«Λεφτά τέλος στους αγρότες - φαντάσματα», «λεφτά τέλος στους ανάπηρους - μαϊμού», «συντάξεις τέλος σ' όσους είναι κάτω των 65 χρόνων», «λεφτά τέλος στους υψηλόμισθους». Κάθε μέρα η κυβέρνηση παρουσιάζει κι έναν εχθρό, τον οποίο όλοι μαζί οι άλλοι καλούμαστε να πολεμήσουμε. Είναι, όμως, τόσο πολλοί πλέον οι εχθροί που αδυνατούμε να εστιάσουμε. Ολο και κάποιος έχει απομείνει στον περίγυρο της οικογένειας με μισθό που ξεπερνά τα 1.500 ευρώ, όλο και κάποια αναπηρική σύνταξη θα υπάρχει στην πολυκατοικία, κι εκείνος ο γείτονας πού βρίσκει χρήματα και τρώει κάθε μέρα σουβλάκια; Ολο και κάποια αγροτική επιδότηση θα παίρνει από το χωράφι με τις ελιές που έχει στο χωριό. Κι αυτοί οι κοτσονάτοι συνταξιούχοι που το 'χουν ρίξει στον «κοινωνικό τουρισμό» να δεις που βγήκαν στη σύνταξη πριν τα 65. Πολλοί μαζεύονται. Μήπως να το πάρουμε ανάποδα; Αντί να κυνηγάμε ο ένας τον άλλον, να κυνηγήσουμε εκείνους μόνο που επειδή έχουν την εξουσία, οικονομική και πολιτική, δεν φορολογούνται, δεν πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές, τσακίζουν τους μισθούς κι από πάνω παριστάνουν τους δικαστές για το πόπολο «που 'μαθε να ζει με δανεικά»; Μήπως είναι ήδη ώρα για το πόπολο να 'χει τη δική του εξουσία για να 'χει και τη δική του οικονομία;
Αντιγράφουμε στοιχεία από ανάλυση της Κριστίνα Λάρσον για λογαριασμό του οικονομικού πρακτορείου «Μπλούμπεργκ»: Μελέτη του McKinsey Global Institute αναφέρεται στο οικονομικό μέλλον των κυρίαρχων παγκόσμιων επιχειρήσεων. Σήμερα υπάρχουν περίπου 8.000 εταιρείες σε όλο τον κόσμο με ετήσια έσοδα άνω του 1 δισ. δολαρίων. Αυτές οι εταιρείες δημιουργούν συνολικά παγκόσμια έσοδα που αντιστοιχούν στο 90% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, ήτοι 57 τρισεκατομμύρια δολάρια. Τρεις στις τέσσερις από αυτές τις εταιρείες βρίσκονται σήμερα σε ανεπτυγμένες χώρες. Οι μισές έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ, στον Καναδά και τη Δυτική Ευρώπη, που από κοινού αντιπροσωπεύουν το 11% του παγκόσμιου πληθυσμού. Στο μεταξύ, μόνο το 2% των μεγάλων παγκόσμιων εταιρειών έχουν τη βάση τους στη Νότια Ασία, όπου ζει το 23% του παγκόσμιου πληθυσμού. Η μελέτη του McKinsey αναφέρει ότι βρισκόμαστε ήδη μπροστά σε μια μετακίνηση δύναμης σταδιακά προς τα ανατολικά και τα νότια. Προβλέπει ότι έως το 2025 άλλες 7.000 επιχειρήσεις θα εμφανίσουν ετήσια έσοδα άνω του 1 δισ. δολαρίων και ότι επτά στις δέκα από αυτές τις αναδυόμενες επιχειρήσεις θα έχουν τα κεντρικά τους γραφεία στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Η μελέτη κάνει ειδική αναφορά στον κινεζικό κολοσσό τηλεπικοινωνιών «Huawei», τη βραζιλιάνικη κατασκευάστρια αεροσκαφών «Embraer» και τον ινδικό βιομηχανικό όμιλο «Aditya Birla Group» ως παραδείγματα αναδυόμενων τιτάνων.
