Τετάρτη 17 Σεπτέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας»

Οι δρόμοι του Σαντιάγο και οι τοίχοι των σπιτιών, κύριο όργανο «λαϊκής προπαγάνδας»
Οι δρόμοι του Σαντιάγο και οι τοίχοι των σπιτιών, κύριο όργανο «λαϊκής προπαγάνδας»
Το στρατηγικό πολιτικό ζήτημα, όπως προκύπτει από το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας», ήταν διττό. Κατ' αρχήν, να διαφυλάξει και να επεκτείνει τις δημοκρατικές κατακτήσεις των εργαζομένων και επιπλέον «να μεταβάλει τους ισχύοντες θεσμούς, εγκαθιδρύοντας ένα νέο κράτος όπου η εργατική τάξη και γενικά ο λαός θα ασκεί την πραγματική εξουσία».

Ο άμεσος στόχος, που συνδεόταν άλλωστε με τις προεδρικές εκλογές και επιτεύχτηκε ως ένα βαθμό - η «Λαϊκή Ενότητα» είχε την κυβέρνηση, αλλά δεν είχε την πλειοψηφία και στα δύο νομοθετικά Σώματα - ήταν η ανάδειξη μιας «λαϊκής κυβέρνησης», η οποία θα στήριζε «την ισχύ και την εξουσία της κατά κύριο λόγο στην υποστήριξη που της παρέχει ο οργανωμένος λαός». Στην κυβέρνηση αυτή θα συμμετείχαν, όπως και έγινε, «όλα τα επαναστατικά κόμματα, κινήματα και τάσεις».

Πώς όμως και με ποια ακριβώς μέτρα η «Λαϊκή Ενότητα» ευελπιστούσε ότι θα υπάρξει η αναγκαία και απαραίτητη μεταβολή των υπαρχόντων κρατικών θεσμών; Διακήρυσσε, λοιπόν, τη δημιουργία μιας νέας δομής εξουσίας, ενός «λαϊκού κράτους», το οποίο θα έπρεπε «να οικοδομηθεί από τη βάση προς τα πάνω, μέσα από μια διαδικασία εκδημοκρατισμού σε όλα τα επίπεδα και με την οργανωμένη κινητοποίηση των μαζών».

Οσο για τους μηχανισμούς καταστολής, δηλαδή την αστυνομία και τις Ενοπλες Δυνάμεις, το πρόγραμμα αναφερόταν συγκεκριμένα. Για τις Ενοπλες Δυνάμεις, κατά βάση επαγγελματικές και εξαρτημένες από τις ΗΠΑ, έθετε το στόχο «της διασφάλισης» του εθνικού χαρακτήρα τους και της άρνησης να χρησιμοποιηθούν ενάντια στο λαό ή για τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων. Σαν γραμμή της αμυντικής πολιτικής του «λαϊκού κράτους» επιβεβαιωνόταν η διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας της χώρας απέναντι στις επιβουλές του ιμπεριαλισμού και των ολιγαρχιών των γειτονικών κρατών.

...όπως και τα παιδιά, που είναι το μέλλον
...όπως και τα παιδιά, που είναι το μέλλον
«Η αστυνομία θα πρέπει να αναδιοργανωθεί ώστε να μη χρησιμοποιηθεί ποτέ πια σαν καταπιεστική δύναμη ενάντια στο λαό, αλλά αντίθετα να εκπληρώνει τον προορισμό της, που είναι να υπερασπίζει το λαό από αντικοινωνικές ενέργειες», αναφερόταν συγκεκριμένα για την αστυνομία.

Σε ό,τι αφορά τους κρατικούς θεσμούς και τα κέντρα των αποφάσεων, το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» αναφερόταν στην ανάγκη δημιουργίας ενός μόνου κεντρικού αντιπροσωπευτικού θεσμού, της Λαϊκής Συνέλευσης, που θα αντικαθιστούσε τον αντιδημοκρατικό διαχωρισμό ανάμεσα στη Βουλή και στη Γερουσία.

