Κυριακή 23 Νοέμβρη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΠΑΙΔΕΙΑ
Αυταρχισμός στα πανεπιστήμια που θα κάνουν «μπίζνες» με τις επιχειρήσεις

Eurokinissi

Τη βδομάδα που μας πέρασε συνεχίστηκαν οι προκλήσεις αυταρχισμού στα πανεπιστήμια, με την πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθήνας να απαγορεύει ουσιαστικά την κατάληψη ως μορφή αγώνα, να αμφισβητεί και να επιτίθεται στον τρόπο λήψης αποφάσεων των φοιτητικών οργάνων και στη συνέχεια να διευκρινίζει ότι δεν επιθυμεί την κατάργηση των φοιτητικών συλλόγων, των οποίων, όπως λέει, «η δράση μπορεί πάντοτε να είναι εποικοδομητική»...

Την προηγούμενη Κυριακή αρθρογράφος με ψευδώνυμο έγραφε στο «Εθνος»: «Το πανεπιστήμιο ως χώρος ελευθερίας είναι ασύμβατος με καταλήψεις και άλλες ολοκληρωτικές συμπεριφορές (που είναι αυτές που στηρίζονται στη βία και την πρόκληση φόβου). Και ο νέος πρύτανης του Καποδιστριακού, καθηγητής Θ. Φορτσάκης, σωστά υπερασπίζεται την ελευθερία και τους κανόνες ενάντια στην αναρχία και τη βία. Υπάρχει μια παρεξήγηση: ελευθερία στο πανεπιστήμιο δε σημαίνει αναρχία. Και η στάση του πρύτανη είναι αυτό που λείπει, ας μην το παραγνωρίζουμε: είναι παράδειγμα για τους πολλούς». Πράγματι, ο πρύτανης λειτουργεί ως παράδειγμα, αφού στα σιωπηλά την ίδια στάση κρατούν και οι υπόλοιποι πρυτάνεις, ενώ ο δρόμος για αυτές τις λογικές έχει ανοίξει από πέρσι από τα Συμβούλια Διοίκησης των ιδρυμάτων. Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά: Δεν είναι μόνο οι καταλήψεις ασύμβατες με το πανεπιστήμιο που θέλουν να φτιάξουν αλλά κάθε μορφή κινητοποίησης και αγωνιστικής διεκδίκησης για τα δίκια των φοιτητών και του λαού. Εξάλλου, έχουν αρχίσει να καλούν αστυνομικές δυνάμεις ή να κλειδώνουν πόρτες ακόμα και σε απλές παραστάσεις διαμαρτυρίας...

Γιατί όμως συμβαίνουν όλα αυτά; Εχει ενδιαφέρον και πάλι ο παραπάνω αρθρογράφος στο «Εθνος» που σημειώνει: «Το πανεπιστήμιο είναι συγχρόνως μέσο παιδείας και έρευνας, ακαδημία σκέψεων και προτάσεων αλλά και μέσο εκπαίδευσης και ανάπτυξης δεξιοτήτων. Παράλληλα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνδεθεί με την αγορά εργασίας και την παραγωγή, τουλάχιστον εν μέρει, και να μην απαγορεύεται δογματικά κάθε τέτοια διασύνδεση. Αλλιώς παράγουμε πτυχία χωρίς αντίκρισμα εργασίας που είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα. (...) Η διασύνδεση με την αγορά μπορεί να βοηθήσει και οικονομικά την ανάπτυξή του. Γιατί όχι; Η αποστολή του πανεπιστημίου πρέπει να παραμείνει δημόσια. Οχι απαραίτητα όμως η λειτουργία του. Η παιδεία μας πρέπει με μια κουβέντα να απελευθερωθεί από τα δεσμά του κρατισμού ως παρωχημένης αντίληψης»...

Καταστολή και πανεπιστήμιο της αγοράς πάνε χέρι - χέρι. Και αυτό δε γίνεται για ισχυρά πτυχία, όπως λένε. Αν τα πανεπιστήμια βγάζουν ολοκληρωμένους επιστήμονες, σημαίνει ότι οι απόφοιτοι μπορούν να παρακολουθούν τις εξελίξεις στην επιστήμη τους, ότι έχουν τα βασικά μεθοδολογικά εργαλεία επιστημονικής Ερευνας και ότι μπορούν να προσαρμοστούν πολύ γρήγορα σε μια θέση εργασίας όσο απαιτητική και αν είναι. Ασε που τα στελέχη επιχειρήσεων στη χώρα μας παραδέχονται ότι οι προσφερόμενες θέσεις εργασίας συχνά απαιτούν πολύ λιγότερα προσόντα από αυτά που διαθέτουν όσοι τις διεκδικούν.

Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τα πανεπιστήμια δε λειτουργούν σε γυάλα. Είναι συνδεδεμένα με την οικονομία αντικειμενικά, λειτουργούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού και όχι υπεράνω αυτού. Οταν όμως σήμερα μιλούν για την ανάγκη σύνδεσής τους με την αγορά, εννοούν την υποταγή κάθε πλευράς της λειτουργίας τους στην εξυπηρέτηση των επιχειρήσεων, εννοούν τη λειτουργία και των ίδιων των πανεπιστημίων και γενικότερα των ΑΕΙ ως επιχειρήσεις, μακρυά από τις ανάγκες του λαού και τις δυνατότητες ανάπτυξης της επιστήμης προς όφελός του.