Τι μας λέει με άλλα λόγια η μελέτη; Οτι το κεφάλαιο επιδιώκει να αποκτά «εθνική βάση - αναφορά» εκεί όπου εξασφαλίζονται συνθήκες για άντληση μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους, κατά κύριο λόγο εκεί όπου έχουν διαμορφωθεί ή διαμορφώνονται συνθήκες για μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργατών. Αυτή η τάση αντανακλάται στις πολιτικές των κυβερνήσεων που φροντίζουν να εξασφαλίζουν κερδοφόρες για τις επιχειρήσεις συνθήκες. Οσο περισσότερο ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστών φουντώνει, τόσο περισσότερο οι εθνικές πολιτικές θα προσπαθούν να αντιστοιχιστούν σ' αυτόν τον ανταγωνισμό. Αυτός ο γόρδιος δεσμός που γίνεται όλο και πιο σφιχτή θηλιά για την εργατική τάξη, ιστορικά έχει μόνο έναν τρόπο να λυθεί: Το κόψιμο με το μαχαίρι. Που σημαίνει οικονομική και πολιτική εξουσία στα χέρια αυτών που παράγουν.
Καυγαδίζουν για το «πάπλωμα», την ώρα που μοιράζονται το ίδιο «κρεβάτι». Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευτεί η άρνηση της ΔΗΜΑΡ να στηρίξει την «πρωτοβουλία των 58» για τη δημιουργία ενιαίου πολιτικού φορέα της κεντροαριστεράς. Αλλά και η στάση που κρατά ο ΣΥΡΙΖΑ, που διαπερνιέται απ' την αρχική του τοποθέτηση περί «υλικών κατεδαφίσεως» με τα οποία «δεν χτίζεται τίποτα καινούργιο».
Σε εκείνη τη συνέντευξη, ο Αλ. Τσίπρας επιβεβαίωσε ότι είναι σημαντικότερα όσα ενώνουν τα κόμματα της αστικής διαχείρισης απ' όσα τα χωρίζουν. Αφησε ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, ακόμα και με τους Ανεξάρτητους Ελληνες ή με νέα σχήματα που θα προκύψουν μέσα απ' τις διεργασίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού, ευχόμενος να καταστεί δυνατή η συνεργασία με «δυνάμεις της ευρύτερης σοσιαλδημοκρατίας, του κέντρου, πατριωτικές δυνάμεις, ακόμη και με τη λαϊκή δεξιά».
Ενα μήνα μετά, τον Οκτώβρη του 2012, ο Αλ. Τσίπρας, σε συνέντευξή του, στο «Βήμα» καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι, επειδή «πολλές από τις προτάσεις μας τις ασπάζονται σημαντικοί Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες», κρύβοντας φυσικά ότι τις ασπάζονται επειδή είναι προτάσεις διαχείρισης της εξουσίας των μονοπωλίων, τα οποία με αφοσίωση υπηρέτησε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στο σύνολό της. Σήμερα, μάλιστα, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία παζαρεύει τους όρους με τους οποίους θα προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες της, από κοινού με την Α. Μέρκελ. Στον καθρέφτη της ευρωενωσιακής σοσιαλδημοκρατίας ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζει τον εαυτό του, γι' αυτό και συμπλήρωνε στα παραπάνω ο Αλ. Τσίπρας: «Η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία πρέπει πάντως να συνειδητοποιήσει ότι ο συνομιλητής της στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ένα κόμμα που βρίσκεται σε πλήρη διάλυση το ΠΑΣΟΚ, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ».