Σημαντικότερη καινοτομία ήταν η εξαγγελία του θεσμοθετημένου ελέγχου του λαού στους εκπροσώπους του, καθώς και η δυνατότητα των εκλογέων να ανακαλούν τους αντιπροσώπους κάθε στιγμή που θεωρούν ότι έπαψαν να εκφράζουν τα λαϊκά συμφέροντα. «Τα μέλη της Λαϊκής Συνέλευσης και όλων των οργάνων λαϊκής εκπροσώπησης θα ελέγχονται από τους εκλογείς τους, μέσα από ορισμένες μορφές συμβουλίων, που θα έχουν την εξουσία να ανακαλούν την εντολή». Επιπλέον, η «Λαϊκή Ενότητα» διακήρυσσε ότι θα καθιερώσει ένα σύστημα ασυμβίβαστων, έτσι ώστε «αν ένας βουλευτής ή δημόσιος υπάλληλος ενεργεί σαν αντιπρόσωπος ιδιωτικών συμφερόντων θα αποστερείται από το αξίωμά του».

Η Λαϊκή Συνέλευση θα ήταν, κατά το πρόγραμμα, το όργανο που θα ενέκρινε το σχέδιο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Η εξουσία αυτή, μέσα στη λογική του προγράμματος για την οικονομική πολιτική, ξεπερνούσε κατά πολύ, τυπικά και ουσιαστικά, την αρμοδιότητα ψήφισης του κρατικού προϋπολογισμού. Στο θέμα αυτό το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» έθετε τον πυρήνα της λογικής του κεντρικού σχεδιασμού, αποφασιστικό όργανο του οποίου θα ήταν ο κεντρικός αντιπροσωπευτικός θεσμός.

Η διεθνιστική αλληλεγγύη από τα πρώτα μελήματα...
Η διεθνιστική αλληλεγγύη από τα πρώτα μελήματα...
Η Λαϊκή Συνέλευση θα ήταν, κατά το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας», επικεφαλής ενός ιεραρχημένου πλέγματος συμβουλίων της τοπικής αυτοδιοίκησης, δημοκρατικά εκλεγμένων και ελεγχόμενων από το λαό.

Επιπλέον, το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» προέβλεπε τη συμμετοχή των εργατικών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων στο σχεδιασμό της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης, στη λήψη αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα των κάθε είδους κρατικών θεσμών, καθώς και - αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο - στην «εποπτεία των διοικητικών λειτουργιών», στην παρακολούθηση του κρατικού μηχανισμού στην καθημερινή, πρακτική υλοποίηση των νόμων και της πολιτικής γραμμής.

Οικονομία και εξωτερική πολιτική

Η οικονομική πολιτική της «Λαϊκής Ενότητας» είχε ως στόχο «την αντικατάσταση της σημερινής δομής της οικονομίας με την αφαίρεση της δύναμης του ντόπιου και ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των μεγαλοτσιφλικάδων, για ν' αρχίσει το χτίσιμο του σοσιαλισμού», που θα έπρεπε να υλοποιηθεί μέσα από το δημοκρατικό σχεδιασμό και με κύριο μοχλό τον κρατικό τομέα της οικονομίας.

Μία οικονομία με τη συμμετοχή των εργαζομένων, όπου προτεινόταν ιδιωτική, μεικτή και κοινωνική ιδιοκτησία. Αναφορικά στην τελευταία συμπεριλαμβάνονταν οι 91 κύριες επιχειρήσεις και βιομηχανικά μονοπώλια. «Η διαδικασία του μετασχηματισμού της οικονομίας μας αρχίζει με τη δημιουργία ενός ισχυρού κρατικού τομέα που θα αποτελείται από τις επιχειρήσεις που τώρα ανήκουν στο κράτος, μαζί με κείνες που θα απαλλοτριωθούν», υποστηριζόταν στο πρόγραμμα που προέβλεπε συνεπώς την εθνικοποίηση των ξένων εταιριών, που εκμεταλλεύονταν τον ορυκτό πλούτο, καθώς και της αντίστοιχης μεταλλευτικής βιομηχανίας. Στον κρατικό τομέα θα έπρεπε να περάσουν επίσης οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρίες, το εξωτερικό εμπόριο, οι μεγάλες επιχειρήσεις στον τομέα της διανομής, η ενέργεια, οι συγκοινωνίες, το κύκλωμα του πετρελαίου και των υποπροϊόντων του, το τσιμέντο, τα πετροχημικά, τα βαρέα χημικά, το χαρτί και γενικά τα «βιομηχανικά μονοπώλια στρατηγικής σημασίας».