Βήματα σε αυτού του είδους τη διασύνδεση γίνονταν δειλά - δειλά από τη δεκαετία του '80 ακόμα, με τη θεσμοθέτηση των εταιρειών αξιοποίησης και διαχείρισης της περιουσίας των πανεπιστημίων, εντάθηκαν τη δεκαετία του '90 που θεσμοθετήθηκαν τα μεταπτυχιακά και επεκτάθηκαν τα ερευνητικά προγράμματα της ΕΕ, ενώ την προηγούμενη δεκαετία αυξήθηκαν και οι απευθείας συμπράξεις πανεπιστημίων - επιχειρήσεων. Ο τελευταίος νόμος - πλαίσιο (4009/11) για την ανώτατη εκπαίδευση συμπυκνώνει όλα αυτά τα βήματα που έχουν γίνει στη σύνδεση πανεπιστημίων με την αγορά και ταυτόχρονα ανοίγει νέους δρόμους για «μπίζνες». Είναι τυχαίο, άραγε, ότι ο ίδιος νόμος κατάργησε εντελώς το ακαδημαϊκό άσυλο; Οχι, βέβαια. Γιατί πώς άραγε μεγάλες επιχειρήσεις και μονοπωλιακοί όμιλοι που θέλουν να κάνουν επενδύσεις, π.χ., στην Ερευνα, θα εμπιστευτούν ένα πανεπιστήμιο όπου υπάρχει κίνημα φοιτητών, πανεπιστημιακών, εργαζομένων, που διεκδικούν Ερευνα σε όφελος των λαϊκών αναγκών; Να γιατί καταστολή και «μπίζνες» πάνε μαζί.

Και οι «μπίζνες» των πανεπιστημίων και οι συμφωνίες τους με μεγάλες επιχειρήσεις το τελευταίο διάστημα έχουν ενταθεί. Σημειώνουμε μόνο μερικά ενδεικτικά παραδείγματα:

  • Εδώ και τρία χρόνια το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο συνεργάζεται με την «Αθηναϊκή Ζυθοποιία», κάνοντας αξιολόγηση των ποικιλιών κριθαριού που χρησιμοποιεί η εταιρεία ως προς την αποδοτικότητά τους και ως προς τα επιθυμητά τους (σ.σ. τα επιθυμητά για την εταιρεία) χαρακτηριστικά. Παράλληλα, έχει και ένα πειραματικό εργαστήριο που δουλεύει πάνω σε ποικιλίες κριθαριού για λογαριασμό της εταιρείας.
  • Πριν ένα χρόνο το Πανεπιστήμιο Πατρών και ο όμιλος «Interamerican» υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας για την ανάπτυξη εφαρμογών προηγμένης τεχνολογίας στις επιχειρησιακές λειτουργίες από το Τμήμα Μηχανικών Η/Υ, καθώς επίσης τεχνολογίες μεγάλων δεδομένων.
  • Την ίδια περίοδο, η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ ενέκρινε τη δωρεά της εταιρείας «Προμηθέας Gas» (ελληνορωσική εταιρεία της «GAZPROM» και του Ομίλου Κοπελούζου), ύψους 30.000 ευρώ στο Τμήμα Σλαβικών Σπουδών, για την πληρωμή καθηγητών Ρώσικης Γλώσσας στο τμήμα, το ακαδημαϊκό έτος 2013 - 14.
  • Το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας και ο ΟΤΕ έχουν ανακοινώσει ότι θα προχωρήσουν σε μια ευρεία συνεργασία στρατηγικής σημασίας με επεκτάσεις και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
  • Η ΔΕΗ έχει ιδρύσει τρεις «επώνυμες έδρες» στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, ενώ το ΕΚΠΑ έχει αντίστοιχες προτάσεις από εταιρείες για δημιουργία «επώνυμων εδρών» και έχει συστήσει ειδική επιτροπή για να μελετήσει το θέμα και να συστήσει τις έδρες. Οι «επώνυμες έδρες» θεσμοθετήθηκαν με τον τελευταίο νόμο - πλαίσιο και σημαίνουν ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο κάνει δωρεά στο ίδρυμα το κεφάλαιο για την κάλυψη των δαπανών της διδακτικής και γενικότερης επιστημονικής δραστηριότητας της έδρας και προσδιορίζει το αντικείμενο και το περιεχόμενο της διδασκαλίας και της Ερευνας της έδρας σύμφωνα με τα επιχειρηματικά του συμφέροντα.

Γ.Σ.

Να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στη μόρφωση

Συνέντευξη με τον Νίκο Γελαδά, κοσμήτορα της Σχολής Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Αθήνας

Τα πραγματικά και οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα πανεπιστήμια αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης που είχε ο «Ρ» με τον καθηγητή Γελαδά Νίκο, μέλος της Συγκλήτου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και κοσμήτορα της Σχολής Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (ΤΕΦΑΑ).

«Ρ»: Ποια είναι η κατάσταση στο ΕΚΠΑ μετά τη διαθεσιμότητα δεκάδων διοικητικών υπαλλήλων;

Νίκος Γελαδάς: «Το ΕΚΠΑ βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση γιατί υπάρχουν δεδομένες πολιτικές που έχουν να κάνουν και με τα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος αλλά και με το γενικότερο πολιτικό πρόβλημα της εποχής που διανύουμε. Επιπρόσθετα παρατηρείται έντονη έλλειψη διοικητικής επάρκειας, καθώς, από τη μια μεριά, η κυβέρνηση έχει απολύσει αθρόα διοικητικούς υπάλληλους και, απ' την άλλη, δεν αναπληρώνονται όσοι πεθαίνουν και όσοι βγαίνουν στη σύνταξη. Αρα έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Δεν έχουμε διοικητικούς υπαλλήλους, μας τελειώνουν σιγά - σιγά και οι καθηγητές. Αυτά είναι τα πραγματικά προβλήματα. Ημασταν 72 καθηγητές διδακτικό προσωπικό στη Σχολή, τώρα έχουμε μείνει 61. Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει προσωπικό, λόγω συνταξιοδοτήσεων οι οποίες δεν αντικαθίστανται, να διδάξει βασικά μαθήματα για την εξειδίκευση των φοιτητών, με αποτέλεσμα να μην παρέχονται διπλώματα εξειδίκευσης. Είναι ο ίδιος λόγος που στη μέση εκπαίδευση έχουν κενά, γιατί, για παράδειγμα, δεν έχουν φιλόλογους, δεν έχουν χρήματα για προσλήψεις. Εδώ και 4 χρόνια όποιος συνταξιοδοτείται, όποιος πεθαίνει δεν αντικαθίσταται. Αρα μικραίνει ο αριθμός των διδασκόντων».

Αναρχη μείωση προσωπικού, σοβαρές συνέπειες στις σπουδές

Ο Ν. Γελαδάς
Ο Ν. Γελαδάς
«Ρ»: Ποιες είναι οι επιπτώσεις από την έλλειψη διοικητικού και διδακτικού προσωπικού;

Ν.Γ.: «Δεν μπορούμε να βγάλουμε πτυχία που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της μόρφωσης και όχι στις ανάγκες αυτών που μας κυβερνούν. Υπάρχουν οι αθρόες απολύσεις που έγιναν πέρυσι διοικητικών υπαλλήλων. Υποτίθεται ότι θα έρχονταν πίσω όσοι είναι σε διαθεσιμότητα, οι οποίοι όμως δεν έχουν ακόμα τοποθετηθεί (περίπου 150).

Η μείωση προσωπικού γίνεται άναρχα. Υπάρχουν αντικείμενα στα οποία δεν υπάρχει κάποιος να διδάξει. Δεν κανόνισαν ποιος θα βγει στη σύνταξη. Απειλούν τον κόσμο, αυτός βγαίνει πανικόβλητα, άναρχα σε σύνταξη και δημιουργούνται κενά. Το ίδιο ισχύει και για τις απολύσεις, πέρα από το γεγονός ότι δεν ήταν καμία αναγκαία, απέλυσαν οριζόντια, βάζοντας κάποια ψευτοκριτήρια. Δεν έχω υπάλληλο να εκδώσει πτυχία, το οποίο θέλει τεχνογνωσία και εμπειρία, γιατί δεν κατείχε ξένες γλώσσες και ενώ αρχικά απολύθηκε, κατόπιν επαναπροσλήφθηκε και τώρα τον έθεσαν σε διαθεσιμότητα. Αυτό αποτελεί το μαρτύριο της σταγόνας για τον εργαζόμενο και την οικογένειά του και δείχνει την κατάντια του συστήματος.

Σε επίπεδο σπουδών οι συνέπειες είναι πολύ σοβαρές. Δεν παρέχονται ειδικότητες. Π.χ., κάποιος μπαίνει εδώ σπουδάζει τρία χρόνια και τον τέταρτο κάνει ειδικότητα, άλλος γίνεται ειδικός στην προπονητική της κολύμβησης, άλλος ειδικός στην ενόργανη γυμναστική και άλλος στην άσκηση - υγεία - ευρωστία. Μάλιστα, ο νόμος λέει ότι αν έχει κάποιος μπει στο Πανεπιστήμιο κάνοντας χρήση προνομίων ως αθλητής της ενόργανου γυμναστικής, για παράδειγμα, πρέπει να αποφοιτήσει γυμναστής με ειδικότητα στην ενόργανη. Και τώρα έχουμε έναν ενοργανίστα και σου λέει θέλω να εξειδικευτώ στην ενόργανη και του λες δεν μπορείς πήγαινε στην κολύμβηση. Οταν, πολύ σύντομα, θα μου λείψουν καθηγητές βασικού μαθήματος δε θα μπορώ να δώσω πτυχία. Αρα εγώ πρέπει να αλλοιώσω το πρόγραμμα σπουδών, δηλαδή να είμαι παράνομος. Τελικά, τα μεγάλα προβλήματα των πανεπιστημίων είναι η έλλειψη διοικητικού προσωπικού, διδακτικού προσωπικού και η χρηματοδότηση».

Ανοιξαν τον δρόμο στις μεγαλο-εταιρείες

«Ρ»: Η χρηματοδότηση μειώνεται διαρκώς, αυτό τι σημαίνει για τα ιδρύματα;

Ν.Γ.: «Η χρηματοδότηση είναι μειωμένη τα τελευταία χρόνια κατά 50% περίπου και, σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρύτανη, τα χρήματα που παρέχονται φτάνουν μόνο για τις λειτουργικές δαπάνες (φως, νερό, τηλέφωνο, φύλαξη, καθαριότητα). Αρα δεν υπάρχουν χρήματα για οτιδήποτε άλλο, δηλαδή για εκπαιδευτικές ανάγκες, ερευνητικές ανάγκες και αναλώσιμα. Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα με τη φύλαξη, την καθαριότητα, την προμήθεια χαρτιού. Γιατί, πέρα από τις γραφειοκρατικές ολιγωρίες του ΕΚΠΑ, έχουν εισέλθει στη διεκδίκηση του έργου μεγαλο-εταιρείες που ανταγωνίζονται η μια την άλλη και δεν μπορούν να περατωθούν οι αντίστοιχοι διαγωνισμοί. Για να ρίξουν τα μεροκάματα και να καρπωθούν οι πολιτικοί τους φίλοι υπεραξίες, η κυβέρνηση παραδίδει αυτούς τους τομείς λειτουργίας των πανεπιστημίων στην ιδιωτική εκμετάλλευση. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι οι εργάτες των προηγουμένων εταιρειών έχουν μείνει για μήνες απλήρωτοι και, ενώ στις συγκεκριμένες περιπτώσεις υπάρχουν χρήματα για την υπηρεσία, π.χ., της καθαριότητας, δεν μπορούν να τελεσφορήσουν οι διαγωνισμοί, συμβάλλοντας έτσι στην παραπέρα ανάπτυξη της ανεργίας στον τόπο».

«Ρ»: Η Σύγκλητος δεν έχει λόγο σ' όσα συμβαίνουν; Δεν έχει διεκδικητικό ρόλο;

Ν.Γ.: «Η Σύγκλητος είναι ένα όργανο που, βάσει νόμου, μπορεί να πάρει καίριες αποφάσεις. Δυσλειτουργεί όμως λόγω της γνωστής αντιπαράθεσης του νυν πρύτανη και μερίδας φοιτητών. Η Σύγκλητος μπορεί να κάνει πολλά πράγματα για τη λειτουργία του Πανεπιστημίου αν συνέλθει ως όργανο και έχει ομαλές συνθήκες διεξαγωγής. Δεν μπορούμε να κάνουμε συνεδριάσεις υπό την εποπτεία της αστυνομίας, ούτε όμως με κάποιους φοιτητές που δε σ' αφήνουν να ξεκινήσεις τη συνεδρίαση. Οι φοιτητές δικαιούνται να έχουν λόγο για τα τεκταινόμενα στο Πανεπιστήμιο και τους αναγνωρίζω το δικαίωμα της δυναμικής παρέμβασης όταν κρίνουν ότι διακυβεύεται η φοιτητική και ακαδημαϊκή υπόστασή τους. Πρέπει όμως να επιλέγουν την κατάλληλη μορφή αγώνα ανά περίσταση και να μη συμμετέχουν στη δημιουργία διοικητικής παραλυσίας ανεξαρτήτως λόγου και αιτίας. Η λύση στο πρόβλημα που προτείνεται από την νυν πρυτανεία με τη χρήση αστυνομικών μέτρων είναι αδιέξοδη. Τα πανεπιστήμια είναι κοιτίδες διαλόγου, συνεννόησης και πειθούς, δεν μπορούν να λειτουργήσουν διαφορετικά. Αυτό ισχύει και για μας τους καθηγητές και για τους φοιτητές.

Αποτελεί ζήτημα ότι κάποιοι έχουν αναγάγει τη σύγκληση της Συγκλήτου στο μεγαλύτερο πρόβλημα. Κάποιοι θέλουν να αποδείξουν την ακάματη αγωνιστικότητά τους και κάποιοι ότι προέχει το "νόμος και τάξις" της "παιδείας, ελευθερίας και εργασίας". Κατά αντιστοιχία, κάποιοι που είναι υπεύθυνοι για τα πραγματικά προβλήματα των Πανεπιστημίων προάγουν τις διαγραφές των φοιτητών. Καλό θα ήταν να μην υπήρχαν αιώνιοι ή λιμνάζοντες φοιτητές αλλά δεν κατανοώ γιατί πρέπει να διαγραφούν. Είναι πολύ μεγαλύτερο το πρόβλημα ότι η Γραμματεία της Σχολής που προΐσταμαι δεν έχει χαρτί να εκδώσει πτυχία. Παρόλα αυτά στην ατζέντα οι διαγραφές των φοιτητών είναι πρώτο θέμα».

Δεν αποτελεί πρόβλημα ο φοιτητής που δεν αποπερατώνει τις σπουδές του

«Ρ»: Συμφωνείτε με τις διαγραφές φοιτητών;

Ν.Γ.: «Το ζήτημα των διαγραφών στο ΕΚΠΑ το χειρίζεται κατ' αποκλειστικότητα ο πρύτανης και δεν έχει ενημερώσει την κοινότητα. Η διοίκηση του Πανεπιστημίου έχει ζητήσει από τα Τμήματα λίστες των φοιτητών που έπρεπε να έχουν περατώσει τις σπουδές τους τουλάχιστον εδώ και δύο χρόνια και σκοπεύει να ζητήσει από τους κοσμήτορες να προβούν σε διαγραφές. Ούτως ή άλλως, ο πρύτανης μπορεί να πάρει τα ονόματα από τη μηχανογράφηση του Πανεπιστημίου χωρίς τη συναίνεση των κοσμητόρων. Απλά αναζητάει συνενόχους. Εχουμε εξηγήσει στα πανεπιστημιακά όργανα ότι κάποιοι από μας είναι ενάντια στις διαγραφές.

Κατά την άποψή μου, δεν αποτελεί πρόβλημα στη λειτουργία των πανεπιστημίων ο φοιτητής ο οποίος κάποτε γράφτηκε στο πανεπιστήμιο και δεν έχει σπουδάσει ή αποπερατώσει τις σπουδές του. Ολοι έχουν μπει στο Πανεπιστήμιο με πανελλήνιες εξετάσεις. Ο τρόπος διαγραφής που προτείνεται είναι ξενόφερτος χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ελληνική πραγματικότητα. Στις χώρες του εξωτερικού, όπου σε διαγράφουν, μπορείς να ξαναεγγραφείς. Πας μετά από τρία χρόνια και σε ξαναγράφουν στο ίδιο το Πανεπιστήμιο. Φεύγεις από το ένα Πανεπιστήμιο και πας και γράφεσαι στο άλλο. Δεν καταστρέφουν το μέλλον σου. Δε σου στερούν το δικαίωμα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εφόρου ζωής. Εάν σε διαγράψουν εδώ μπορείς να ξαναγραφτείς; Οχι. Σε διέγραψαν, δε γίνεται να σε ξαναγράψουν. Δεν μπορείς να σπουδάσεις πια, εκτός και εάν σε προορίζουν για πελάτη στα ιδιωτικά κολέγια. Το Πανεπιστήμιο είναι παιδαγωγικό ίδρυμα, δεν είναι κάποιος αυταρχικός, διοικητικός κατασταλτικός μηχανισμός, δεν μπορεί να είναι. Συμφωνώ ότι το θέμα είναι να μην έχουμε αιώνιους φοιτητές. Διερωτήθηκαν κάποιοι γιατί υπάρχει αυτό το πρόβλημα. Εγινε κάποια επιστημονική μελέτη από το υπουργείο ή το Πανεπιστήμιο; Πόσοι έχουν βιοποριστικά προβλήματα; Διαγράφω κάποιον ο οποίος μπήκε με πανελλήνιες, έκανε δύο παιδιά και θέλει να επανέλθει; Γιατί είμαι ενάντια στη μητρότητα και στην οικογένεια; Θα ξαναδώσει κάποιο άτομο πάλι πανελλήνιες εξετάσεις; Η θα πάει σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο; Αν είναι αυτό το θέμα, να μας το πουν. Τα ιδιωτικά κολέγια αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς, χρόνο με το χρόνο, και έχουν αποκτήσει επαγγελματικά δικαιώματα πανεπιστημιακού πτυχίου. Ολοι όσοι καθυστερούν τις σπουδές τους είναι άνθρωποι που εργάζονται, κάνουν οικογένειες ή είναι ανώριμοι. Ακόμη και τους ανώριμους πρέπει να τους βοηθήσουμε να τελειώσουν τις σπουδές τους με κίνητρα και κοινωνικό έλεγχο. Δεν αποτελεί σοσιαλιστική πρακτική αυτό, έτσι γίνεται σε όλο το γνωστό κόσμο. Σε τελική ανάλυση, εάν πράγματι θέλουν να γνωρίζουν τους ενεργούς φοιτητές ανά πάσα στιγμή για λόγους ορθολογικής διοίκησης, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, ας το κάνουν. Είναι θέμα μηχανογράφησης και ενός αλγορίθμου στο αντίστοιχο λογισμικό. Δε χρειάζεται καμιά διαγραφή».

Πίσω από την υπόθεση των μετεγγραφών ιστορία με υψηλό δείκτη ανηθικότητας

«Ρ»: Για το ζήτημα των μετεγγραφών, αντέχουν τα κεντρικά ιδρύματα χωρίς χρηματοδότηση;

Ν.Γ.: «Οι μετεγγραφές είναι άλλη μια πονεμένη ιστορία με υψηλό δείκτη ανηθικότητας. Αν νοιάζονταν για τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικογένεια θα έδιναν στα κεντρικά πανεπιστήμια περισσότερες θέσεις από την αρχή. Γιατί στη συγκεκριμένη σχολή που προΐσταμαι έδωσαν 140 θέσεις με πανελλήνιες εξετάσεις και φέρνουν 210 μετεγγραφή; Γιατί έστειλαν στα περιφερειακά πανεπιστήμια όλους αυτούς τους φοιτητές και μετά τους κατεβάζουν στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα και δεν τους έβαζαν απευθείας με κοινωνικά κριτήρια στα κεντρικά Ιδρύματα; Μήπως έχει σχέσει με τις επικείμενες εκλογές; Αθρόα κατεβάζουν στα κεντρικά πανεπιστήμια μετεγγραφές. Λειτουργεί εδώ και 8 εβδομάδες το πρώτο έτος με 140 άτομα και στα τέλη Νοέμβρη φέρνουν άλλους 210 φοιτητές και διερωτώμαι σε ποιο πρόγραμμα να τους εντάξω. Γιατί έχασαν το εξάμηνό τους και γιατί δεν τους έφεραν στην Αθήνα από την αρχή; Αυτά τα παιδιά, όπου και αν εισήλθαν, θα έπρεπε να υπάρχει ανάλογη χρηματοδότηση να σπουδάσουν. Χαρακτηριστικό είναι ότι ολόκληρη Σχολή πήρε για ένα ολόκληρο χρόνο 6.000 ευρώ για όλες τις εκπαιδευτικές ανάγκες (χαρτιά, αναλώσιμα, μπάλες κ.ά.). Εχουμε 2.000 ενεργούς φοιτητές και χρειάζεται παρακολούθηση 40 μαθημάτων για να πάρεις κάποιος πτυχίο. Αν διαιρέσουμε τις 6.000 ευρώ είτε με τους 60 καθηγητές, είτε με τα 40 μαθήματα, είτε με τους 2.000 φοιτητές η αναλογία επένδυσης στη μόρφωση είναι εξευτελιστική. Απλά δεν μπορείς να παράσχεις ποιοτική εκπαίδευση. Κατά τα άλλα, την πρώην κυρία υπουργό Παιδείας τη μάρανε μήπως και δεν κάνουμε 13 εβδομάδες μάθημα και μείνουν τα παιδιά αμόρφωτα.

Το θέμα είναι ποια στάση θα κρατήσει το Πανεπιστήμιο σ' όλα αυτά. Η κεντρική εξουσία λέει δεν έχω χρήματα, βρείτε μόνοι σας, άρα ωθεί τα ιδρύματα και τη γνώση σε εμπορευματοποίηση. Τα Πανεπιστήμια πρέπει να καθορίσουν ένα αγωνιστικό πλαίσιο και να διεκδικήσουν αυτό που είναι δικαίωμα σύμφωνα με το σύνταγμα που έχουμε, δηλαδή τη μόρφωση. Υιοθετώντας το μοντέλο της κυβέρνησης για εμπορευματοποίηση των πάντων θα καταλήξει η τριτοβάθμια εκπαίδευση να είναι άλλος ένα βραχνάς στις λαϊκές οικογένειες και θα σπουδάζουν μόνο τα παιδιά των πλουσίων.

Αποκαλυπτικές πλευρές της στρατηγικής αντίληψης του ΣΥΡΙΖΑ για την Ερευνα

Με επίκεντρο το νέο νόμο για την έρευνα, γίνεται συζήτηση για το πώς η έρευνα εντάσσεται στην αστική στρατηγική για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Εχει ενδιαφέρον να δούμε πώς τοποθετείται ο ΣΥΡΙΖΑ σχετικά.

Μάλιστα, το ενδιαφέρον υπερβαίνει την αντιπαράθεση που διεξάγεται στους χώρους της έρευνας, αφού αφορά την τοποθέτηση μιας δύναμης που τελεί σε κυβερνητική αναμονή, για ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα του αναπτυξιακού σχεδιασμού του κεφαλαίου. Δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσαρμόζεται ταχύτατα στις απαιτήσεις που θέτουν τα καθήκοντα που αναμένει να του αναθέσει η αστική τάξη.

Ενάντια στην εμπορευματοποίηση (ή μήπως όχι;)

Στη συζήτηση για το νόμο ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον στα λόγια, φαίνεται να «βγήκε στα κάγκελα». Για παράδειγμα, η βουλευτής του κ. Φωτίου στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής στις 16/10 έλεγε σε υψηλούς τόνους: «Πριμοδοτείται η διπλή ιδιωτικοποίηση της έρευνας, ιδιωτικοποιούνται τα δημόσια ερευνητικά κέντρα, πριμοδοτείται νέα αγορά ιδιωτικών ερευνητικών κέντρων και φορέων, όλοι, δε, θα λειτουργούν με επιχειρηματικά κριτήρια». Εύλογα θα πίστευε κάποιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται σε αντιδιαμετρική κατεύθυνση από την κυβέρνηση. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;


Στις πρόσφατα δημοσιευμένες προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ «Παιδεία και Εκπαίδευση» σημειώνεται ότι: «Η εκπαίδευση και έρευνα που συντελείται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και στα Δημόσια Ερευνητικά Κέντρα αποτελεί βασικό μοχλό ανάπτυξης της χώρας, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης. Η αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση και την έρευνα δεν μπορεί παρά να αποτελεί αναγκαιότητα ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ένδειας». Η διατύπωση αυτή, σχεδόν αυτολεξεί, μπορεί να βρεθεί και στις αιτιολογικές εκθέσεις των σχετικών νομοσχεδίων που καταθέτει κατά καιρούς η εκάστοτε κυβέρνηση ή ακόμα και στις σχετικές τοποθετήσεις του ΣΕΒ.

Για να μην υπάρχουν αμφιβολίες για το τι εννοούν, συμπληρώνουν: «Ολόκληρος ο Ενιαίος Δημόσιος Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης και Ερευνας συμβάλλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας». Αρα η διαφοροποίησή τους δεν είναι επί της αρχής, αλλά επί του μείγματος διαχείρισης που θα οδηγήσει στην καπιταλιστική ανάκαμψη. Στη συριζαίικη φρασεολογία, αυτό διατυπώνεται ως εξής: Τα ερευνητικά κέντρα «ως εργαλεία και ως "πολλαπλασιαστές αποτελεσματικότητας" για κάθε εθνική προσπάθεια στον τομέα της παραγωγής νέας γνώσης, έχουν κρίσιμο ρόλο να παίξουν στην προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης και στο μοντέλο ανάπτυξης που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ».

Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι αυτά είναι φαντάσματα που βλέπει το ΚΚΕ, στο πλαίσιο της «μονομανίας» που καταλογίζουν ότι έχουμε απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλωστε, από την τοποθέτηση της κ. Φωτίου, ο ΣΥΡΙΖΑ φέρεται να είναι ξεκάθαρα απέναντι στην ιδιωτικοποίηση της έρευνας και τη λειτουργία της με επιχειρηματικά κριτήρια, όπως και το ΚΚΕ.

Ας δούμε μέσα από τα δικά τους λόγια αν έχει βάση αυτή η κριτική. Λένε στις προγραμματικές τους θέσεις: «Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διαμόρφωση και η υλοποίηση μιας Εθνικής Ερευνητικής Πολιτικής, η οποία με αιχμή του δόρατος τα ΑΕΙ και τα Δημόσια Ερευνητικά Κέντρα, θα συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας». Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι υπάρχει άπλετος χώρος για τη δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων, απλά οι δημόσιοι ερευνητικοί φορείς, που έχουν άλλωστε στη διάθεσή τους τις απαιτούμενες συγκεντρωμένες υποδομές και δυναμικό θα έχουν ρόλο στις συμπράξεις. Δεν διαφοροποιείται, δηλαδή, και τόσο από τον άξονα της κυβερνητικής πολιτικής...

Αν κάποιος νομίζει ότι απλά αρκούνται σε «θολές» διατυπώσεις, που χωράνε κι άλλη ερμηνεία, ο ΣΥΡΙΖΑ φροντίζει να διώξει κάθε αμφιβολία. Η υπεύθυνη συντονισμού της Θεματικής για την Ερευνα του ΣΥΡΙΖΑ, σε άρθρο της στην «Αυγή» (19/1/2014) εξηγεί ότι το σύστημα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ «μπορεί παράλληλα με την έρευνα υψηλού επιπέδου, να προωθήσει συνεταιριστικά σχήματα που να δίνουν διέξοδο στην επιχειρηματική δραστηριότητα νέων επιστημόνων, να υποστηρίξει δράσεις μεταφοράς τεχνολογίας, να αφήσει χώρο για δημιουργία μικρών και μικρομεσαίων εταιρειών έντασης γνώσης σε τομείς ειδικά όπου η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα». Αν ρωτήσει κανείς σε κουίζ κάποιον στο δρόμο για το από πού είναι παρμένη αυτή η τοποθέτηση, οι ισοπίθανες απαντήσεις που μπορεί να πάρει είναι τρεις: α) ευρωενωσιακά κείμενα, β) εισαγωγικά φληναφήματα κυβερνητικών νομοθετικών παρεμβάσεων γ) μελέτες του ΙΟΒΕ κι άλλων αντίστοιχων φορέων. Η ομοιότητα δεν είναι διόλου συμπτωματική...

Πίσω από τις λέξεις κρύβεται... η σύμπλευση

Το προαναφερθέν άρθρο, που αποτυπώνει την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ στο προηγούμενο σχέδιο νόμου για την έρευνα (Δεκέμβρης 2013), είναι εξόχως αποκαλυπτικό. Ας μας επιτραπεί να παραθέσουμε ένα σχετικά εκτενές απόσπασμα: «Το δημόσιο σύστημα Ε & Α δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ύπαρξη και λειτουργία καινοτόμου παραγωγικού τομέα, ούτε επιτρέπεται να ιδιωτικοποιηθούν κρίσιμες ερευνητικές και τεχνολογικές δημόσιες υποδομές. Είναι γεγονός ότι φτωχή ήταν και είναι η συνεργασία των δημοσίων φορέων της έρευνας με τον ιδιωτικό τομέα, πράγμα που αποτυπώνεται και στα διαθέσιμα στοιχεία. (...) όμως, η περιορισμένη έρευνα που διεξάγεται στον ιδιωτικό τομέα και τα χαμηλά επίπεδα καινοτομίας, είναι στοιχεία που έχουν να κάνουν με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Είναι ένα σύνθετο πρόβλημα που δεν έχει εύκολη απάντηση και το οποίο απαιτεί μια συνολικότερη κατά τη γνώμη μας αναπτυξιακή και οικονομική πολιτική (...) οι φορείς που υλοποιούν ΕΤΑΚ, τα ερευνητικά κέντρα και ινστιτούτα, τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ο καινοτόμος βιομηχανικός τομέας οφείλουν να έχουν ισόρροπο, διακριτό και συνεργατικό ρόλο υπό την εποπτεία της Πολιτείας και του Κράτους (τρίγωνο της γνώσης)». Η ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία, που απορρέει από την ανάγκη να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, χρησιμοποιείται σε όλα τα κείμενα ιμπεριαλιστικών οργανισμών και αστικών επιτελείων.

Αλλωστε, και οι προγραμματικές του θέσεις προβλέπουν «ρυθμίσεις για τη διασύνδεση των Ερευνητικών Κέντρων και Ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με τον καινοτόμο παραγωγικό τομέα για την ενίσχυση της βιομηχανικής καινοτομίας, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον και σκοπό την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας». Αν αυτό δε σημαίνει υποταγή της ανάπτυξης των ερευνητικών αντικειμένων, του ερευνητικού δυναμικού και των ερευνητικών υποδομών στα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων που έχουν να προσδοκούν από την καπιταλιστική ανάπτυξη σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων και αναγκών, τότε τι σημαίνει;

Εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να αναλάβει ρόλο τροχονόμου για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, δεν είναι τυχαίο ότι το δικό του σχέδιο για την ανάπτυξη της έρευνας «θα αντανακλά τις εθνικές προτεραιότητες, θα λαμβάνει υπόψη του τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, και θα έχει ως σκοπό την ορθή και οικολογική διαχείριση και αξιοποίηση των φυσικών πόρων, την ενίσχυση τομέων στους οποίους η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα ή οφείλει να αποκτήσει, την υποστήριξη του ερευνητικού ανθρώπινου δυναμικού και των υποδομών, και την παραγωγή νέας γνώσης που θα ενσωματώνεται στην κοινωνία». Ακριβώς ό,τι περιλαμβάνουν η ευρωενωσιακή στρατηγική και η κυβερνητική πολιτική, δηλαδή, αφού για το κεφάλαιο έχει σημασία να επενδύει και να δραστηριοποιείται στους τομείς εκείνους που έχει μεγαλύτερα περιθώρια κερδοφορίας, με αυτό το κριτήριο καθορίζονται και οι «εθνικές» προτεραιότητες.

Ούτε ψίχουλο δεν πέφτει από το τραπέζι

Ισως να περίμενε κανείς ότι τουλάχιστον ο ΣΥΡΙΖΑ προτίθεται να ανοίξει τις κάνουλες της δημόσιας χρηματοδότησης για την έρευνα, αφού στο κάτω-κάτω οι δραματικές περικοπές των τελευταίων χρόνων είναι αποτέλεσμα της πολιτικής των «μνημονίων» που κάποτε έλεγαν ότι θα σκίσουν. Αμ δε! Δεσμεύονται μόνο για «σταδιακή αύξηση των κονδυλίων για την παιδεία και την έρευνα από τον κρατικό προϋπολογισμό ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της χώρας». Δηλαδή, ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι!

Εστω, όμως, κάτι καλό για τους εργαζόμενους, δεν μπορεί, θα λένε, έτσι δεν είναι; Για μια ακόμα φορά, τζίφος: «Κάλυψη των αναγκών σε διοικητικό, διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό σε όλες τις βαθμίδες», χωρίς ούτε λόγος να γίνεται για μόνιμη δουλειά για όλους με πλήρη δικαιώματα, κατάργηση ελαστικών σχέσεων εργασίας, αποκατάσταση πετσοκομμένων δικαιωμάτων κ.λπ. Κι όλα αυτά, ενώ οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις και η απουσία ακόμα και στοιχειωδών δικαιωμάτων (π.χ. άδειες εγκυμοσύνης για τις χιλιάδες νέες ερευνήτριες που δουλεύουν με «μπλοκάκι») θερίζουν στους νέους επιστήμονες.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων - μην τυχόν και νομίσει κανείς ότι προτίθενται να σπάσουν τις συμφωνίες με την ΕΕ και το ΔΝΤ - διευκρινίζουν: «Προφανώς, η οικονομική διάσταση των μέτρων αυτών υπόκειται σε λεπτομερή κοστολόγηση και η ικανοποίησή τους συναρτάται με την οικονομική κατάσταση της χώρας».

Οταν, λοιπόν, η πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής Ερευνας του Τμήματος Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει ότι το νομοσχέδιο «ακολουθεί πιστά τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές, που έχουμε δει σε όλες τις μέχρι σήμερα επιλογές της συγκυβέρνησης, και αποτελεί έναν ακόμη λίθο στην βαθιά μνημονιακή πολιτική της» και ζητά την άμεση απόσυρσή του, είναι προφανές ότι σηκώνει κουρνιαχτό για τα μάτια του κόσμου. Επιδιώκουν να κρύψουν την επί της ουσίας απόλυτη σύμπλευσή τους με τις στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ και τις στοχεύσεις του κεφαλαίου για το χώρο, τις οποίες έρχεται να νομοθετήσει η κυβέρνηση. Παλιά η τακτική και χιλιοπαιγμένο το σκηνικό της δικομματικής - διπολικής αντιπαράθεσης, μακριά και πέρα από τις πραγματικές ανάγκες του λαού. Οφείλουμε, πάντως, να αναγνωρίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έμαθε να παίζει πολύ καλά αυτό το παιχνίδι σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Αντί επιλόγου

Δυο σύντομες τελευταίες παρατηρήσεις:

Στις χιλιάδες λέξεις όλων αυτών των κειμένων και τοποθετήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα βρει κανείς ούτε μια νύξη ότι η κυβερνητική πολιτική είναι εφαρμογή των αντιδραστικών στοχεύσεων της ευρωενωσιακής στρατηγικής.

Είναι εκκωφαντική η σιωπή του ΣΥΡΙΖΑ για τη ρητή αναφορά που υπάρχει στο σχέδιο νόμου περί ενίσχυσης ερευνητικών προγραμμάτων προς όφελος του ΝΑΤΟ.

Τυχαίο; Δε νομίζουμε!


Του
Δημήτρη ΚΟΙΛΑΚΟΥ*
*Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