«Η έρευνα τού σήμερα είναι ο πλούτος τού αύριο». Τα λόγια ανήκουν στον υπουργό Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας της Σουηδίας Tobias Krantz και τα απηύθυνε στη συνάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με θέμα «Δουλεύοντας μαζί για να δυναμώσουμε την έρευνα στην Ευρώπη». Ο υπουργός επεξηγεί παρακάτω ανάμεσα σε άλλα πώς και για ποιον εννοεί τον «πλούτο»: «Στην Ευρώπη, κάνουμε μεγάλες επενδύσεις στην έρευνα, όμως πολύ λίγα ευρήματα από έρευνα εμπορευματοποιούνται ώστε να γεννούν την ανάπτυξη και τα οφέλη που θέλουμε. Η εξάλειψη αυτού του ερευνητικού παράδοξου είναι υψίστης σημασίας για την ανάπτυξή μας, τον πλούτο και την ευημερία». Ο ίδιος σημείωσε ότι ο παγκόσμιος ανταγωνισμός μεγαλώνει, με τις αναδυόμενες οικονομίες εκτός ΕΕ να επενδύουν στην έρευνα και την ανάπτυξη. Από τα λεγόμενά του αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ότι σήμερα στόχος είναι ακόμα περισσότερο η έρευνα να αναπτυχθεί για να εξυπηρετηθεί η κερδοφορία και ο ανταγωνισμός του μεγάλου κεφαλαίου. Γιατί είναι φανερό ποιος κερδίζει όταν η έρευνα εμπορευματοποιείται και απομακρύνεται από την πραγματική ανάγκη: Να αναπτύσσεται για να δίνει λύσεις στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, να δουλεύει για την προκοπή και την ευημερία του λαού κι όχι για τα κέρδη των πολυεθνικών και τη μακροημέρευση του συστήματος.
Προσοχή, προσοχή! Ενεργειακοί κολοσσοί, «προφήτες» της «πράσινης ανάπτυξης» κυκλοφορούν ανάμεσά μας και απαιτούν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για να... προστατέψουν το περιβάλλον.
Μπορεί η ηλεκτροπαραγωγή από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ - αιολικά, φωτοβολταϊκά) να είναι χαμηλή στην Ελλάδα και να μην αρκεί για να πιαστούν οι στόχοι της ΕΕ, ωστόσο η εγγυημένη αγορά της παραγωγής σε υπέρογκες τιμές απειλεί να τινάξει το σύστημα!
Το τέλος ΑΠΕ που πληρώνουμε όλοι με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ φαίνεται ότι δεν αρκεί για να πληρωθούν οι ιδιώτες παραγωγοί ΑΠΕ. Πού θα βρεθούν τα λεφτά και ποιος θα πληρώσει την «πράσινη» ανάπτυξη;
Το ερώτημα είναι ρητορικό, καθώς έχει απαντηθεί εδώ και καιρό. Ολοι εμείς θα πληρώσουμε τη «νύφη».
Για έναν παράξενο, ανεξήγητο λόγο, που κανείς δεν μπαίνει και στον κόπο να ξεδιαλύνει, οι εταιρείες που κάνουν μπίζνες με την ηλεκτροπαραγωγή γενικώς και ειδικώς με τις ΑΠΕ, μένουν στο απυρόβλητο, «καταδικασμένες» και «υποχρεωμένες» σε τεράστια κέρδη!
Ετσι, η «καθαρή» - που λέει ο λόγος - ενέργεια, η οποία είναι τόσο απαραίτητη για το περιβάλλον και την οικονομία, «πρέπει» να πληρώνεται αδρά από τους εργαζόμενους και να αποφέρει μεγάλα κέρδη για τους επιχειρηματίες....
