Παρασκευή 14 Γενάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Οι αγρότες στους δρόμους - Ο κινηματογράφος χωρίς θέματα!

Μια επανέκδοση (Ο Κλέψας του Κλέψαντος) και μια καλή και τίμια προσπάθεια (Πλαγίως) σημαδεύουν τη μάλλον φτωχή, κινηματογραφικά, βδομάδα. Ο κόσμος, φαίνεται, έχει αρχίσει να πληρώνει τα δάνεια των εορτών και διστάζει να βγει από το σπίτι του. Και αν, τελικά, βγει, η καλή και παραγωγική «διασκέδαση» προσφέρεται με το σταγονόμετρο. Οι υπόλοιπες τρεις νέες ταινίες που συμπληρώνουν τη βδομάδα, τοποθετούνται, ανεπιφύλαχτα, στα ράφια των super market της τέχνης.

ΝΤΕΪΒΙΝΤ Ο. ΡΑΣΕΛ
Το νόημα της ζωής και πώς να το χάσετε

Αλλη μια μικροαστική ταινία. Μια ταινία του γνωστού «πνευματώδους» μικροαστισμού! Του μικροαστισμού που μιλάει για όλα τα πράγματα. Ανάκατα, όμως, ριγμένα. Του μικροαστισμού που αρέσκεται να φαίνεται πως «ξέρει» και πως τον «απασχολούν» τα πάντα. Κυρίως η «φιλοσοφία». Και το «μέγα» αιώνιο «υπαρξιακό» και «αναπάντητο» ερώτημα: ποιοι είμαστε και πού πάμε!

Η ταινία δε στερείται «πνεύματος». Μάλιστα, αν της «παραδοθείς», μπορεί να σε παρασύρει και σε χαζοχαρούμενες υπαρξιακές «αναζητήσεις». Καθώς κάποιοι διάλογοι είναι (τέλος πάντων, είναι - δείχνουν καλύτερα ότι είναι) «φιλοσοφικοί» και «πνευματώδεις», έχουν μέσα τους αυτό που λένε (οι μικροαστοί), «εσωτερικότητα». Παραδείγματος χάρη: γιατί τα κεραμίδια έχουν λούκια;

Μια σειρά από συμπτώσεις κάνουν έναν νεαρό περιβαλλοντολόγο να απευθυνθεί σε ειδικούς - περί των μυστηρίων της ζωής - υπαρξιακούς, μεταφυσικούς ντετέκτιβ, για να βρουν την απάντηση. Η απάντηση, για τους ντετέκτιβ, βρίσκεται στο «εσωτερικό» των πελατών τους. Ετσι τους θέτουν υπό στενή παρακολούθηση μέχρι να βρουν, μέσα από τη ζωή τους, την αλήθεια. Η οποία, κατ' αυτούς, βρίσκεται στον ίδιο τον άνθρωπο και στο ίδιον του ανθρώπου...

Σε αυτή την «ευφάνταστη» ιστορία μπλέκονται και άλλα πρόσωπα, το ίδιο «κουνημένα». Ατομα που λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Ερχεται και η Ιζαμπέλ Ιπέρ (Γαλλίδα φιλόσοφος: -«θεέ» μου!) και συμπληρώνεται η «ανήσυχη» παρέα. Η οποία παρέα μέσα στις, ας τις πούμε, κωμικές καταστάσεις, φιλοσοφεί μετ' ευτελείας!

«Το Νόημα της Ζωής και Πώς να το Χάσετε» κάνει προσπάθεια να γείρει προς το σουρεαλισμό. Ομως, επειδή είναι ταινία μικροαστικής αντίληψης, διστάζει να υπερβεί τα εσκαμμένα. Να ραγίσει το γυαλί. Κάνει να τιναχτεί, όμως κάτι (εσωτερικό) την κρατάει. Αυτό το «κράτημα» αναιρεί, τελικά, όλες τις καλές προθέσεις. Φεύγεις από την αίθουσα γαλήνιος και άκεφος. Παρότι παίζουν γνωστοί - και καλοί - κατά γενική ομολογία, ηθοποιοί. Παρότι η στρουκτούρα (παρασύρθηκα, ε;) της ταινίας προσπαθεί να δείχνει ανατρεπτική.

Παίζουν: Ντάστιν Χόφμαν, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Λίλι Τόλμιν, Τζέισον Σβάρτσμαν, Μαρκ Γουόλμπεργκ, Τζουντ Λο, Ναόμι Γουότς.