Διευκρίνιση υπήρχε αναφορικά με τις απαλλοτριώσεις «θα πραγματοποιηθούν με πλήρη προστασία των συμφερόντων του μικρού μετόχου». Υπογραμμιζόταν επίσης ότι «τα δικαιώματα των εργατών και υπαλλήλων αυτών των επιχειρήσεων, για ικανοποιητικές αποδοχές και συνθήκες δουλιάς, θα διασφαλιστούν και θα είναι σεβαστά».

Υπήρχε όμως ένα χάσμα στο οικονομικό πρόγραμμα. Μηδαμινές αναφορές στα μεσαία και στα μικρομεσαία στρώματα...

Για την αγροτική οικονομία το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» υποστήριζε ότι έπρεπε να επιταχυνθούν οι απαλλοτριώσεις τσιφλικιών που είχαν πολύ δειλά αρχίσει επί Προεδρίας Φρέι. Παράλληλα, θεωρούσε απαραίτητο να ευνοηθεί η συνεταιριστική οργάνωση των κτημάτων που απαλλοτριώνονται.

Οσο για την εξωτερική πολιτική, που επαγγελλόταν η «Λαϊκή Ενότητα», στηριζόταν στην αρχή της καλλιέργειας ισότιμων σχέσεων με όλα τα κράτη, ανεξάρτητα από τον προσανατολισμό τους και στην αντιιμπεριαλιστική αλληλεγγύη με τους λαούς, αλλά και τις κυβερνήσεις. Θεωρούσε, λοιπόν, «ουσιώδες να καταγγελθούν και να καταργηθούν συνθήκες και συμβάσεις που περιορίζουν την κυριαρχία μας και ιδιαίτερα τα διάφορα σύμφωνα αμοιβαίας βοήθειας και άλλα που η Χιλή έχει υπογράψει με τις ΗΠΑ».

Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο δεσμευόταν να στηρίξει τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους, ενάντια στη νεοαποικιοκρατία και στον ιμπεριαλισμό, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ξεχωριστή αναφορά γινόταν στην αλληλεγγύη προς το λαό του Βιετνάμ και προς την κουβανέζικη επανάσταση, η οποία χαρακτηριζόταν ως «εμπροσθοφυλακή της λατινοαμερικάνικης επανάστασης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη νοτιοαμερικάνικη ήπειρο», αλλά και στη «φιλία και συνεργασία με τις σοσιαλιστικές χώρες που θα ενισχυθούν».

Στον τομέα της λατινοαμερικάνικης πολιτικής δινόταν βάρος στην πολιτική της αμοιβαίας συνεννόησης και σεβασμού με τα κράτη της περιοχής και δεσμευόταν να υποστηρίξει την ολοκλήρωση των λατινοαμερικάνικων χωρών, με την προϋπόθεση ότι αυτή «θα πρέπει να θεμελιωθεί πάνω σε οικονομίες απελευθερωμένες από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και εκμετάλλευση».

Οσο για την κοινωνική πολιτική κατ' αρχήν εξαγγελλόταν μια σειρά ρυθμίσεων για την άμεση ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, όπως: αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών κάθε 6 μήνες ή όποτε η αύξηση του κόστους ζωής ξεπερνά το 5%, βελτίωση και επέκταση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος, χρηματοδότηση πλατιού προγράμματος κατασκευής κατοικιών για το λαό. Ειδική μέριμνα δινόταν στο πρόγραμμα για τα μέτρα ενίσχυσης της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία. Τέλος, υπήρχαν μέσα στο πρόγραμμα των 40 σημείων σειρά καινοτόμων και ριζοσπαστικών προτάσεων για ριζικούς μετασχηματισμούς σε όφελος των εργαζομένων στους τομείς της παιδείας και της υγείας, στον αθλητισμό.