Πώς τα κατάφεραν πάλι, ε;
«Κάθε άλλο», δήλωσε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο η υπουργός Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλία,ς Λ. Κατσέλη, σε ερώτηση εάν η κυβέρνηση ανοίγει... μέτωπο με τις τράπεζες. «Οι τράπεζες είναι ένας από τους σημαντικούς αναπτυξιακούς φορείς», είπε, δίνοντας προς κάθε κατεύθυνση το στίγμα της κυβερνητικής πολιτικής προς... αποφυγήν παρεξηγήσεων. Οτι, δηλαδή, οι όποιες ρυθμίσεις συντάσσονται υπό τον τίτλο «προστασία δανειοληπτών από την υπερχρέωση» και οποιοδήποτε άλλο μέτρο μπορεί να αφορά τη δραστηριότητα των τραπεζών, σε κάθε περίπτωση δεν έχουν στόχο να θίξουν τα «κεκτημένα» και τα «ιερά και τα όσια» του τραπεζικού κεφαλαίου. Τα όσα διοχετεύονται τις τελευταίες μέρες, μόνο στη δημιουργία εντυπώσεων περί του αντιθέτου αποσκοπούν.
Στην συνέχεια ο υπουργός Οικονομίας - όπως θα ξέρετε - πήγε στις Βρυξέλλες για να κανονίσει τις λεπτομέρειες του προγράμματος σύγκλισης και - ενός ακόμη - μεγάλου δανεισμού της χώρας.
Η υπουργός Ανάπτυξης θα ασχοληθεί επίσης εκτενώς με τη «ρευστότητα στην αγορά», δηλαδή το ζεστό χρήμα που θέλουν οι τραπεζίτες για να βγάλουν κι άλλα κέρδη.
Ο υπουργός Αμυνας ασχολείται - εξ αντικειμένου - με τις υποχρεώσεις της χώρας απέναντι στους διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, Ευρωστρατός) και στα χρήματα και τους στρατιώτες που οφείλουμε να παρέχουμε.
Αυτά, την ίδια στιγμή που ο υπουργός Εργασίας υπόσχεται ότι κάποτε θα μπορέσουμε να δίνουμε «εντός τριμήνου» τις συντάξεις στους συνταξιούχους, χωρίς ουδείς να ασχολείται πώς ζουν χωρίς σύνταξη...
Κι αυτά μόνο ενδεικτικά, γιατί αν τα πιάσουμε ένα ένα τα υπουργεία, έχουμε να πούμε μπόλικα...
Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση «δε χρωστά σε κανέναν» και στέκεται περήφανα ως ένας ...φάρος δημοκρατίας και ευημερίας στα Βαλκάνια, μια και όπως μας δήλωσαν θα παίξει «σημαντικό ρόλο» στην περιοχή.
Αλλωστε ο ίδιος είναι (πάνω - κάτω) τα τελευταία χρόνια. Ιδίως από τότε που ο αμερικανικός στρατός πέρναγε από τη χώρα και βομβαρδιζόταν η Γιουγκοσλαβία!
Και μια και το θυμηθήκαμε: Μια ...συμβασούλα που ψηφίστηκε το καλοκαίρι από τη Νέα Δημοκρατία (σύμφωνα με την οποία το ΝΑΤΟ μπορεί να φέρει στρατό όποτε θέλει για επιχειρήσεις σε ελληνικό έδαφος) καταργείται;
Γιατί δεν ακούσαμε τίποτε επ' αυτού...
Το πεδίο για τη διαμάχη μεταξύ των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων δημιουργήθηκε καθώς η υπουργός δε διευκρίνισε αν εννοεί τις μονάδες μηχανικής ανακύκλωσης - κομποστοποίησης, αφήνοντας ανοιχτό το «παράθυρο» στις μονάδες αυτές να συμπεριληφθούν ακόμη και αυτές της καρκινογόνου καύσης ή της βιολογικής ξήρανσης.
Ηδη με δημοσιεύματα στον Τύπο αρχίζει να γίνεται έμμεση προπαγάνδιση της μιας ή της άλλης μεθόδου, ενώ - κατά ...σύμπτωση - την ίδια μέρα των ανακοινώσεων της υπουργού, σε εκδήλωση που διοργάνωσε στην Αθήνα η invest in Greece (εταιρεία για την προώθηση ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα) μαζί με το Σουηδικό Εμπορικό Συμβούλιο, παρουσιάστηκαν οι τεχνολογίες 7 σουηδικών εταιρειών που ασχολούνται με έργα διαχείρισης απορριμμάτων. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης ημερίδας αναφέρθηκαν οι επενδυτικές ευκαιρίες στον κλάδο, καθώς και οι διευκολύνσεις (βλέπε κρατικές επιδοτήσεις) από τον αναπτυξιακό νόμο, τις Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα, αλλά και το Πρόγραμμα του ΕΣΠΑ...
