Χαρά της ακοής, της όρασης και της ψυχής ήταν η παράσταση του Θανάση Παπαγεωργίου στο θέατρο «Στοά», με το έργο της Μαρίας Κυριάκη «Μαργεντίνη». Επρόκειτο για εξαιρετική θεατρική διασκευή ενός γοητευτικά φαντασιακού παραδοσιακού παραμυθιού με ξωτικά και ανθρώπινα πλάσματα, που αντιπροσωπεύουν το καλό και το κακό, με διάφορες μορφές και διαβαθμίσεις. Μια διδακτική αλληγορία για την «τύχη» του ανθρώπου, που όσο κι αν «πλέκεται» από τα υπερβατικά πλάσματα της αρχαιοελληνικής μυθολογίας Aτροπο, Κλωθώ, Λάχεσι, κρίνεται τελικά από τις αξίες και τις πράξεις του ίδιου ανθρώπου. Και στο συγκεκριμένο παραμύθι μια αλληγορία για τη δύναμη της αληθινής αγάπης. Τις αξίες και τις πράξεις του ανθρώπου που αφορούν στην αγνή, πιστή, αφιλόκερδη αγάπη, που τολμώντας, επιμένοντας, υπομένοντας και αντέχοντας και τις σκληρότερες δοκιμασίες λύνει τα «μάγια», νικά κάθε ανθρώπινο και υπερφυσικό κακό και τελικά δικαιώνεται και ευτυχεί. Συντελεστές αυτής της υψηλού αισθητικού επιπέδου και καθ' όλα ευφρόσυνης σκηνικής δημιουργίας, υπό τη σκηνοθετική «μπαγκέτα» του Θ. Παπαγεωργίου, ήταν: Η παραδοσιακή μουσική που επέλεξε ο Γιώργος Τζώρτζης και ζωντανά ερμήνευε ο ίδιος, μαζί με τρεις άλλους μουσικούς (Αντώνης Κουτουλιέρης, Μάρκος Δαμιανός, Γιώργος Κοντογιάννης). Το ευέλικτα μεταμορφώσιμο σκηνικό και τα όμορφα κοστούμια της Λέας Κούση. Η εκφραστική κινησιολογία της Μαρίας Αλβανού. Και πρωτίστως το ομόψυχο υποκριτικό μεράκι των καλών ηθοποιών του θιάσου: Λήδα Πρωτοψάλτη, Θανάσης Παπαγεωργίου, Ηλίας Κατέβας, Αλέκος Κούρος, Ευδοκία Σουβατζή, Νίκη Χαντζίδου, Μαρία Αλβανού, Ζαχαρούλα Οικονόμου, Εύα Καμινάρη, Παρία Παπαστεφανάκη, Αντρέα Τζινέρη, Μαρία Κούρου.
Πολύ σημαντικό «κέρδος» της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, και μεγάλος, αλματώδης θα λέγαμε, «σταθμός» της συγγραφικής πορείας του είναι το έργο του Γιώργου Χασάπογλου «Μωβ κωμωδία». Μεγάλος «σταθμός» από κάθε άποψη: θέματος, περιεχομένου και μορφής. Πρόκειται, κατά τη γνώμη της στήλης, για έργο που θα μείνει, πρέπει να μείνει, αξίζει να δει ξανά και ξανά το φως της σκηνής. Αν ζούσε ο Κουν και το σκηνοθετούσε ο ίδιος, θα δικαιωνόταν αμέσως και θα είχε την ανταπόκριση που του αξίζει. Πάντως, ο Κουν δεν μπορεί παρά να «χειροκροτεί» το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έργο ανεβάστηκε στο θέατρό του, σε πολύ καλή σκηνοθεσία του μαθητή του Διαγόρα Χρονόπουλου, με λιτό σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη, αρμόζοντα κοστούμια της Χριστίνας Παπούλια, φωτισμούς Κωστή Καπελώνη, και μουσική του Νίκου Κυπουργού, μουσική που υπογραμμίζει τον πικρό, αγωνιώδη κοινωνικό συμβολισμό του έργου, αλλά και την ανθρωπιστική γλυκύτητα και το τελικά αισιόδοξο μήνυμά του. Μήνυμα, που «μετέδωσαν» οι ερμηνείες των ηθοποιών. Η Πηνελόπη Πιτσούλη λειτούργησε ερμηνευτικά, με το δραματικών αποχρώσεων χιούμορ, το δυνατό μητρικό φίλτρο και τη συζυγική αφοσίωση της Ασπας. Ο Γιάννης Μόρτζος σάρκασε τη φοβική ψυχολογία του πατέρα απέναντι στο κακό, αλλά και ανέδειξε συγκινητικά τη συνειδησιακή εξέγερσή του. Γόνιμοι υποκριτικά ήταν οι νέοι ηθοποιοί Ηλίας Γιαννάκης, Δανάη Ρούσσου, Σωτηρία Ρουβόλη, Κώστας Βελέτζας, Φώτης Μακρής, Νίκος Νίκας.
Ο Γιώργος Χασάπογλου έγραψε ένα έργο ολότελα διαφορετικό, απ' όλα τα προηγούμενα έργα του, τα οποία αποτελούν νατουραλιστικές ηθογραφίες του νεοελληνικού οικογενειακού χώρου. Η «Μωβ κωμωδία» ακόμα και με τον τίτλο της αλληγορεί. Το μοβ είναι χρώμα πένθιμο - προάγγελος του κακού. Η λέξη κωμωδία υποκρύπτει το αντίθετό της, την τραγωδία. Κι εδώ την παγκοσμιοποιούμενη τραγωδία της σύγχρονης κοινωνίας. Εναν γενικευόμενο κίνδυνο, έναν έρποντα εκφασισμό της κοινωνίας και της καθημερινής ζωής, έναν επιδημικό «ιό» του παραλογισμού, απανθρωπισμού, ανθρωποφαγισμού, τον οποίο διασπείρει η ανώτατη εξουσία των ισχυρών του κόσμου, μολύνοντας όλη την κοινωνία, μεταλλάσσοντας ακόμα και το πρωτοκύτταρο της κοινωνίας, την οικογένεια. Μολύνοντας τη σχέση γονιών - παιδιών. Καταστρέφοντας τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου για φιλία, επικοινωνία, αλληλεγγύη, έρωτα, αγάπη, ακόμα και για να γεννήσει και να αναθρέψει παιδιά. Την αγωνία του για τον κίνδυνο διαμόρφωσης μιας τέτοιας, τρομοκρατημένης, άκριτης, άβουλης, ομογενοποιημένης κοινωνίας, μιας ανθρωπομάζας, χωρίς διάνοια, αισθήματα, βούληση, μιας ανθρωπομάζας εντελλούμενου «οργάνου» των συμφερόντων της αόρατης, απρόσωπης, παγκοσμιοποιούμενης υπερεξουσίας, εκφράζει ο Χασάπογλου με το έργο του. Ρεαλιστής, κατά βάθος αισιόδοξος και πιστεύοντας στη δύναμη και στην αδήριτη ανάγκη του ανθρώπου να αντισταθεί στο κακό και να παραμείνει άνθρωπος, ο Χασάπογλου, δεν περιορίζεται στην αλληγορική καταγγελία του κακού, αλλά και το χλευάζει με το σαρκασμό του και τον ανθρωπισμό του που κορυφώνεται λυρικότατα στο τέλος του έργου.