Μιλώντας την περασμένη βδομάδα σε εκδήλωση της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας, η Ειρ. Αγαθοπούλου, εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, είπε μεταξύ άλλων: «Στηρίζουμε την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία αναγνωρίζοντας ότι μέχρι τώρα έχει συνεισφέρει στην ανάπτυξη της χώρας, προσφέροντας χιλιάδες θέσεις εργασίας. Είμαστε όμως σίγουροι ότι με πολιτικές πρωτοβουλίες μπορεί να κάνει ακόμα περισσότερα. Και εμείς θα τη στηρίξουμε (...) Θεωρούμε απαραίτητη την εφαρμογή μιας σταθερής και διαφανούς πολιτικής έναντι των εταιρειών εκείνων που παράγουν και διαθέτουν στην ελληνική αγορά φάρμακα μοναδικά και απαραίτητα. Η εμμονή άσκησης πολιτικής με μόνο κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή οδηγεί στη διάλυση της εγχώριας παραγωγής και απώλεια θέσεων εργασίας (...) Και αυτό γιατί στη λογική της χαμηλότερης τιμής δεν περιλαμβάνεται η προστιθέμενη αξία της εγχώριας παραγωγής, που όλες οι προηγμένες χώρες τη συνυπολογίζουν και με το παραπάνω». Οι όρκοι πίστης του ΣΥΡΙΖΑ στους ντόπιους φαρμακοβιομήχανους, τους οποίους ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιάζει σαν ευεργέτες, που δίνουν δουλειά στον κόσμο και συμβάλλουν στην ανάπτυξη, βγάζουν μάτι. Προφανώς, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκαταλέγει τους φαρμακοβιομήχανους στους «υγιείς» επιχειρηματίες, τους οποίους, αν κυβερνήσει, θα τους βοηθήσει να τα πάνε ακόμα καλύτερα, με μέτρα που τονώνουν την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία τους. Ταυτόχρονα, όμως, κλείνει το μάτι στις πολυεθνικές του φαρμάκου, με διαβεβαιώσεις ότι η ενίσχυση της ντόπιας φαρμακοβιομηχανίας δεν θα πλήξει τα συμφέροντα «των εταιρειών εκείνων που παράγουν και διαθέτουν στην ελληνική αγορά φάρμακα μοναδικά και απαραίτητα», αφού ο ΣΥΡΙΖΑ θα θεσπίσει «διαφάνεια» στην κρατική πολιτική για το φάρμακο. Το οποίο, βέβαια, θα συνεχίσει να διατίθεται ως εμπόρευμα, όπως γίνεται και σήμερα, με κυβέρνηση ΝΔ.
Με τη λογική που ανέπτυξε ο ΣΥΡΙΖΑ για τους φαρμακοβιομήχανους, σίγουρα στους «υγιείς» επιχειρηματίες συγκαταλέγει και τους Ελληνες εφοπλιστές. Οι οποίοι, σύμφωνα με έρευνα της «The Boston Consulting Group», «συνεισφέρουν» σε σύνολο περίπου 13,4 δισ. ευρώ ετησίως στο ελληνικό ΑΕΠ, βάσει στατιστικών του 2010, ενώ υπολογίζεται ότι απασχολούν περί τα 165.000 άτομα. Αρα, με τα κριτήρια της προσφοράς εργασίας και της συμβολής στην «ανάπτυξη», που η Ειρ. Αγαθοπούλου έβαλε για τους φαρμακοβιομήχανους, το εφοπλιστικό κεφάλαιο έχει κι αυτό να λαμβάνει από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που δεν είπε η εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ στην εκδήλωση των φαρμακοβιομηχάνων, είναι ότι ο κλάδος τριπλασίασε τα καθαρά κέρδη το 2012 σε σύγκριση με το 2011, σε ποσοστό 3,6% έναντι 1,2%. Για το 2013 μάλιστα αναμένεται σημαντική αύξηση των κερδών των εγχώριων βιομηχανιών φαρμάκου, αφού ήδη το α΄ εξάμηνο του έτους καταγράφεται αύξηση στον όγκο της παραγωγής κατά 10,7%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Βάσει στοιχείων για 24 επιχειρήσεις, οι συνολικές πωλήσεις ανέρχονται σε 1,35 δισ. ευρώ και είναι αυξημένες κατά 2% σε σύγκριση με το έτος 2011. Τα συνολικά καθαρά κέρδη για το 2012, μετά την πρόβλεψη για φόρους, είναι 48,8 εκατ. ευρώ και ίσα προς το 3,6% των πωλήσεων, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 1,2% το 2011. Πώς βγήκαν αυτά τα λεφτά, αν όχι με το τσάκισμα μισθών και εργασιακών δικαιωμάτων, με το βάθεμα της εμπορευματοποίησης του φαρμάκου; Ετσι «ακμάζει» ένας κλάδος στον καπιταλισμό και από αυτόν το νόμο δεν μπορεί να ξεφύγει κανένας, ανεξάρτητα από προθέσεις και διακηρύξεις.