Κείμενα :
Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

1.000 μέρες διακυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας»

Στις 17 Δεκέμβρη του 1969, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, η Κίνηση Ενωμένης Λαϊκής Δράσης, η Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπογράφουν στο Σαντιάγο την ιδρυτική πράξη της «Λαϊκής Ενότητας», αλλά και το πρόγραμμά της, που αποτελούνταν από 40 σημεία.

Η «Λαϊκή Ενότητα» ήταν, σύμφωνα με το πρόγραμμά της, η συμμαχία των «λαϊκών επαναστατικών δυνάμεων», που σκοπός τους δεν ήταν μόνον η νίκη στις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, αλλά η πραγματοποίηση «θεμελιακών μεταβολών», «επαναστατικών μετασχηματισμών» και η μετάθεση της εξουσίας «από τις παλιές κυρίαρχες ομάδες στους εργάτες, στους αγρότες και τα προοδευτικά στρώματα της μεσαίας τάξης των πόλεων και της υπαίθρου».

Εντούτοις, οι ρίζες της «Λαϊκής Ενότητας» βρίσκονται βαθιά στο χρόνο, ειδικά κατά την περίοδο της διακυβέρνησης με ηγέτη τον Πέδρο Αγκίρε Σέρδα, όπου ο Σαλβαδόρ Αλιέντε διατέλεσε και υπουργός Υγείας. Αλλά και κατά τη δεκαετία του '50 και του '60, όπου υπήρξαν ανάλογες κινήσεις συνεργασίας, με πρωταγωνιστές κυρίως το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής, αλλά και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, από τους κόλπους του οποίου προερχόταν και ο ίδιος ο Αλιέντε. Ισως θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα δε θα μπορούσε επ' ουδενί να ενταχθεί στην ιδεολογική ομάδα των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών, αλλά και πάλι έχοντας υιοθετήσει ένα πρόγραμμα «αντιιμπεριαλιστικής οικονομίας», ανάλογο με αυτό που είχαν υιοθετήσει πολλά κόμματα επηρεασμένα από την ιδέα του «τρίτου δρόμου» του Βίκτορ Ραούλ Αγια δε λα Τόρε και των «απριστών» σε όλη τη Λατινική Αμερική, ενώ δεχόταν το μαρξισμό μόνο «σαν μέθοδο ερμηνείας της πραγματικότητας». Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα σοσιαλρεφορμιστικό κόμμα, αντιιμπεριαλιστικής, ωστόσο, κατεύθυνσης.

Από την άλλη πλευρά, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, που ιδρύθηκε το 1858, εξέφραζε κυρίως τα μεσαία στρώματα και ήταν ο κορμός του Λαϊκού Μετώπου των ετών 1938-1941.

Οσο για τις σχέσεις των κομμάτων της «Λαϊκής Ενότητας», βασίζονταν, όπως προέβλεπε και η ιδρυτική διακήρυξη, στην απόλυτη ισοτιμία, ενώ για τη λήψη των αποφάσεων χρειαζόταν ομοφωνία. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τη δημιουργία της «Λαϊκής Ενότητας» μέχρι τις προεδρικές εκλογές, δημιουργήθηκαν 14.800 επιτροπές βάσης, που συσπείρωναν, όχι μόνον τα μέλη των κομμάτων, αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές που βρίσκονταν εκτός κομμάτων.

«Ο ειρηνικός ή μη στρατιωτικός δρόμος»...

Οσο για τον Αλιέντε, ως Πρόεδρος, είχε ως άμεσους στενούς συνεργάτες πάντοτε έναν εκπρόσωπο των σοσιαλιστών και έναν των κομμουνιστών. Η τριάδα αυτή εξέταζε τα θεμελιώδη ζητήματα. Ωστόσο, η τριάδα αυτή δε συζητούσε ποτέ, με απαίτηση του Αλιέντε, θέματα που, σύμφωνα με το Σύνταγμα, θεωρούνταν δικαιοδοσία της διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων.