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΕΪΝ
Πλαγίως

Σάντρα Ο, Τόμας Χέιντεν, Βιρτζίνια Μάντσεν
Σάντρα Ο, Τόμας Χέιντεν, Βιρτζίνια Μάντσεν
Η ταινία του, ελληνικής καταγωγής, Αμερικάνου σκηνοθέτη Αλεξάντερ Πέιν, συγκεντρώνει βραβεία και... φίλους! Ιδιαίτερη συμπάθεια στο έργο του δείχνουν, κυρίως, οι Αμερικάνοι κριτικοί ο οποίοι, όπου το βρουν, το βραβεύουν! Στο Λος Αντζελες, στο Σαν Φρανσίσκο, στη Νέα Υόρκη, στην Ουάσιγκτον, στο Τορόντο! Το Πλαγίως, με την αποδοχή που έχει ήδη εξασφαλίσει, άνοιξε το δρόμο του και προς τα Οσκαρ! Και φυσικά και το δρόμο του προς τις αίθουσες, που είναι και το κύριο.

Για να ευχαριστηθείτε την ταινία πρέπει να έχετε σε καλή διάθεση και σε εγρήγορση τα μάτια και τα αυτιά σας. Δεν πρέπει να σας ξεφύγει καμιά λεπτομέρεια. Ακόμα και η πιο μικρή. Γιατί το Πλαγίως είναι μια σύνθεση λεπτομερειών! Λεπτομέρειες στην υποκριτική των ηθοποιών, στις νότες της θαυμάσιας μουσικής, στους ρυθμούς! Θα πρέπει, επίσης, τα πράγματα που βλέπετε και ακούτε, κυρίως, να τα απογειώνετε, προς όποια κατεύθυνση επιθυμείτε, με τη φαντασία σας. Να τους δίνετε άλλη διάσταση! Οι διάλογοι για το κρασί, για παράδειγμα, αν μείνουν κολλημένοι στο κρασί, γρήγορα εξαντλούνται και γίνονται κουραστικοί. Αν όμως, τους ακούτε, όπως ακούτε τις αλληγορίες και τους μεταφέρετε από την οινοποσία στην αναζήτηση του ξεχωριστού στον έρωτα, στη φιλία, στη ζωή, τότε δυναμώνουν και αποκτούν ενδιαφέρον και μοναδικό περιεχόμενο.

Δυο φίλοι αποφασίζουν να κάνουν ένα ταξίδι ξεκούρασης στην κοιλάδα Σάντα Ινέζ, που είναι σπαρμένη με αμπέλια και παράγει τις καλύτερες μάρκες κρασιού. Είναι και οι δυο σχεδόν αποτυχημένοι. Ο ένας είναι ηθοποιός που, τώρα πια, γυρίζει μόνον διαφημιστικά (και αυτά όχι πολύ συχνά). Παλιός «γόης» που, ωστόσο, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται ακόμα σαν τέτοιος. Ο άλλος, επίδοξος συγγραφέας, χωρισμένος, αλλά ερωτευμένος πάντα με την τέως γυναίκα του, πνίγει στο κρασί όλους τους δισταγμούς του (και έχει αρκετούς και σε πολλούς τομείς). Ο ηθοποιός πρόκειται να παντρευτεί σε μια βδομάδα. Ο φίλος του, του προσφέρει το ταξίδι. Εκείνος επωφελείται. Επιθυμεί, οι τελευταίες μέρες της ελευθερίας του να είναι πλούσιες σε ευκαιριακές γνωριμίες και, ιδίως, σε ερωτικές περιπέτειες. Ο άλλος, ο συγγραφέας, τα είπαμε! Αναζητεί το εξαιρετικό! Το σπάνιο!

Το ταξίδι, λοιπόν, στην κοιλάδα των κρασιών δίνει την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να ξεδιπλώσει με υπομονή και μεθοδικότητα τον εσωτερικό κόσμο δυο ανόμοιων εξωτερικά, τόσο ίδιων όμως εσωτερικά, αποτυχημένων 45ντάρηδων. Χωρίς βιασύνες και εντυπωσιασμούς μάς παρουσιάζει με λιτό κινηματογραφικό τρόπο δυο ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Και στη συνέχεια μάς γνωρίζει και δυο γυναίκες. Δυο γυναίκες που είναι πιο σίγουρες και πιο κατασταλαγμένες από τους άντρες. Ωστόσο και αυτές δεν ήταν από τις τυχερότερες στη ζωή. Χωρισμένες και οι δυο. Η μία μάλιστα με παιδί! (Η ταινία στηρίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρεξ Πίκετ).