Και οι εταιρείες διαχείρισης απορριμμάτων μυρίστηκαν «ψητό» μέσω της «πράσινης» ανάπτυξης και εφορμούν, εκμεταλλευόμενες την πολιτική ιδιωτικοποίησης που ακολουθεί και η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, μετά την προηγούμενη της ΝΔ. Κι όλα αυτά άσχετα αν η πολιτική αυτή είναι ιδιαίτερα επιβλαβής και για την υγεία και για το περιβάλλον (με την εκπομπή διοξινών και διοξειδίου του άνθρακα), ενώ θα επιφέρει πρόσθετα χαράτσια, αφού οι τεχνολογίες αυτές κοστίζουν πολλαπλάσια και θα προκαλέσουν αντίστοιχη αύξηση των ανταποδοτικών δημοτικών τελών... Αλλο ένα ακόμη ζήτημα που αναδεικνύει την ανάγκη κεντρικού σχεδιασμού διαχείρισης απορριμμάτων αποκλειστικά από το κράτος με γνώμονα τη Δημόσια Υγεία. Αλλά αυτό απαιτεί κοινωνία χωρίς επιχειρηματίες και αντίστοιχη πολιτική.
Χρόνο με τον χρόνο ολοένα και περισσότεροι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί (γ.τ.ο.) αποκτούν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την ανάλογη άδεια κυκλοφορίας στην Ευρωπαϊκή αγορά από το αρμόδιο Συμβούλιο υπουργών. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως οι μέχρι σήμερα ρυθμοί έγκρισης μεταλλαγμένων τροφίμων και ζωοτροφών, δεν ικανοποιούν την ΕΕ αφού όπως είπε σε πρόσφατη ομιλία της στις Βρυξέλλες, η Επίτροπος Γεωργίας, Μ.Φ. Μπόελ, η καθυστέρηση που παραρατηρείται στην χορήγηση αυτών των εγκρίσεων, «αποτελεί μία πραγματική οικονομική απειλή». To αιτολόγησε, λέγοντας ότι η ΕΕ αναγκάζεται να εισάγει ζωοτροφές από τις ΗΠΑ, επιμολυσμένες με γ.τ.ο, αλλά σε τόσο χαμηλό ποσοστό που δεν αποτελούν καμία απειλή. Με λίγα λόγια ζήτησε να αρθούν τα εμπόδια που μπαίνουν από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Κοινότητας ή ορισμένων κρατών - μελών, γιατί αλλιώς θα αναγκαστούμε να εισάγουμε ζωοτροφές από άλλες χώρες με πολύ υψηλότερο κόστος, με αποτέλεσμα αυτό να μετακυλιστεί στο κόστος της ζωικής παραγωγής, με ανάλογες συνέπειες σε παραγωγούς και καταναλωτές. Ηταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική σχετικά με τους εγκεκριμένους γ.τ.ο, λέγοντας ότι αυτοί κυκλοφορούν ελεύθερα σε όλη την ΕΕ - προφανώς και στην Ελλάδα - και δεν πρέπει να μπαίνει ούτε καν ως ερώτημα η «αποδιάρθρωση της αγοράς στον τομέα αυτό»! Κατά τα λοιπά στην χώρα μας, σύμφωνα με όλους τους υπουργούς που περνούν κατά καιρούς από τα αρμόδια υπουργεία, ισχύει η «απαγόρευση» διακίνησης, εμπορίας και καλλιέργειας μεταλλαγμένων...