Ο Αλιέντε αναδείχτηκε ως ηγετική φυσιογνωμία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '50 και του '60, μιας εποχής, στη διάρκεια της οποίας υιοθετήθηκε η γραμμή της θεσμικής μετάβασης στο σοσιαλισμό, που ονομάστηκε επίσης «ειρηνικός ή μη στρατιωτικός δρόμος». Μία επιλογή, που φυσικά αντιτίθεται από θέση «αρχής» στην κατάληψη της εξουσίας με ένοπλο αγώνα, στην «καταστροφή του αστικού κράτους», που ήδη είχε δείξει την αποτελεσματικότητά του στην Κούβα, αμέσως μετά την επικράτηση της κουβανικής επανάστασης... και φυσικά ουδείς λόγος μπορεί να γίνεται και για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αξίζει ειδικής μνείας, επίσης, ότι ο Αλιέντε διαχώρισε τη θέση του ακόμη και από το ίδιο του το κόμμα, το οποίο, μετά την επικράτηση της κουβανικής επανάστασης, έκανε στροφή προς τα «αριστερά», υιοθετώντας πιο ριζοσπαστικό τρόπο δράσης. Φυσικά, το «πείραμα» Αλιέντε απέτυχε και με τον πλέον τραγικό τρόπο....

Πάντως, η υποψηφιότητά του για το προεδρικό αξίωμα ανακοινώθηκε λίγες μέρες μετά την ίδρυση και την ανακοίνωση του προγράμματος της «Λαϊκής Ενότητας», το Γενάρη του 1970, ενώ στις εκλογές της 4ης Σεπτέμβρη έλαβε 36,3% των ψήφων έναντι 34,9% που πήρε ο υποψήφιος του δεξιού Εθνικού Κόμματος, Χόρχε Αλεσάντρι, και 27,8% που έλαβε ο υποψήφιος των Χριστιανοδημοκρατών, Ραντομίρο Τόμιτς. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Χιλής, Πρόεδρος θα έπρεπε να αναδειχτεί εκείνος από τους δύο πρώτους υποψηφίους που θα λάμβανε την πλειοψηφία και από τα δύο Σώματα του Κογκρέσου.

Επιτεύχθηκε με τη συμφωνία τελικά με τους Χριστιανοδημοκράτες, υπό τον όρο ότι θα τηρηθεί απαρέγκλιτα το ισχύον Σύνταγμα. Ετσι, 4 Νοέμβρη του 1970, το Κογκρέσο με 153 σε σύνολο 200 επικυρώνει την εκλογή του Αλιέντε. Ομως, λίγες μέρες πριν, και συγκεκριμένα στις 26 Οκτώβρη, δολοφονήθηκε ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Ρενέ Σνάιντερ.

Το πρώτο δείγμα προθέσεων της εγχώριας ολιγαρχίας, αλλά και της Ουάσιγκτον κυρίως για την πορεία της ίδιας της Χιλής και την επίδραση που αυτή θα έχει στις γειτονικές της χώρες, Αργεντινή και Βραζιλία. Προθέσεις, που δε θα εκτιμηθούν σωστά. Ειδικά στην κλιμάκωσή τους, στις αρχές του 1973. Με ταχείς ρυθμούς, η μεγαλοαστική τάξη, με τη στήριξη και την αρωγή των ΗΠΑ, έκαμψε τη «θεσμική» αντίσταση της «Λαϊκής Ενότητας» που ήταν στην εξουσία και η ιδέα του «ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό» συνετρίβη. Μαζί της, όμως, πήρε και χιλιάδες αγωνιστές, όχι μόνο στη Χιλή, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτίου Αμερικής. Ενα στοίχημα χάθηκε... κόστισε, όμως, συνολικά στο κίνημα της Λατινικής Αμερικής, αφού διαμέσου του Σχεδίου Κόνδωρ, που είχε τη βάση του στη Χιλή του Πινοτσέτ, ξεκληρίστηκαν στελέχη κομμάτων, ανταρτικών οργανώσεων, μαζικών οργανώσεων και συνδικαλιστές, σε Παραγουάη, Ουρουγουάη, Αργεντινή και Βραζιλία...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