Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ήταν και παραμένει ένας καλλιτέχνης ανήσυχος, τολμηρός, «αιρετικός» απέναντι στα ασφαλή, «κατεστημένα» θεατρικά δεδομένα. Επηρεασμένος τα μέγιστα από τη «μεταμπρεχτικά» αποστασιοποιητική - αποδομητική δραματουργία του Χάινερ Μίλερ, προσπαθεί με πάθος, να «φορμάρει» ένα δικό του, πρωτότυπο, σκηνικό όραμα (ρεπερτοριακά, σκηνοθετικά, υποκριτικά), παίρνοντας το ρίσκο και του λάθους. Τα τελευταία χρόνια, χάνοντας το μέτρο, με κάποιες παραστάσεις του, λάθεψε. Αντίθετα, «κερδισμένος» καλλιτεχνικά βγήκε με την πολύπλευρα ενδιαφέρουσα δημιουργία του με τίτλο «Εθνικός Υμνος». Το θέμα, (η σχέση του ανθρώπου - κατ' επέκταση του Νεοέλληνα - με τον Ενθικό Υμνο του, δηλαδή με την έννοια πατρίδα και όσα πραγματικά και ουσιαστικά σημαίνουν και συνιστούν, σε κάθε καιρό και τόπο, για κάθε λαό και άνθρωπο, τις έννοιες πατρίδα και φιλοπατρία), κυρίως το κείμενο (ένα κείμενο περισσότερο πεζό παρά διαλογικό, με δραματουργική επιμέλεια του Ν. Φλέσσα) και η συμβολιστική, ευρηματική, ατμοσφαιρική, συγκινητική πολλές στιγμές σκηνοθεσία του, αποτέλεσαν μια πραγματικά καινούρια δραματουργική, σκηνοθετική, αισθητική πρόταση. Πρωτότυπη, ελκυστική ως θέαμα, επιτυχής ως πείραμα, με δημιουργικούς καλλιτεχνικούς συντελεστές και πειθαρχικούς νέους ηθοποιούς.
Η σκηνοθεσία της Λ. Τασοπούλου, εξισορρόπησε απολύτως τις προαναφερόμενες, ρευστές δραματουργικές τάσεις του έργου, καθοδηγώντας με μέτρο, αλληγορικές υπογραμμίσεις αλλά και φαρσικό χιούμορ και μικρές δόσεις γκροτέσκου την ερμηνεία των ρόλων και επιτυγχάνοντας αξιόλογα ερμηνευτικά αποτελέσματα από τους νέους - ως επί το πλείστον - ακόμα και πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς της διανομής: Γιώργος Κροντήρης, Βίβιαν Κονταμάρη, Νίκος Γιαχαλής, Σπύρος Μαρκόπουλος, Θανάσης Κουρλαμπάς, Αντώνης Μάρος, Γιώργος Μπούτος, Κωνσταντίνος Γεωργίου, Λευτέρης Βενιάδης, Δημήτρης Γιώτης. Η Λήδα Τασοπούλου ερμηνεύοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έπλασε μια γοητευτική, ερωτικά «σαρκοβόρα» γυναίκα, μελαγχολική και ανικανοποίητη, καθώς αντί να κατακτά, λαχταρά να κατακτηθεί. Λειτουργικό το λιτό σκηνικό και καλαίσθητα τα κοστούμια εποχής της Αγνής Ντούτση. Αρμόζουσα η μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου.
Το παλιό ελληνικό λαϊκό παραμύθι αποδεικνύεται πρόσφορο υλικό για δραματουργικές και σκηνικές δημιουργίες, όταν υπάρχει φαντασία και ταλέντο. Τη μέγιστη περί αυτού απόδειξη έχει δώσει η Ξένια Καλογεροπούλου. Το παράδειγμά της άρχισαν να μιμούνται και άλλοι καλλιτέχνες. Στο θέατρο «Καπνοκοπτηρίου» φιλοξενήθηκε για λίγες ανοιξιάτικες ημέρες η νέα ομάδα «Θ όπως θέατρο», παρουσιάζοντας μια παράσταση με τίτλο «Παραμύθι από χαρτί». Επρόκειτο για σκηνική διασκευή και μεταφορά του παραδοσιακού παραμυθιού από την Κω «Οι γονιοί» ή «Οι γέροι και τα καλά τους», το οποίο, όπως μας πληροφορεί το πρόγραμμα της παράστασης, διεσώθη με ένα χειρόγραφο κάποιου περίεργου αρχαιοδίφη, του Ιάκωβου Ζαρράφτη (1906;) και την έκδοση του Ριχάρδου Ντώκινς (1950, Κέμπριτζ). Από αυτή την έκδοση άντλησε το ξεχασμένο, διδακτικό για παιδιά και γονείς παραμύθι, η ομάδα. Η θεατρική προσαρμογή και η σκηνοθεσία υπογράφεται από τον έμπειρο ηθοποιό και τα τελευταία χρόνια δοκιμαζόμενο στη σκηνοθεσία, Κωστή Καπελώνη. Ο Κ. Καπελώνης αξιοποίησε μια μέθοδο που έχουν χρησιμοποιήσει αρκετές δεκαετίες πριν κάποιοι ευρωπαϊκοί θίασοι κουκλοθεάτρου. Η Πολωνία, λ.χ. έχει μακρά και πολύμορφη παράδοση κουκλοθεάτρου. Ο Κ. Καπελώνης επέλεξε τη μέθοδο των αφηγητάδων που όχι μόνον δίνουν τη φωνή τους στα πρόσωπα του παραμυθιού, αλλά και τους δίνουν μορφή κινώντας παραστατικά έτοιμες κούκλες. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν έτοιμες κούκλες. Χάρη στον ευφάνταστο και αισθαντικό σκηνογράφο Νίκο Αλεξίου, τις «κούκλες» τις έπλαθαν απλά και γρήγορα οι αφηγητάδες - ηθοποιοί την ώρα της παράστασης από τα - ζεστών και απαλών χρωματικά - χάρτινα ριντό που κρέμονταν από τον ουρανό της σκηνής. Συντελεστές της ονειρικής, «ποιητικής» παράστασης ήταν οι Σταύρος Σιόλας (φωνητικά σχήματα), Μαρία Συριανού (χορογραφία) και οι εκφραστικοί ηθοποιοί - αφηγητάδες Γιώργος Σηφακάκης, Σταύρος Σιόλας, Βαγγέλης Λιοδάκης, Κωστής Καπελώνης και Ελενα Βόγλη.