Με την αποχώρηση και των τελευταίων 600 εργαζομένων στον ΟΤΕ τον περασμένο Σεπτέμβρη (με τα αποκαλούμενα προγράμματα «εθελούσιας εξόδου»), ανοίγει πλέον ο δρόμος για την περαιτέρω συρρίκνωση του προσωπικού κατά 2.000 άτομα, όπως έχει προαναγγείλει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού Π. Βουρλούμης από τη ΔΕΘ. Στον ιδιωτικοποιημένο ΟΤΕ, η μείωση του «εργατικού κόστους», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους, είναι πρώτιστο μέλημα της γερμανοελληνικής διοίκησης. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη στον ΟΤΕ επεξεργάζονται το νέο σχέδιο μείωσης του προσωπικού, με βάση την «αποδοτικότητα». Το σχέδιο αυτό, όπως λένε τα στελέχη του Οργανισμού, αφορά σε μια πιο «εξατομικευμένη προσέγγιση, με βάση την ποιοτική αξιολόγηση των εργαζομένων» και προσθέτουν ότι ήδη έχουν συνταχθεί μελέτες ανά διεύθυνση που προσδιορίζουν σε ποιους συγκεκριμένους εργαζόμενους μπορούν να δοθούν κίνητρα, ώστε να αποφασίσουν να φύγουν οικειοθελώς. Με αυτά και αυτά, το εργασιακό τοπίο στον ΟΤΕ αλλάζει άρδην τα τελευταία χρόνια. Αρκεί να σημειωθεί ότι σε διάστημα ενός χρόνου (Οκτώβρης 2005 - Οκτώβρης 2006) το προσωπικό του ΟΤΕ συρρικνώθηκε κατά 4.795 άτομα, με την υπογραφή και της πλειοψηφίας της ΟΜΕ - ΟΤΕ! Για δε την κάλυψη των κενών θέσεων, προγραμματίζονται ορισμένες προσλήψεις, με ατομικές συμβάσεις εργασίας και όρους «αγοράς». Και ο νοών νοείτω. Το βέβαιο είναι ότι στο όνομα της «επιχειρηματικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας», όλο και θα θυσιάζονται όποια ακόμα εργασιακά δικαιώματα και κατακτήσεις έχουν απομείνει στον ΟΤΕ. Η μείωση εργαζομένων με ταυτόχρονη αύξηση δραστηριοτήτων σημαίνει εντατικοποίηση, επομένως και αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και ταυτόχρονα προσφορά κακών υπηρεσιών στο λαό, αφού το μέλημα για παροχή καλών υπηρεσιών θα είναι οι μεγάλοι πελάτες, δηλαδή οι επιχειρήσεις. Να γιατί χρειάζεται κοινωνικοποίηση, δηλαδή τομέας τηλεπικοινωνιών λαϊκή περιουσία. Σημειώστε, τέλος, ότι σε πρόσφατη έκθεση της «Citιgroup» (τραπεζικό μονοπώλιο), αναφερόταν ότι αναμένει μείωση των εργαζομένων του ΟΤΕ κατά 1.500 άτομα μέσα στη διετία 2010 - 2011.
Το ίδιο θα επιδιώξει να κάνει και τώρα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε η ΝΔ. Και είναι βέβαιο ότι θα πετύχει στο αντιλαϊκό της έργο, αν οι εργαζόμενοι και ο λαός δεν κάνουν ένα ουσιαστικό ποιοτικό βήμα στον τρόπο που οργανώνουν την άμυνά τους. Χωρίς να υποτιμά κανείς ακόμα και την πιο μικρή κατάκτηση, το ζητούμενο σήμερα για το εργατικό λαϊκό κίνημα φτάνει πολύ πιο μακριά από το να διεκδικεί μια πενιχρή αύξηση, να αναλώνεται σε ένα συντεχνιακό αγώνα με χαμηλές προσδοκίες και αιτήματα. Ενας τέτοιος αγώνας είναι καταδικασμένος να αποτυγχάνει, ακόμα και στον κοντοπρόθεσμο στόχο του, όσο ο εργαζόμενος στην πάλη του δε συνειδητοποιεί τον πραγματικό αντίπαλο. Οσο δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτό το οποίο έχει απέναντί του είναι τα συμφέροντα του κεφαλαίου, μακριά και ενάντια στα δικά του πραγματικά συμφέροντα.