνδικάτου ΟΤΑ Αττικής, ότι οι ΟΤΑ υποφέρουν από μια αρρώστια που είναι οι μεγάλες ελλείψεις προσωπικού και γιατριά γι' αυτό είναι οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού. Ακόμα, κατήγγειλε τη σιγή ιχθύος της ΠΟΕ ΟΤΑ, που δεν στηρίζει τον αγώνα των εργαζομένων, όπως και την ΑΔΕΔΥ, που επίσης δεν λέει λέξη.
Στο πλαίσιο της συγκέντρωσης, αντιπροσωπεία του Συνδικάτου ΟΤΑ Αττικής συναντήθηκε με τον Θ. Αθανασά, διευθυντή του γραφείου του υπουργού Μ. Βορίδη, αναδεικνύοντας ότι οι εργαζόμενοι αυτοί «όχι απλά δεν περισσεύουν αλλά χρειάζονται κι άλλοι τόσοι προκειμένου να καλυφθούν τα τεράστια κενά στις υπηρεσίες», και ότι «η μοναδική λύση είναι η μετατροπή όλων των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου».
Από τη μεριά του ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης δήλωσε ότι είναι αντισυνταγματική η μονιμοποίησή τους, ενώ επικαλέστηκε και τη γνώριμη δικαιολογία για «τα δημοσιονομικά» που «δεν επιτρέπουν» μόνιμες προσλήψεις προσωπικού. «Επίσης, με κυνικό τρόπο μάς δήλωσε ότι οι εργαζόμενοι με συμβάσεις COVID είναι είναι ανακυκλώσιμοι και με το που θα έρθουν οι συνάδελφοι μέσα από την Κοινωφελή Εργασία θα απολυθούν», σημειώνει το Συνδικάτο.
Καλεί σε κλιμάκωση του αγώνα «για το δικαίωμά μας σε μόνιμη και σταθερή δουλειά, και από αυτό δεν θα κάνουμε βήμα πίσω. Δεν έχουμε αυταπάτες για τον ρόλο της κυβέρνησης, της Περιφέρειας και των δημάρχων», και «όλους τους συναδέλφους να φτιάξουν σε κάθε δήμο επιτροπή συμβασιούχων, να οργανώσουν τον αγώνα τους, να έρθουν σε επαφή» με το Συνδικάτο και την Παναττική Επιτροπή. Απευθύνει, τέλος, κάλεσμα έντασης της μάχης για τη μεγάλη πανελλαδική πανεργατική απεργία στις 6 Απρίλη.
Στις 31 Μάρτη οι εκλογές για το νέο ΔΣ της μεγαλύτερης Ενωσης Ιατρών
Η ΔΗΠΑΚ στέκεται στα δύο χρόνια πανδημίας και την κατάσταση που διαμορφώνεται στα δημόσια νοσοκομεία, σημειώνοντας ότι «η υποστελέχωση σε προσωπικό που υπήρχε προ πανδημίας, φάνηκε με το παραπάνω μπροστά στις αυξημένες ανάγκες που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση του SARS-CoV-2, έφερε τα νοσοκομεία σε κατάσταση επικίνδυνη. Η υποχρηματοδότηση, οι τεράστιες ελλείψεις οδήγησαν σε ασφυκτικές συνθήκες εργασίας και άθλιες συνθήκες νοσηλείας».
Πιο συγκεκριμένα, αναδεικνύει ότι η κυβέρνηση μπροστά στην κραυγή αγωνίας των γιατρών απάντησε με:
Σχετικά με το «νέο ΕΣΥ» που σχεδιάζει η κυβέρνηση, η ΔΗΠΑΚ υπογραμμίζει ότι «αποτελείται από τα γνωστά υλικά της εμπορευματοποίησης της δημόσιας Υγείας και της λειτουργίας των νοσοκομείων ως επιχειρήσεων, με αύξηση των άμεσων και έμμεσων πληρωμών από τον λαό. Ερχεται να βάλει σε εφαρμογή περικοπές κλινών, συγχωνεύσεις νοσοκομείων με τη λογική της "πληρότητας", σαν να είναι τα νοσοκομεία ξενοδοχεία, σαν να μη βγήκε κανένα συμπέρασμα από τη διετία της πανδημίας. Οσο για τους εργαζόμενους, το τι σημαίνει "νέο ΕΣΥ" το βλέπουμε ήδη σταδιακά να εφαρμόζεται: Ασφυκτικές συνθήκες δουλειάς, διεύρυνση της ελαστικής εργασίας, άρση της μονιμότητας. Αυτό είναι το μέλλον που φέρνουν».
«Τι Ενωση Γιατρών χρειαζόμαστε;»: Στο ερώτημα αυτό απαντά η ΔΗΠΑΚ, επικαλούμενη την παρουσία της ως πρώτη δύναμη στην Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ), η οποία «έπαιξε κύριο ρόλο στο να αναδειχθούν τα πραγματικά προβλήματα. Να ακουστεί η φωνή των νοσοκομειακών γιατρών ενάντια σε κυβέρνηση και κάθε είδους επίσημους και ανεπίσημους εκπροσώπους της στα νοσοκομεία, που θέλουν να επικρατεί σιγή νεκροταφείου απέναντι στην αθλιότητα που βιώνουμε. Να γίνουν πρώτης γραμμής ζητήματα οι δικές μας ανάγκες και οι διεκδικήσεις για αποκλειστικά δημόσιο, δωρεάν σύστημα Υγείας για όλους. Mε μικρότερους και μεγαλύτερους καθημερινούς αγώνες, καταφέραμε να αποτρέψουμε αρνητικές εξελίξεις, να παρθεί και το παραμικρό μέτρο για να σωθεί έστω και μία παραπάνω ζωή.
Η ΕΙΝΑΠ (η μεγαλύτερη ένωση της ΟΕΝΓΕ) πρέπει να είναι δύναμη διεκδίκησης των αιτημάτων των νοσοκομειακών γιατρών, απέναντι σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, οποιασδήποτε απόχρωσης. Να είναι φορέας ανάδειξης της φωνής του επιστημονικού δυναμικού του δημόσιου συστήματος Υγείας και όχι στήριγμα και απολογητής της μίας ή της άλλης κυβέρνησης. Να είναι όργανο μαχητικής υπεράσπισης της υγείας του λαού, όχι σιωπηλός παρατηρητής της εμπορευματοποίησής της», σημειώνει η ΔΗΠΑΚ.
Η ΔΗΠΑΚ Γιατρών απαιτεί - διεκδικεί: