Κυριακή 5 Γενάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΑΡΘΡΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΑΡΘΡΟ ΑΛ. ΠΑΠΑΡΗΓΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ"
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΟΠΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ, ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΙΚΗ ΔΟΥΛΙΑ

ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΓΓ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ, ΑΛΕΚΑΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑ

Motion Team

Για τα εκλογικά αποτελέσματα, που σημείωσαν οι συνδυασμοί τους οποίους στήριξε το ΚΚΕ στις τοπικές εκλογές, αναπτύχθηκαν ποικιλώνυμες εκτιμήσεις και προβληματισμοί από πολιτικούς παράγοντες, ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ, από ένα μεγάλο μέρος του αστικού Τύπου, συνοδευόμενες πάντα από τις πάγιες αντιΚΚΕ επιθέσεις και λαθροχειρίες. Κάνουν λόγο για ήττα και καταποντισμό του ΚΚΕ, για αποτυχία στην πολιτική συνεργασίας που ακολούθησε σε πολλές περιοχές και πόλεις. Προβάλλουν επιλεκτικά δήμους και την υπερνομαρχία της Αθήνας - Πειραιά, όπου εκεί είχαμε μείωση, ενώ αποκρύπτουν άλλα αποτελέσματα πάλι σε νομαρχίες και δήμους, όπου σημειώσαμε από μικρή έως και σημαντική άνοδο.

Το κυριότερο, κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχει ευθεία και απόλυτη συσχέτιση των αποτελεσμάτων του 1998 με τα αποτελέσματα του 2002. Πολιτικός ήταν και τότε ο χαρακτήρας της μάχης, πολιτικός και φέτος, μόνο που είχε πολλές διαφορές και στο περιεχόμενο και στις μορφές παρέμβασης της κυρίαρχης τάξης, των επιχειρηματιών. Η εκλογική συμπεριφορά των εργαζομένων διαμορφώθηκε από πολλούς παράγοντες, που όλοι τους δε λειτουργούσαν με την ίδια ένταση το 1998.

Είναι διαφορετική η ανησυχία ή η στενοχώρια, που ένιωσαν φίλοι και οπαδοί, άνθρωποι που κατανοούν τη γενικότερη σημασία που έχει για το λαϊκό κίνημα η ισχυροποίηση του ΚΚΕ και διαφορετική αυτή των υποκριτών. Οι προβληματισμοί των φίλων και οπαδών, των συμπαθούντων, μας βοηθούν. Αλλωστε, οφείλουμε να είμαστε απαιτητικοί από τον εαυτό μας, να έχουμε σταθερό το μέτωπο της επαγρύπνησης και της δημιουργικής, αγωνιστικής ανησυχίας.

Υποκριτές είναι όλοι εκείνοι, που έχουν διαφορετική γραμμή από το ΚΚΕ, δε θέλουν οι ιδέες, οι στόχοι, οι πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις του να επηρεάσουν το λαό και, όμως, επιμένουν να μας συμβουλεύουν τι πρέπει να κάνουμε για να έχουμε άνοδο, ενώ ξέρουν ότι η δική μας άνοδος θα σημάνει αντίστοιχη μείωση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αλλά και σε ένα βαθμό και των εφεδρειών τους.

Ενώ είναι δεδηλωμένοι ταξικοί αντίπαλοι της αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής συσπείρωσης που προβάλλει το ΚΚΕ, εμφανίζονται να στενοχωρούνται, γιατί, δήθεν, οι συμμαχίες που κάναμε δεν έφεραν θεαματικά αποτελέσματα.

Δε μας επιπλήττουν για τις πραγματικές αδυναμίες και ελλείψεις μας, αλλά ακριβώς συγκεντρώνουν τα πυρά τους σε εκείνα τα στοιχεία της πολιτικής μας, που αναδείχτηκαν θετικά και ελπιδοφόρα στη μάχη των τοπικών εκλογών, όπως είναι η πολιτική συνεργασίας, συσπείρωσης που πρόβαλε το ΚΚΕ, όπως είναι η πολιτική του γραμμή για το θεσμό της ΤΑ και το χαρακτήρα της εκλογικής μάχης.

Οι συζητήσεις, που έγιναν μέσα στο Κόμμα για το εκλογικό αποτέλεσμα, στις ΚΟΒ και τα όργανα επιβεβαιώνουν τη συμφωνία της μεγάλης πλειοψηφίας με την πολιτική γραμμή που χάραξε το Κόμμα, από τον Ιούνη του 2001. Αρα, υπάρχει βάση σήμερα για να μελετήσουμε καλύτερα τα γενικότερα συμπεράσματα, κυρίως, όμως, να περάσουν και να επηρεάσουν τη δράση μας. Αλλωστε, είναι βασικό στοιχείο του απολογισμού η γενίκευση και αφομοίωση της πείρας.

Η ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΡΡΟΗ, ΤΑ ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

Εκφράζουν την αλληλοδιαπλοκή δύο παραγόντων, από τη μια μεριά, του επιπέδου της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών - που συνιστά αντικειμενικό παράγοντα, αφού διαμορφώνεται και από όρους που είναι ανεξάρτητοι από τη θέληση του ΚΚΕ - και το επίπεδο ικανότητας του Κόμματος στη δοσμένη στιγμή να αντιπαλεύει τις δυσκολίες και τα εμπόδια, που έτσι και αλλιώς υπάρχουν. Είτε έχουμε εκλογική επιτυχία, είτε θρίαμβο, είτε στασιμότητα και μείωση, δεν παύει το εκλογικό αποτέλεσμα να είναι προϊόν παραγόντων - και αντικειμενικών και υποκειμενικών - που έχουν μόνιμο χαρακτήρα ή και προσωρινό ορισμένοι. Ειδικά για ένα κομμουνιστικό κόμμα, οι προϋποθέσεις ανόδου δεν είναι ίδιες ακριβώς με τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τα άλλα κόμματα. Η πορεία και το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης και η πορεία της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ είναι γεγονότα που αλληλοεπηρεάζονται. Αν το ξεχνάμε αυτό, τότε δεν μπορούμε να μελετήσουμε την πραγματικότητα των δικών μας ελλείψεων και αδυναμιών. Δε θα βρούμε το τι φταίει, τι ήταν αναπόφευκτο και τι όχι.

Η ιστορία έχει δείξει ότι το εκλογικό ποσοστό από μόνο του δεν αποτελεί κριτήριο για την ορθότητα των επιλογών ενός κομμουνιστικού κόμματος, αν δεν εξετάζονται όλοι οι άλλοι παράγοντες. Διαφορετικά, θα καταλήγαμε στο ολότελα λαθεμένο συμπέρασμα ότι σωστή πολιτική γραμμή είναι αυτή που στηρίζει τα συμφέροντα του κεφαλαίου και προωθεί τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, αφού αυτή η πολιτική κατέκτησε τη μερίδα του λέοντος στο πακέτο νομαρχιών και δήμων.

Το αποδείξαμε αυτό στις ευρωεκλογές του 1999, που είχαμε θεαματική άνοδο, απροσδόκητη για πολλούς. Δε συμπεριφερθήκαμε ως θριαμβευτές, αντίθετα, μιλήσαμε τότε για κάποιες δυνατότητες που έδειξε η εκλογική μάχη, χωρίς να πετάμε στα σύννεφα και να θεωρούμε ότι από εκεί και πέρα σε όλες τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις θα είχαμε συνεχή αριθμητική πρόοδο σε ψήφους.

ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΘΗΚΟΝ

Αν κάπου πρέπει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας και εκεί να ρίξουμε το βόλι της δημιουργικής και αγωνιστικής ανησυχίας, είναι σε ποιο επίπεδο ωριμότητας και ικανότητας βρίσκεται το Κόμμα, προκειμένου να τα βγάζει πέρα μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες αντικειμενικές συνθήκες. Αύριο, μπορεί να γίνουν ακόμα πιο δύσκολες, εξαιτίας των διεθνών εξελίξεων, των εξελίξεων στην περιοχή και του αντίκτυπου στη χώρα μας. Κατά πόσο θα είναι αξιόμαχο και ώριμο να τεθεί επικεφαλής, σε συνεργασία με τους συμμάχους του, ευρύτερων λαϊκών μαζών σε συνθήκες που το κίνημα θα ανέβει απότομα, όταν θα συντελούνται ταχύτερες διεργασίες προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης του Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου. Πώς θα αντεπεξέλθουμε σε συνθήκες, όπου θα εναλλάσσεται η άνοδος του κινήματος, με τη στασιμότητα, ακόμα και με την πιθανή υποχώρηση, αφού το κίνημα ακόμα και ανερχόμενο δε θα αποφεύγει τα ζιγκ - ζαγκ, εξαιτίας της αναμενόμενης έντονης αντίδρασης του εγχώριου αντίπαλου και του ξένου παράγοντα. Αυτός ο στόχος είναι που καθορίζει τα σημερινά μας καθήκοντα και τα βήματα που πρέπει να κάνουμε και όχι μόνον η άμεση επικαιρότητα, με την οποία κυρίως ασχολούμαστε στην εσωκομματική μας ζωή, ασύνδετα από την προοπτική και τα πραγματικά προβλήματα που πρέπει να ζήσουμε.

Σίγουρα είμαστε σήμερα πιο έμπειροι και ατσαλωμένοι απ' όσο πριν πέντε και δέκα χρόνια. Ταυτόχρονα, είμαστε αντιμέτωποι με νέα προβλήματα και εξελίξεις, που δεν είχαν φανεί τόσο έντονα πριν. Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, δεν είχαν περάσει στη ζωή οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην οικονομία, στις εργασιακές σχέσεις, στους θεσμούς. Τότε το κύριο ζήτημα, που η πραγματικότητα έθετε, ήταν να αντισταθούμε στην προοπτική των αναδιαρθρώσεων που ξεκίνησαν με την αρπαγή κατακτήσεων. Είχαμε, βεβαίως, την επίδραση από το ξάφνιασμα μέχρι και τον πανικό που προκάλεσαν οι αντεπαναστατικές ανατροπές, όμως και τότε δεν είχε ακόμα φθάσει στο κορύφωμά της η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Ηταν περισσότερο στο επίπεδο της προπαγάνδας και ιδεολογίας και όχι τόσο έντονα ως πράξη.

Σήμερα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της εφαρμογής των αναδιαρθρώσεων, τις συνέπειες των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη και νέα κλιμάκωση. Δηλαδή, ένα δυσμενή συσχετισμό δύναμης, απανωτά αντιδραστικά και τρομοκρατικά μέτρα, πριν ακόμα προλάβει να ανασυνταχθεί το λαϊκό κίνημα διεθνώς και στη χώρα μας με βάση τις σημερινές απαιτήσεις. Συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές, που εμείς δεν τις συνειδητοποιούμε έγκαιρα, όπως έδειξε και η μάχη των τοπικών εκλογών.

Σήμερα χρειάζεται να δουλεύεις, όχι μόνο με αυτό που συμβαίνει, αλλά και με ικανότητα πρόγνωσης γι' αυτό που μπορεί να έρθει αύριο.

Οι αντικειμενικοί παράγοντες που δρουν σήμερα ασκούν μεγαλύτερη επίδραση στη συνείδηση και τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος τώρα από ό,τι χτες και προχτές, όπως η ανεργία και η ελαστική απασχόληση, η υπερχρέωση του νοικοκυριού, η εξάρτηση από τις πιστωτικές κάρτες και τις ίδιες τις καταναλωτικές ανάγκες που αναδεικνύει η εποχή μας, αλλά και καλλιεργεί στρεβλά το καπιταλιστικό σύστημα.

Η όξυνση των προβλημάτων δεν οδηγεί αυτόματα στην πολιτική αφύπνιση, στη χειραφέτηση από την κυρίαρχη ιδεολογία και την επιρροή των κομμάτων εξουσίας. Η κοινή δράση με βάση ένα ή περισσότερα κοινά προβλήματα δε φέρνει επίσης αυτόματα και αυθόρμητα την ενιαία δράση της εργατικής τάξης ή τη συμμαχία της με τα άλλα λαϊκά στρώματα. Αν συμβεί αυτό, θα έχει προσωρινό χαρακτήρα. Χρειάζεται η επίμονη ιδεολογική και πολιτική δουλιά, το ανοιχτό ιδεολογικό μέτωπο με την αστική και μικροαστική ιδεολογία, τον οπορτουνισμό, μαζί η εμπειρία της πρακτικής δράσης. Οι διάφορες θεωρίες που προβάλλονται, κυρίως από αυτούς που αποσκίρτησαν από το εργατικό κίνημα, ότι το παν είναι η ενότητα πάνω στο συγκεκριμένο πρόβλημα, δεν επιβεβαιώνονται ούτε στην καθημερινή μας εμπειρία. Αυτό που επιβεβαιώνεται είναι η πρόθεση των υποστηρικτών της αντίληψης αυτής να καταργηθεί η ιδεολογική και πολιτική πάλη, να συσκοτιστούν οι πραγματικές διαχωριστικές γραμμές στην κοινωνία και στον πολιτικό αγώνα. Η ενότητα δράσης της εργατικής τάξης μπορεί να επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, μόνον όταν ευρύτερες εργατικές μάζες απαγκιστρωθούν από τη πολιτική, αλλά και την ιδεολογική επιρροή των κομμάτων εξουσίας, της εργοδοσίας.

Οι ίδιοι παράγοντες, που πριν 10 και 20 ή 30 χρόνια επαρκούσαν για την αγωνιστική στάση της εργατικής τάξης, σήμερα δεν ισχύουν ακριβώς. Απαιτείται πολύ μεγαλύτερο βάθος στη συνείδηση, βαθύτερη ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία και πρακτική. Από εδώ προκύπτουν και τα νέα μεγάλα καθήκοντα του Κόμματος.

Σήμερα, περισσότερο από χτες, οι εργαζόμενοι αναζητούν όπως - όπως λύσεις στα προβλήματά τους, ακόμα και εντελώς προσωρινές, ατομικές, ακόμα και σε βάρος «της διπλανής» πόρτας, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι το ατομικό σε μαζική κλίμακα δεν μπορεί να λυθεί σε προσωπική βάση, αλλά μόνο σαν απόρροια της κατάκτησης λαϊκής κοινωνικής ευημερίας. Περίπου, «ο θάνατός σου η ζωή μου», φαινόμενο, βέβαια, που καλλιεργείται συστηματικά μέσα και από επιλεκτικές παροχές, ρουσφετολογία, εξαγορά συνειδήσεων. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε μια μειωμένη ηθική αντίσταση που κυριαρχεί, προσωρινή βέβαια, ωστόσο καθοριστική σήμερα. Να ένα ερώτημα, επί τη ευκαιρία: Η δική μας δουλιά προσφέρει αντισώματα στην εκστρατεία διαφθοράς που κάνει ο αντίπαλος, προσφέρει αντιστηρίγματα, αμυντικά έστω αντανακλαστικά;

Το ζητούμενο δεν είναι να εξαντλήσουμε τη μελέτη των νέων όρων και συνθηκών πάλης, που και αυτό έχει τη σημασία του, όσο, ταυτόχρονα και παράλληλα, να αποκτήσουμε την απαιτούμενη επιτάχυνση στην αντιμετώπιση όλων εκείνων των βαριδιών που έχουμε στα πόδια μας και τα οποία μας δυσκολεύουν να έχουμε τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα.

Ολα τα ζητήματα που έθεσε το 16ο Συνέδριο παραμένουν στόχοι προς κατάκτηση. Αυτό πρέπει να είναι το ζήτημα, με το οποίο θα πρέπει όλα τα καθοδηγητικά όργανα να καταπιάνονται συνεχώς, όταν εξετάζουν τα καθημερινά και επίκαιρα ζητήματα της δράσης μας.

Δε φτάνει να έχουμε σωστή γενική πολιτική γραμμή, πρέπει να κατακτήσουμε την αντοχή, την ικανότητα, την επιμονή και την υπομονή, ώστε αυτή να προωθείται στην πράξη ενιαία παντού, με την κατάλληλη προσαρμογή και εξειδίκευση. Το κυριότερο, να γίνει κτήμα ευρύτερων λαϊκών μαζών, ιδιαίτερα της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Να γίνει κινητήρια δύναμη για την οργάνωση του λαού, τη συσπείρωσή του, την ανάπτυξη της λαϊκής πρωτοβουλίας. Δράση έχουμε, όμως, αυτή δεν έχει μετατραπεί ακόμα σε κινητήρια δύναμη πλατιών λαϊκών μαζών.

(ΑΛΕΚΑ 2)
ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΚΥΡΙΟ ΖΗΤΗΜΑ Η ΕΠΙΜΟΝΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΗΣ ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ ΚΑΙ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ

Στα ντοκουμέντα του 16ου Συνεδρίου γίνεται λόγος ότι ένα σημαντικό μέρος του Κόμματος, μέλη και στελέχη εξακολουθούν να δουλεύουν προσκολλημένοι στην πείρα του παρελθόντος, με αντιλήψεις και τρόπους που τότε ταίριαζαν ή ορισμένες μπορεί να ταίριαζαν, όμως σήμερα δεν ισχύουν. Δεν έχει κατανοηθεί σε βάθος τι σημαίνει η θέση ότι πίσω από τη γραμμή της αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής συσπείρωσης δεν υπάρχει λύση και προοπτική, παρά μόνο η μοιρολατρική ενσωμάτωση. Τέτοια κενά υπάρχουν στα ίδια τα στελέχη είτε ως αντίληψη είτε ως συγκεκριμένη καθοδηγητική πράξη.

Πού φαίνεται αυτό;

Ο κύριος προσανατολισμός της δουλιάς μας στην καθημερινή πρακτική κατευθύνεται στο μέρος, στο ειδικό, στο μερικό και αναζητείται ο τρόπος που θα μας συνδέσει με το όλο, δηλαδή το Πρόγραμμα του Κόμματος, την οικοδόμηση του Μετώπου στη βάση της εναλλακτικής λύσης, που δεν είναι άλλη από τη λαϊκή εξουσία, τη λαϊκή οικονομία. Φαίνεται στο στιλ της δουλιάς των οργάνων μεροδούλι - μεροφάι, στην αδύνατη ιδεολογική και πολιτική δουλιά, στη λειψή προσπάθεια αξιοποίησης του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ και της ΚΟΜΕΠ, των εκδόσεων και μελετών που γίνονται στο Κόμμα. Φαίνεται ακόμα και από το γεγονός ότι η πολιτική πρόταση του Κόμματος για τη συγκρότηση του Μετώπου κατανοείται ως ένα στάδιο ξεχωριστό από το σκοπό μας για το σοσιαλισμό και όχι ως ο δρόμος της συσπείρωσης δυνάμεων, ο δρόμος που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει στο σοσιαλισμό, η μορφή προσέγγισης προς το σοσιαλισμό. Δε γίνεται η συστηματική δουλιά που ανήκει στην αρμοδιότητα κάθε κρίκου του Κόμματος, να δουλεύονται οι σύγχρονοι στόχοι πάλης, σύγχρονα αιτήματα που απαντούν στο σήμερα, όχι στο χτες.

Βεβαίως, για τις πλατιές λαϊκές μάζες είναι πολύ δύσκολο σήμερα να κατανοήσουν την ανάγκη να δουλεύουν εντατικά για να προετοιμάσουν τη μόνη λύση που τους ταιριάζει, την προοπτική. Αυτό που συγκινεί τις λαϊκές μάζες είναι αυτό που μπορεί σήμερα να τους δώσει λύση ή να απαλύνει τα προβλήματά τους, μάλλον, αυτό που νομίζουν ότι αποτελεί λύση και όχι αυτό που πραγματικά είναι. Είναι γενικό φαινόμενο στο λαό η μείωση των απαιτήσεων και προσδοκιών.

Η ΔΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΩΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΛΟ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΝΑΠΟΔΑ

Εμείς όμως δεν μπορεί να προσεγγίζουμε τις λαϊκές μάζες με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια μεθοδολογία σκέψης που οι ίδιες προσεγγίζουν τα προβλήματα. Εμείς πρέπει να ξεκινάμε αντίστροφα από το σύνολο, από το γενικό, από την προοπτική και στη βάση αυτή να μελετάμε προσεκτικά τα βήματα του σήμερα στην προσέγγισή μας με τις λαϊκές μάζες και στις προσπάθειες να συσπειρωθούν αυτές για τα οξυμένα προβλήματά τους.

Είναι λάθος και πλάνη να μπερδεύεται η μέθοδος επικοινωνίας και προσέγγισης των λαϊκών μαζών, που βεβαίως πρέπει να παίρνει υπόψη το επίπεδο συνείδησης, την ιεράρχηση των προβλημάτων που οι ίδιες κάνουν, με το ίδιο το περιεχόμενο της ιδεολογικής, πολιτικής μας δράσης και το σκοπό της.

Δυσκολευόμαστε να συνδυάσουμε τη δουλιά για τα άμεσα προβλήματα όπως τα καταλαβαίνουν οι εργαζόμενοι, με τη δράση για τη δημιουργία των κοινωνικοπολιτικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για βαθιές αλλαγές, για συνολική ρήξη.

Ενα πράγμα πρέπει να γνωρίζουμε. Οτι η σύνδεση, η αλληλεξάρτηση του μέρους του προβλήματος από το όλο, η αλληλοσύνδεση του μερικού και ειδικού με το γενικό υπάρχει αντικειμενικά. Δε χρειάζεται να τη δημιουργήσουμε με τεχνητό τρόπο. Αυτό που χρειάζεται είναι εμείς να συνειδητοποιήσουμε και να κατανοήσουμε αυτή τη σύνδεση. Απαιτείται γνώση της θεωρίας μας, γνώση των νόμων του καπιταλισμού, των ιστορικών του τάσεων, των αντιφάσεων, αντιθέσεων που αυτός συνεπάγεται, γνώση των προβλημάτων πώς αυτά έχουν και εκδηλώνονται κλπ. Αν γνωρίζουμε με ποιο τρόπο το όλο καθορίζει και επηρεάζει το μέρος και αντίστροφα, τότε μπορούμε να το δώσουμε πειστικά, να κάνουμε προωθητική προπαγάνδα.

Χρειάζεται επίσης να γνωρίζουμε καλά ως πού μπορεί να γίνει ένας συμβιβασμός προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινή δράση ανάμεσα σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν όχι πλήρως ταυτόσημα, αλλά και διαφορετικά συμφέροντα, τους συνδέει όμως το κοινό συμφέρον αντίθεσης και ρήξης με τα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό. Το κοινό συμφέρον υπάρχει αντικειμενικά, όμως χρειάζεται πολλή δουλιά και προσπάθεια για να γίνει συνειδητό από τον υποκειμενικό παράγοντα.

Αν δε δουλεύουμε έτσι, τότε κινδυνεύουμε από μια διπλή παρέκκλιση, είτε από τη μια να ταυτίζουμε την κάθε συσπείρωση αγώνα και συνεργασία με τον τελικό σκοπό, είτε το αντίθετο, να υπερβάλλουμε τη σημασία μιας επιμέρους συσπείρωσης και να μη φτάνουμε ποτέ προς τον τελικό στόχο, στο μέτρο βεβαίως που εξαρτάται από εμάς. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση δε συμβαίνει μόνο το στραπατσάρισμα της γραμμής μας, αλλά ακόμα περισσότερο πριμοδοτούμε την αναποτελεσματικότητα του αγώνα.

Οι λαϊκές μάζες πρέπει να ξέρουν τι μπορεί να περιμένουν από τους αγώνες γενικά, αλλά και τι δεν μπορεί να κατοχυρώσουν μέσα από την απλή μαζική δράση. Να μάθουν μέσα από τη δική μας προσπάθεια και τη δική τους πείρα ότι απαιτούνται βαθιές ανατροπές στο επίπεδο της εξουσίας. Σε τελευταία ανάλυση, να συνειδητοποιήσουν ότι ή με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό θα είσαι ή με το λαό. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.

Στη μάχη των τοπικών εκλογών σημαντικό μέρος των δυνάμεών μας αντιμετώπισε το θεσμό με όρους της 10ετίας του '80, της περιόδου '90-'94. Υπήρξε φόβος και δισταγμός μήπως δεν κρατήσουμε ψήφους, δεν αποσπάσουμε νέους αν θέσουμε στην εκλογική μάχη όλα τα κοινωνικά, οικονομικά και δημοκρατικά προβλήματα που βιώνει σήμερα ο λαός, στον τόπο δουλιάς και στον τόπο κατοικίας. Δηλαδή τα προβλήματα της εργασίας και ανεργίας, την εργασιακή ευελιξία και την αναδιοργάνωση του εργάσιμου χρόνου που οδηγεί στην παράτασή του, στην έλλειψη ελεύθερου χρόνου, τα προβλήματα της Παιδείας και της Υγείας -Πρόνοιας, τη μετατροπή των δήμων και νομαρχιών σε μαγαζάκια και ΑΕ για τους ιδιώτες, την αντιδραστική λογική της ανταποδοτικότητας.

Μπορούσαμε και έπρεπε να κάνουμε κατά μέτωπο επίθεση, τόσο στη γενική πολιτική των κομμάτων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ, όσο και στους συνδυασμούς που αυτοί υποστήριζαν. Να αποκαλύψουμε τη διγλωσσία τους, ενώ ως πολιτικά κόμματα έδιναν τη μάχη στρατηγικά, έσπρωχναν τους συνδυασμούς τους, που είχαν μάλιστα επικεφαλής γνωστά κομματικά στελέχη, να περιορίζουν την αντιπαράθεση σε ένα μικρό μέρος προβλημάτων και μάλιστα με τη λογική του μικροέργου, του μερεμετιού.

Αλλά και αυτά τα προβλήματα όπως είναι της καθαριότητας, του περιβάλλοντος, του κυκλοφοριακού μπορούσαμε - μαζί με τα άλλα - να τα θέσουμε σε μια σύγχρονη ταξική βάση και όχι στη λογική «των μικρών και πρακτικών έργων» που δεν μπορούν να αλλάξουν τη σημερινή δραματική κατάσταση που αυτά έχουν περιέλθει.

Ας πάρουμε το κυκλοφοριακό που είναι οξυμένο όχι μόνο στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα και τη Λάρισα, άλλα σε όλες τις πόλεις της χώρας. Εδώ πια έχεις να αντιμετωπίσεις μια διαμορφωμένη κατάσταση με την υπερσυγκέντρωση πληθυσμού, την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων που αλλάζει ολόκληρο τον τρόπο ζωής, άρα και μετακίνησης. Εχεις να αντιμετωπίσεις, σε τελευταία ανάλυση, την πολιτική του κεφαλαίου και των κομμάτων τους και όχι κάποιες επιμέρους πλευρές της. Είναι φανερό, λόγου χάρη, ότι το κυκλοφοριακό και η μόλυνση που επιφέρει δεν αντιμετωπίζεται μόνο με κάποια γκαράζ σε ορισμένες περιοχές, γκαράζ μάλιστα που φτιάχνουν οι επιχειρηματίες που έχουν τα ίδια κοινά συμφέροντα με την πολιτική των αυτοκινητοβιομηχανιών.

Το πρόβλημα των ελεύθερων χώρων δεν αφορά μόνο κάποιες ελεύθερες μικρές πλατείες και τούφες πράσινου, ταυτίζεται σχεδόν παντού με το πρόβλημα της γης, της λαϊκής κατοικίας, των αναπλάσεων. Η εγκατάλειψη της γης από χιλιάδες μικρομεσαίους αγρότες δε θα δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα και στο περιβάλλον;

Ακόμα δηλαδή και αν η μάχη έπρεπε (υποθετικά το λέμε) να περιοριστεί σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα, τα συνηθισμένα δηλαδή, πάλι δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με όρους του 1950, του '60 ή του '80.

(ΑΛΕΚΑ 3)
ΔΕ ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ, ΑΠΟ ΤΑ ΣΤΕΛΕΧΗ, ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΧΩΡΟ, ΤΟΜΕΑ, ΜΕ ΠΟΙΕΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΩΘΕΙΤΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Φάνηκε, για μια ακόμη φορά, ότι είναι στενός ο ορίζοντάς μας όσο αφορά στην αντικειμενική γνώση των αλλαγών και εξελίξεων, το πώς εκδηλώνονται τοπικά τα μεγάλα πανελλαδικά προβλήματα, που είναι 100% πολιτικά και δεν εξαρτώνται από την ικανότητα και τιμιότητα του συγκεκριμένου δημάρχου και νομάρχη.

Είναι αδύνατο να καλυφθούν τέτοια κενά παραμονές της εκλογικής μάχης. Είναι ζήτημα πώς παρακολουθούμε, καταγράφουμε, μελετάμε τα πράγματα καθημερινά τόσο στον τόπο δουλιάς όσο και στο χώρο κατοικίας. Πώς έχουμε γνώση έγκαιρα των κυβερνητικών μέτρων και των συνεπειών που αυτά θα φέρουν. Πώς μελετάμε τις θέσεις των άλλων κομμάτων και κυρίως την πρακτική τους.

Παρά τις παραπάνω αδυναμίες μας, καταφέραμε σε ένα βαθμό να θέσουμε στο λαό, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, το γενικότερο πρόβλημα που υπάρχει με τον ίδιο το θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ως μοχλού της κεντρικής εξουσίας, ως αναπόσπαστου τμήματος του κρατικού μηχανισμού. Σήμερα είναι αναβαθμισμένος, με την έννοια ότι έχει αναλάβει αρμοδιότητες σε μεγάλα κοινωνικά ζητήματα, αρμοδιότητες, όμως, που έχουν περιεχόμενο τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, τις ιδιωτικοποιήσεις, την εμπορευματοποίηση της κοινωνικής πολιτικής, την επιβολή νέων πακέτων φόρων, τη χειραγώγηση και τη διαμόρφωση ενός εξαγορασμένου τμήματος του λαού, που θα χρησιμοποιεί εναντίον των λαϊκών αγώνων και της ριζοσπαστικοποίησης.

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ

Αναμφισβήτητα και στον τομέα αυτό υπάρχει πρόοδος, που πρέπει να σημειωθεί, αφού τα ψηφοδέλτια που στηρίξαμε ήταν πολύ ευρύτερα από κάθε άλλη φορά. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να βγουν και σωστά συμπεράσματα από το πώς εφαρμόστηκε η πολιτική συμμαχιών, πώς τελικά κατανοήθηκε, αν θέλουμε να έχει δυναμική και προοπτική.

Για μας, η συμμαχία είναι υποταγμένη στην πολιτική της αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής δημοκρατικής συσπείρωσης, στην πολιτική του Μετώπου. Δεν το έχουμε κρύψει από κανέναν αυτό. Βεβαίως, δε σημαίνει ότι κάθε συμμαχία -και αυτή των εκλογών- ταυτίζεται με τη γραμμή συσπείρωσης και συμμαχίας του Μετώπου. Αποτελεί ένα ρυάκι, μια δυνατότητα να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση. Είναι συσπείρωση που πρέπει να κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση. Αλλιώς θα γίνει πολύ εύκολα σκορποχώρι στην πρώτη υπολογίσιμη πίεση και τους ελιγμούς του αντίπαλου.

Η συμμαχία που εμείς επιδιώξαμε είχε σαν αφετηρία της την αντίσταση και καταδίκη -οριοθέτηση από τις συγκεκριμένες αναδιαρθρώσεις που έχει υποστεί ο θεσμός, από τον ίδιο το θεσμό όπως επίσημα καταγράφεται στους νόμους, στο Σύνταγμα και στην πρακτική της μεγάλης πλειοψηφίας των εκλεγμένων. Είχε ως βάση την κοινή δράση που προϋπήρχε στο κίνημα, σε ένα ή άλλο μέτωπο πάλης. Βεβαίως, πήραμε, και πρέπει να παίρνουμε, υπόψη ότι μια συμμαχία αποκτά δυναμική με τη γέννησή της, μπορεί να τραβήξει και αφυπνίσει και κάποιες δυνάμεις που, για διάφορους λόγους, έμειναν έως τώρα αδρανείς, χωρίς όμως να υποκύψουν πολιτικά στην κυρίαρχη προπαγάνδα. Επομένως, η πολιτική συνεργασιών έχει και το στοιχείο ότι απεικονίζει αυτό που έχει συντελεστεί πριν, αλλά και το στοιχείο το προωθητικό, έχει σε κάθε περίπτωση και το στοιχείο του ρίσκου.

Είναι ανάγκη και στη συνέχεια να μελετηθεί η πείρα των συνεργασιών στη μάχη των τοπικών εκλογών, όπως συνεχώς πρέπει να μελετάμε και να ελέγχουμε πώς προωθούμε τη συμμαχία στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στο αγροτικό, στους ΕΒΕ, παντού.

Είναι φανερό ότι οι σύμμαχοι, είτε πρόκειται για συλλογικούς φορείς, πολιτικούς ή κινηματικούς, είτε άτομα, δεν ξεκινάνε όλοι και σε όλες τις περιπτώσεις από την ίδια αφετηρία, τη δική μας. Οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές που υπάρχουν επηρεάζουν αναμφισβήτητα και την αντίληψη στα θέματα των συμμαχιών και στα άμεσα προβλήματα και στην ίδια την εκλογική μάχη.

Τι συναντήσαμε προεκλογικά;

Μια γενική απαίτηση να ενωθούν οι πιο αδύνατες εκλογικά δυνάμεις, οι αντιπολιτευόμενες τα δύο κόμματα εξουσίας δυνάμεις σε ένα κοινό μέτωπο με στόχο την κατάκτηση περισσότερων θέσεων. Βεβαίως, είναι φυσιολογικό και θεμιτό να θέλεις, μέσα από τη συνεργασία, να συγκεντρώσεις μεγαλύτερα ποσοστά, να εκφραστείς στα όργανα διοίκησης. Εκλογές είχαμε, εκλογικοί στόχοι έπρεπε να τεθούν. Ομως δεν αρκεί η κοινή εκλογική στόχευση, για να διαμορφώσει μια δυναμική συμμαχία, που θα αφυπνίσει αγωνιστικά, θα δώσει προοπτική στη λαϊκή δυσαρέσκεια. Πέρα από τη σύμπτωση των εκλογικών στόχων πρέπει να υπάρξει και μια ορισμένη συμφωνία, σύμπνοια σε πολιτική βάση, τουλάχιστον στα πλαίσια του θεσμού της ΤΑ, αλλά και σε γενικότερα κοινωνικά προβλήματα. Γιατί υπάρχει και η άλλη μέρα από τις εκλογές. Οι εκλογές κρατάνε δύο Κυριακές, αλλά το καθήκον να υπηρετήσεις το λαό, αξιοποιώντας και τις συγκεκριμένες θέσεις κρατάει 4 ολόκληρα χρόνια.

Βρεθήκαμε αντιμέτωποι, επίσης, με την πολιτική με την ταμπέλα ενότητα της Αριστεράς, που από τη φύση της και τους φορείς που την προωθούσαν ήταν υποκριτική και δίγλωσση, αφού συνοδευόταν με συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ, με μπόλικο αντικομμουνισμό. Και μόνο το γεγονός ότι εμφανίστηκαν ως αναχώματα και εφεδρείες του ΠΑΣΟΚ αρκεί για να συμπεράνουμε τους αντικειμενικούς της σκοπούς. Ο οπορτουνισμός είναι πολύ ευέλικτος, μόνο που η ευελιξία του κινείται εντός της κυρίαρχης πολιτικής, εντός του κυρίαρχου ρεύματος, πασπαλισμένη με μπόλικα επιχειρήματα περί ρεαλισμού και ανανέωσης.

Από τις εκθέσεις των καθοδηγητικών οργάνων γίνονται πολύ σημαντικές εκτιμήσεις για την πολιτική συμμαχιών που ακολουθήσαμε. Οι συνεργασίες είχαν δυναμική, έδεσαν εκεί που προϋπήρξε κοινή δράση στους αγώνες. Ακόμα και αν δεν έφεραν τα προσδοκώμενα εκλογικά αποτελέσματα, αποδείχτηκαν ελπιδοφόρες για την πορεία.

Αντίθετα, δυσκολίες είχαμε εκεί που οι συνεργασίες αποτελούσαν μια εκλογική συγκόλληση, ανεξάρτητα αν είχαμε θετικά ή λιγότερο θετικά αποτελέσματα. Τα νούμερα των ποσοστών και των ψήφων δεν πρέπει να κρύβουν την πραγματικότητα και την πραγματική δυναμική μιας συνεργασίας. Μπορεί να είναι λίγες οι περιπτώσεις των αρνητικών εμπειριών, σε σχέση με τον κύριο όγκο των συνεργασιών, όμως αυτή η πείρα είναι πολύτιμη.

Είναι γεγονός ότι στα πλαίσια μιας συνεργασίας, ακόμα και της πιο στέρεης, με την έννοια ότι υπάρχει μια προηγούμενη καλή υποδομή, δε λείπουν οι εκατέρωθεν φοβίες και καχυποψίες, λόγω του γεγονότος ότι η συνεργασία βασίζεται όχι μόνο στη συμφωνία αλλά και στο συμβιβασμό. Πώς λύνεται ένα τέτοιο ζήτημα;

Η μάχη των τοπικών εκλογών έχει δώσει καλές εμπειρίες. Το καλύτερο είναι οι ανοιχτές και βασανιστικές, έστω και αν είναι χρονοβόρες, συζητήσεις για το πού συμφωνούμε και πού διαφωνούμε. Το καλύτερο είναι από όλες τις πλευρές να γίνεται ανοιχτή συζήτηση και με αυτήν την έννοια μια ορισμένη διαπάλη, ώστε η συμφωνία να είναι σαφής. Το ότι συνεργαζόμαστε δε σημαίνει ότι παραιτούμαστε από την προσπάθεια να πείσουμε για τις απόψεις μας, όπως δεν είναι φυσιολογικό να απαιτούμε από τους συνεργαζόμενους να εγκαταλείψουν τις δικές τους θέσεις. Ανοιχτές και καθαρές κουβέντες και όπου υπάρχει δέσμευση να τηρείται απαρέγκλιτα.

Ενας τέτοιος τρόπος δράσης με τους συνεργαζόμενους δεν είναι κατακτημένος από το σύνολο των στελεχών και κατά συνέπεια των μελών. Τα καθοδηγητικά όργανα πρέπει να έχουν άμεση εικόνα των απόψεων των συνεργαζομένων, όπως και οι συνεργαζόμενοι να έχουν την ευκαιρία να εκθέτουν απ' ευθείας τις απόψεις και τις παρατηρήσεις στο Κόμμα. Δεν μπορεί να λύνονται όλα τα προβλήματα στα πλαίσια μιας συσπείρωσης και ενός συνδυασμού. Η συσπείρωση έχει τη δική της αυτοτέλεια, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η συνεργασία γίνεται με την ώθηση των πολιτικών δυνάμεων ή άλλων φορέων που έχουν τη δική τους οντότητα.

Σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώνουμε ότι τα καθοδηγητικά όργανα έχουν εναποθέσει το ζήτημα των συνεργασιών αποκλειστικά και μόνο στους εκλεγμένους στην ΤΑ ή σε μαζικά όργανα. Εχουν λίγη γνώση πώς σκέπτονται οι συνεργαζόμενοι, άρα η συνεργασία δεν είναι αποτέλεσμα συλλογικής και ακόμα πιο υπεύθυνης κομματικής προσπάθειας. Το ίδιο και πιο οξυμένο είναι το πρόβλημα στις ΚΟΒ, που σε αυτές δεν υπάρχει συστηματική πολιτική στον τομέα αυτό. Κυρίως, οι συσπειρώσεις εξαρτώνται από τις πρωτοβουλίες των παραπάνω οργάνων -σωστό μεν- αλλά η υπόθεση συμμαχιών πρέπει να ριζώσει στην ΚΟΒ. Μόνο έτσι θα γίνει υπόθεση ευρύτερων λαϊκών μαζών.

Δε νοείται σήμερα κομματικό στέλεχος, ανεξάρτητα καταμερισμού δουλιάς του, που να μην έχει ενεργό ρόλο στην επεξεργασία και προώθηση της πολιτικής των συμμαχιών, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι παραβιάζεται η αρχή της συλλογικότητας και της προσωπικής ευθύνης.

Το θέμα της άσκησης πολιτικής συμμαχιών έχει στενή σχέση με το πόσο δουλεύουμε ανοιχτά και πλατιά στις λαϊκές μάζες, πόσο καταπιανόμαστε με τα προβλήματά τους, πόσο είμαστε πρωτοπόροι, πώς εννοούμε τον καθοδηγητικό μας ρόλο ιδιαίτερα στο κίνημα της εργατικής τάξης, στη νεολαία. Οσο και αν σήμερα υπάρχουν δυσκολίες, υπάρχουν πάντα δυνατότητες με την ανοιχτή μαζική δουλιά του Κόμματος να επιδρούμε σε διεργασίες, να βρίσκουμε συνεργαζόμενους ή συνεργαζόμενες δυνάμεις.

(ΑΛΕΚΑ 4)
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΔΕΣΜΩΝ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΛΑΪΚΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ

Εδώ λοιπόν ανακύπτει το μείζον πρόβλημα που ξεχώρισε και ανέδειξε το 16ο Συνέδριο - για την ποιότητα των δεσμών μας με την εργατική τάξη, τη νεολαία, τα άλλα λαϊκά στρώματα.

Δεσμούς και κύκλο επικοινωνίας έχουν οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες, οι Κομματικές Οργανώσεις. Τόσοι και τόσοι αγώνες έγιναν, σε αυτούς εμείς δουλέψαμε ανοιχτά στο λαό, υπήρχαν αποτελέσματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το Κόμμα μας, παρά τις γνωστές εξελίξεις της περασμένης 10ετίας, παρά το γεγονός ότι συγκεντρώνει πάνω του τα προπαγανδιστικά πυρά και τη συκοφαντία του αντίπαλου, διατηρεί υψηλό κύρος και εκτίμηση.

Ομως όλα τα παραπάνω, στις σημερινές ιδιαίτερα συνθήκες, δεν αποτελούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ουσιαστικών δεσμών με το λαό.

Το θέμα σήμερα δεν είναι να καταγραφόμαστε σαν μια δύναμη που παλεύει για τα λαϊκά προβλήματα, αλλά και ως μια δύναμη που μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά και τους προσανατολισμούς λαϊκών μαζών, να εμπνεύσει στις λαϊκές αυτές μάζες τη θέληση να παλέψουν γύρω από αντιμονοπωλιακούς, αντιιμπεριαλιστικούς στόχους, να παλέψουν για ριζική αλλαγή και στο επίπεδο της εξουσίας και διακυβέρνησης. Τέτοιοι δεσμοί πρέπει να χτίζονται με το λαό και όχι απλά δεσμοί συμπάθειας και εκτίμησης.

Το θέμα είναι η λαϊκή δυσαρέσκεια να μετατρέπεται ολοένα και πιο πολύ, όσο γίνεται πιο γρήγορα, σε παλλαϊκό ρεύμα συσπείρωσης για το Μέτωπο, για τη λαϊκή εξουσία, λαϊκή οικονομία. Βεβαίως και δε θα γίνει αυτό από τη μια μέρα στην άλλη, όμως εμείς πρέπει να κινούμαστε με αυτόν το στόχο. Το ΚΚΕ δεν αρκεί να καταγράφεται ως μια δύναμη πίεσης για να αποσπάσει ο λαός κάποια ψίχουλα ή προσωρινές κατακτήσεις, αλλά και ως δύναμη που μαζί με το λαό θα φέρει ανατροπές στο συσχετισμό δύναμης.

Το θέμα δεν είναι πόσο εφικτό φαίνεται σήμερα να αλλάξει μαζικά η λαϊκή συμπεριφορά στους αγώνες και στις εκλογικές μάχες, αλλά το πόσο η δουλιά μας βοηθάει να γίνει αυτό εφικτό στην πορεία. Η πολιτική ωρίμανση του λαού δεν μπορεί να έρθει αυθόρμητα, θα είναι μέσα από τη δική του πείρα βέβαια, αλλά αυτή η πείρα θα είναι προϊόν συνειδητών ενεργειών, ολόκληρου σχεδιασμού που παίρνει υπόψη την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά δεν υποτάσσεται στις σημερινές δυσκολίες της. Αλλωστε, η έννοια της πρωτοπορίας είναι αυτή: προπορεύομαι σε ιδέες, σε έργα, δεν αποσπώμαι, αλλά και δεν ταυτίζομαι με το σημερινό επίπεδο συνείδησης. Δουλεύουμε έτσι σήμερα;

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ

Η καθοδήγηση μπορεί να ιδωθεί από δύο πλευρές. Οσον αφορά στη λειτουργία του Κόμματος είναι ζήτημα του καθοδηγητικού ρόλου που ασκούν στα πλαίσια των ευθυνών τους τα όργανα. Οσον αφορά το λαϊκό κίνημα είναι θέμα καθοδηγητικού ρόλου του ίδιου του Κόμματος ευρύτερα. Αν τα καθοδηγητικά όργανα δε δουλεύουμε με την απαιτούμενη επάρκεια, τότε είναι φυσικό να μένει πίσω και το πολιτικό επίπεδο, η ωριμότητα των μελών. Αν ο καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος είναι αδύνατος, υποτονικός, ανεπαρκής, τότε είναι φυσικό να καθυστερεί και η άνοδος της πολιτικής συνείδησης πρωτοπόρων λαϊκών μαζών.

Τα παραπάνω προβλήματα δείχνουν αυτό που έχουμε συνηθίσει να λέμε πρόβλημα καθοδήγησης. Οι αδυναμίες και τα προβλήματα εκδηλώνονται στις ΚΟΒ, αφορούν όμως κατ' αρχήν την καθοδηγητική δουλιά των οργάνων, των στελεχών.

Ο αγώνας βεβαίως θα εξελίσσεται προοδευτικά, θα έχει σταδιακά αποτελέσματα, όμως πρέπει να είναι ενιαίος, να καταστεί ενιαίος στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων.

Βεβαίως και δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί άμεσα ενιαία συσπείρωση σε ενιαίους στόχους πάλης, με ενιαία αντίληψη για το Μέτωπο και την προοπτική. Βεβαίως και χρειάζεται κατά χώρο, κατά τάξη και στρώμα τακτική συσπείρωσης γύρω από τα προβλήματα που απασχολούν, γύρω από στόχους που βρίσκονται κοντά στην πείρα τους, τους συγκινούν. Η τακτική όμως αυτή δεν μπορεί να αποκόβεται τεχνητά από την προσπάθεια για ενιαία γραμμή συσπείρωσης και αντιπαράθεσης.

Οι αγώνες από μόνοι τους, όταν μάλιστα δε στηρίζονται στη λαϊκή οργάνωση και πρωτοβουλία, όταν υιοθετούν στόχους πάλης χωρίς να συνοδεύονται από την πολιτικοποίησή τους, την κλιμάκωσή τους, όταν γίνονται στο παρά πέντε ή και πέντε, όταν δε συνδέονται με την αναγκαιότητα διαφοροποίησης και αντιπαράθεσης προς τη γενική στρατηγική, δεν μπορούν να φέρουν αποτελέσματα. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να περιοριστούν σε αιτήματα και ενέργειες που δε βάζουν σε κίνδυνο το συσχετισμό δύναμης, να αφομοιωθούν από τους ελιγμούς της άρχουσας τάξης.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΛΙΓΜΩΝ

Τον τελευταίο καιρό έχει φουντώσει η αγωνία στους κόλπους της κυρίαρχης τάξης και των κομμάτων της για τη δυνατότητα αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος με την ευκολία που γινόταν πριν, για τα προβλήματα της ύφεσης και της κρίσης που το ταλανίζουν. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις είναι οξύτερες σήμερα. Οσο προχωρά η διεθνοποίηση και μάλιστα με ανώτερα οργανωμένες μορφές του καπιταλισμού, όσο διευρύνονται οι περιφερειακές καπιταλιστικές ενώσεις, όπως η ΕΕ με άλλες χώρες, τόσο μοιάζει να αδυνατίζει η ενότητα του ιμπεριαλιστικού κόσμου, να μεγαλώνει ο ανταγωνισμός τους. Δεν είναι τυχαίο ότι αναζητούνται μέθοδοι και ελιγμοί του συστήματος προκειμένου να αντιμετωπίσει τα εγγενή προβλήματά του. Βεβαίως, οι ελιγμοί αυτοί έχουν το σπέρμα της πρόληψης της λαϊκής αφύπνισης, της ανάπτυξης της ταξικής πάλης, όμως δε γίνονται μόνο γι' αυτό. Το ίδιο το σύστημα αναζητεί φάρμακο για να αντιμετωπίσει τις αντινομίες και αντιθέσεις του. Από τη μια μεριά προωθούνται με μεγάλη στοχοπροσήλωση οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, η αναδιάρθρωση του εργάσιμου χρόνου. Εμφανίζονται μάλιστα αυτές ως το φάρμακο για την αντιμετώπιση της μόνιμης ανεργίας με ό,τι συνεπάγεται αυτό στη μείωση των μισθών και στην εκμηδένιση των κοινωνικών παροχών. Την ίδια ώρα η εργοδοσία, η κυβέρνηση, όπως και τα άλλα κόμματα που συναινούν σε αυτές τις μορφές, αναγνωρίζουν ότι γεννιούνται νέα προβλήματα που σχετίζονται ακόμα και με την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, την πτώση του ενδιαφέροντος των εργαζομένων ως προς το ίδιο το αντικείμενο της απασχόλησης. Υποχρεώνονται λοιπόν να αναζητούν και από δική τους ανάγκη μέτρα που θα οδηγήσουν στη δήθεν τακτοποίηση της αναρχίας που φέρνει η γενική ανατροπή των εργασιακών σχέσεων. Φοβούνται, επίσης, μήπως οι εργαζόμενοι πέσουν σε ένα εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο ζωής που υποσκάπτει την ικανότητά τους να αποτελούν εμπόρευμα στα χέρια της κεφαλαιοκρατίας. Αναζητούν, λοιπόν, τρόπους να βελτιώσουν κάπως τις αμοιβές, να εξασφαλίσουν ένα ορισμένο επίπεδο κοινωνικών παροχών, με το αζημίωτο μάλιστα, αφού θα αυξηθούν και οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων.

Τέτοιοι ελιγμοί θα γίνονται. Το ζήτημα όμως είναι αν οι ελιγμοί αυτοί θα καταχωρούνται στη συνείδηση της εργατικής τάξης ως δικές τους κατακτήσεις και κέρδη ή θα συνειδητοποιούνται ως νέες μορφές έντασης της εκμετάλλευσης και χειραγώγησης με όλους τους δυνατούς τρόπους.

Δε φτάνει να αντιδρούμε απλά στις αναδιαρθρώσεις, αλλά να παρακολουθούμε και τις απόπειρες για διάφορα μείγματα πολιτικής, που μπορεί, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να προωθηθούν αποκλειστικά και μόνο ως ταξικός ελιγμός, ούτε καν ως παραχώρηση και κατάκτηση των εργαζομένων.

Αυτά τα ζητήματα έχουν ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές πλευρές. Ποιος θα λύσει λοιπόν σήμερα τόσο περίπλοκα προβλήματα στη δράση μας στις λαϊκές μάζες; Βεβαίως, η καθοδήγηση, η καθοδηγητική δουλιά, όχι με την έννοια ότι τα όργανα έχουν τη μοναδική ευθύνη γι' αυτό, αλλά με την έννοια ότι τα ίδια πρέπει να επεξεργάζονται, ανάλογα με τον κρίκο ευθύνης που έχουν, την πολιτική και μαζική δράση και, ταυτόχρονα, να δίνουν στις ΚΟΒ τη δυνατότητα οι ίδιες να προσφέρουν στην επεξεργασία και την εξειδίκευση.

Εδώ είναι η ασθένεια που υποφέρουμε. Ενώ έχουμε να λύσουμε περίπλοκα και νέα προβλήματα που απαιτούν γνώσεις, συνεχή παρακολούθηση των εξελίξεων, επιτηδειότητα και ικανότητα, δεν καταφέρνουμε οι ίδιες οι ΚΟΒ να ασχολούνται στο μέτρο της ευθύνης τους και με την υλοποίηση των καθηκόντων, αλλά και με την παραπέρα επεξεργασία της πολιτικής μας στο χώρο της.

Ακόμα δεν έχουμε καταφέρει, παρά τη βελτίωση που υπάρχει, να ξεφύγουμε από το διεκπεραιωτικό στιλ δουλιάς, από την επιλεκτικότητα στην υλοποίηση των καθηκόντων, από την προσκόλληση στο τρέχον, από την ανάθεση καθηκόντων από τα πάνω προς τα κάτω.

Ενα τέτοιο στιλ δουλιάς καλλιεργεί την παθητικότητα και πνίγει τη διάθεση για πρωτοβουλία.

Το 16ο Συνέδριο έχει διαγράψει πολύ καθαρά το πώς και με ποιο τρόπο θα αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα. Η Πανελλαδική Σύσκεψη για τη δουλιά μας στην εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα επίσης επεξεργάστηκε παραπέρα τέτοια θέματα. Αρα υπάρχει, πριν απ' όλα, θέμα προσανατολισμού.

Αν συνειδητοποιήσουμε το θέμα αυτό, τότε θα βρεθούν και οι κατάλληλες οργανωτικές μορφές δουλιάς, ώστε η προσανατολισμένη αντίληψη να γίνει προσανατολισμένη πράξη.

Αναδημοσιεύεται από την ΚΟΜΕΠ τεύχος 6/2002



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