Παρακολουθώντας τα τέσσερα αυτά «πονεμένα» άτομα, αλλά και τα άλλα που μπαινοβγαίνουν στην ιστορία, χωρίς να το καταλάβουμε, γινόμαστε ένα μαζί τους. Χαιρόμαστε τις επιτυχίες τους και πονάμε με τις αποτυχίες και τα λάθη τους. Γίνονται «δικοί» μας άνθρωποι. Φίλοι μας, που διεκδικούν, με όποιο τρόπο γνωρίζει ο καθένας τους, στιγμές ευτυχίας και αξιοπρέπειας. Στο τέλος, βέβαια, δε γίνονται όλοι ευτυχισμένοι. Αυτό, δυστυχώς, δεν το επιτρέπει (ακόμα) η ζωή. Δεν πετυχαίνουν όλοι τους στόχους τους. Κυρίως, δεν τον πετυχαίνουν αυτοί που δεν προσπάθησαν όσο έπρεπε ή που προσπάθησαν με λάθος τρόπο!

Δεν πρόκειται να δείτε καμιά «μεγάλη» ταινία! Θα δείτε, όμως, μια (ατέλειωτη) σειρά λεπτομερειών. Λεπτομερειών που, μπαίνοντας η μια δίπλα στην άλλη, η μια πάνω στην άλλη, καταφέρνουν να φτιάξουν μια τίμια, τρυφερή και ευαίσθητη κινηματογραφική σύνθεση. Μια σύνθεση γεμάτη ανθρωπιά. Αν, δε, έλειπαν δυο «φάλτσες» σκηνές (ερωτικές) που παρεισέφρησαν, θα μιλούσαμε για μια ολοκληρωμένη μικρή κινηματογραφική σονάτα. Με δυο εξαιρετικούς σολίστ - ηθοποιούς (Πολ Τζιαμάτι, Βιρτζίνια Μάντσεν). Με μια όμορφη και πολύ λειτουργική μουσική (Ρολ Κεντ). Με ένα σκηνοθέτη που δεν αυτοπροβάλλεται. Που στέκεται πίσω από την κάμερα και συντονίζει αρμονικά όλους τους συντελεστές.

Παίζουν: Πολ Τζιαμάτι, Τόμας Χέιντεν Τσερτς, Βιρτζίνια Μάντσεν, Σάντρα Ο.

ΜΑΡΙΟ ΜΟΝΙΤΣΕΛΙ
Ο κλέψας του κλέψαντος

(παραγωγής 1959)

Ο Μάριο Μονιτσέλι είναι της γενιάς - και της πάστας - των μεγάλων του ιταλικού νεορεαλισμού: Μπολονίνι, Μπλαζέτι, Καστελάνι, Ντε Σάντις, Τζέρμι, Ρίτσι, Λατουάνα, Ρόσι. Ονόματα, δηλαδή, που λάμπρυναν τον παγκόσμιο κινηματογράφο. «Ο κλέψας του κλέψαντος»είναι ένα πιστό δείγμα του κινήματος του νεορεαλισμού που, στο ξεκίνημά του, θέλησε να παρατηρήσει (κινηματογραφικά) τα μικρά ασήμαντα καθημερινά γεγονότα της ζωής. Αυτό, για τότε, ήταν μια μικρή επανάσταση.

Αφού προσπάθησε να δώσει αξία στις πιο ταπεινές πλευρές του αγώνα και της αγωνίας των ανθρώπων. Στη συνέχεια το κίνημα του νεορεαλισμού έγινε πιο σύνθετο. Οι δημιουργοί «έψαξαν» περισσότερο το ζήτημα. Είδαν τι κρύβεται πίσω και κάτω από τα «καθημερινά». Απαλλάχτηκαν από τον συναισθηματισμό, από την «επιφάνεια», ερεύνησαν περισσότερο, πολιτικοποιήθηκαν. Εκαναν το ρεαλισμό πραγματικό ταξικό όπλο (σοσιαλιστικός ρεαλισμός) για την κατανόηση του κόσμου.

Ο κλέψας του κλέψαντος παρακολουθεί μια ομάδα τρισάθλιων γελοιογραφικών τύπων. Τύπων που κανένας «σοβαρός» άνθρωπος δε θα ασχολιόταν μαζί τους. Τύπων που αγγίζουν τα όρια της καρικατούρας. Και που όμως (ποιος θα το αρνηθεί;) είναι και αυτοί άνθρωποι. Ανθρωποι με αξιοπρέπεια. Ερωτεύονται. Θυμώνουν. Ελπίζουν. Ονειρεύονται («οι συνηθισμένοι άγνωστοι», είναι ο ιταλικός τίτλος).

Αλλά η ταινία, με αφορμή τις κωμικές περιπέτειες των ηρώων της, δίνει την ευκαιρία στον φακό (άψογη μαυρόασπρη φωτογραφία) να καταγράψει το κοινωνικό περιβάλλον. Μας αποκαλύπτει τη μεταπολεμική Ιταλία η οποία, ως γνωστόν, βγήκε άγρια τραυματισμένη (ηθικά-οικονομικά) από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Μας αποκαλύπτει τη φτώχεια, αλλά και την «καινούρια» ζωή που χτίζεται (τα πρώτα τσιμέντα, η εξαθλίωση μεγάλης μάζας ανθρώπων, αλλαγή «ηθικών», κοινωνικών και πολιτικών αξιών).

Δεν είναι της στιγμής να μιλήσουμε για τον δημιουργό της ταινίας. Θα θυμίσουμε, απλώς, μερικούς τίτλους ταινιών του, για να διευκολυνθούμε στην αξιολόγησή του: Ενας ήρωας στον καιρό μας, Πίσω από τα κλειστά παράθυρα, Ο Μεγάλος πόλεμος, Οι Σύντροφοι, Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε!

Ο σημερινός θεατής, του οποίου τα γούστα, σαφώς, έχουν αλλάξει, θα νιώσει κάπως αμήχανα παρακολουθώντας την ταινία. Σίγουρα έχει αλλάξει η αισθητική (μορφή-περιεχόμενο). Ο κλέψας του κλέψαντος δεν απαντάει στη σημερινή πραγματικότητα. Ωστόσο, κάποιος που επιθυμεί να έχει μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική κουλτούρα, δεν μπορεί να παραγνωρίσει το φιλμ του Ιταλού δημιουργού. Αφού, ανάμεσα στις άλλες ταινίες του είδους, είναι μια από αυτές που ονομάζουμε «ταινίες-σταθμός» στην κινηματογραφική εξέλιξη. Επιπρόσθετα, η ταινία διαθέτει μια πλειάδα πολύ καλών ηθοποιών (ο καθένας έχει δηλώσει έντονα την παρουσία του στον παγκόσμιο κινηματογράφο).

Παίζουν: Βιτόριο Γκάσμαν, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Κλαούντια Καρτινάλε, Ρενάτο Σαλβατόρι, ο μεγάλος Τοτό κ.ά.

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΕ ΜΟΥΤΣΙΝΟ
Το τελευταίο φιλί

Ιταλική και αυτή η ταινία. Και αυτή, όπως «Ο Κλέψας του Κλέψαντος», παρακολουθεί «μικρά, ασήμαντα, καθημερινά, ανθρώπινα γεγονότα». Ομως, τα 45 χρόνια που χωρίζουν τις δυο ταινίες (παραγωγής 1959 η πρώτη, 2001 η δεύτερη), έχουν αλλάξει τελείως το σκηνικό.

Τόσο της ίδιας της Ιταλίας όσο, δυστυχώς, και των δημιουργών της. Ο νεαρός Γκαμπριέλε Μουτσίνο (γεννήθηκε το 1971) δεν ανήκει σε κανένα κινηματογραφικό κίνημα, όπως ο Μάριο Μονιτσέλι. Δεν προσπαθεί να αναπτύξει την κινηματογραφική τέχνη. Είναι ένας «σύγχρονος», επαγγελματίας σκηνοθέτης (ακόμα και διαφημιστικά περιέχει το βιογραφικό του). Ενας «καλός» διεκπεραιωτής...

«Το Τελευταίο Φιλί» ασχολείται με την ανερχόμενη μεσοαστική ιταλική τάξη. Μια τάξη που δεν έχει αποκτήσει ακόμα (και δε θα αποκτήσει ποτέ) δικά της χαρακτηριστικά. Ετσι, η ζωή της παλαντζάρει ανάμεσα σε δυο, «ξένες» γι' αυτή, κοινωνικές οντότητες. Την αστική άρχουσα τάξη και την εργατική. Πότε γέρνει προς τη μια και πότε προς την άλλη. Σαν ένα εκκρεμές. Χωρίς ταυτότητα.

Η έλλειψη ταυτότητας, όπως είναι φυσικό, την οδηγεί σε αδιέξοδα. Αδιέξοδα φιλικών, ερωτικών, οικογενειακών σχέσεων. Ο,τι κάνουν οι μεσοαστοί ήρωες της ταινίας το κάνουν με αναστολές. Σε τίποτα δε δίνονται ολοκληρωτικά. Ούτε αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Από τη μια θέλουν να κάνουν οικογένεια, από την άλλη αγαπούν και την ελευθερία τους. Από τη μια θέλουν να «ταξιδέψουν», από την άλλη θέλουν και να βολευτούν. Τραγέλαφος.

Ο Μουτσίνο περιγράφει αυτόν τον τραγέλαφο. Ομως, η περιγραφή του είναι εξωτερική. Δε θέλησε ή δεν μπόρεσε να αποδώσει αυτή την κοινωνική σύγχυση στην έλλειψη στόχων και προσανατολισμών των ηρώων του και εκείνου του μέρους της κοινωνίας που εκπροσωπούν. Ετσι έχουμε μια ταινία που μας αποκαλύπτει πως «η καρέκλα έχει τέσσερα ποδάρια», αλλά δε μας λέει «γιατί έχει τέσσερα ποδάρια»! Με άλλα λόγια, φαίνεται πως ο σκηνοθέτης είναι και αυτός μέρος του προβλήματος.

Τα διαφημιστικά, τα οποία διαλαλούν πως «η ταινία ασχολείται με το φόβο των ανθρώπων, οι οποίοι, βλέποντας ότι μεγαλώνουν, τρομοκρατούνται», είναι παραπλανητικά. Οι ήρωες της ταινίας δεν κάνουν ακρότητες υπό την επήρεια του φόβου, αλλά γιατί δεν έχουν (κατασταλαγμένες) αξίες. Δεν έχουν προσανατολισμούς.

Αν αξίζει για κάτι να δει κανείς τη συγκεκριμένη ταινία, είναι για το γεγονός ότι αυτό που περιγράφει (οι συγκεκριμένοι ήρωες και το συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον) είναι, δυστυχώς, η Ελλάδα που έρχεται (αν, βέβαια, δε μεσολαβήσει - που πρέπει να μεσολαβήσει - κάτι «άλλο»). Τρομάζω στην ιδέα ότι αυτή η «τάξη», η τάξη της πισίνας και του εξοχικού, του «μπάρμπεκιου» και της υποκρισίας, μπορεί να γίνει πρότυπο ζωής.

Παίζουν: Στέφανο Ακόρσι, Τζοβάνα Μετζοτζόρνο, Στεφανία Σαντρέλι, Κλάουντιο Σανταμαρία, Τζότζο Παζότι, Μαρτίνα Στέλα, Μάρκο Κότσι.

ΓΙΟΝ ΤΕΡΤΕΛΤΑΟΥΜΠ
Τα ίχνη του χαμένου θησαυρού

«Ποτέ δεν κατάλαβα», θα πει ο Τολστόι, «γιατί η τέχνη πρέπει να "εφευρίσκει" ιστορίες και δεν ασχολείται με τις αληθινές, τις πραγματικές ιστορίες. Αυτές των απλών, ζωντανών ανθρώπων. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να έχει μεγαλύτερη αξία μια "εγκεφαλική" ιστορία από την ιστορία μιας μάνας που προσπαθεί να μεγαλώσει και να θρέψει τα παιδιά της». Στη συνέχεια ο Ρώσος διανοητής πραγματικά οργισμένος θα αποφανθεί: αυτή η τέχνη είναι κακή τέχνη!

Εμείς, τώρα, τι να πούμε; Γιατί οι δημιουργοί του «Χαμένου Θησαυρού» έστησαν αυτή την «εγκεφαλική» ιστορία; Γιατί σκέφτηκαν όλα αυτά τα εξωπραγματικά που γίνονται στην ταινία; Για το εισιτήριο, βέβαια. Ο καθένας το ξέρει! Και για τον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό, φυσικά.

Αδυνατώ να σας περιγράψω την «υπόθεση». Οχι γιατί δεν έχει αρχή, μέση και τέλος. ΄Η γιατί είναι πολύπλοκη. Αδυνατώ να σας την περιγράψω, γιατί στην οθόνη συμβαίνουν απίθανα και αδικαιολόγητα πράγματα. Στο πίσω μέρος της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ υπάρχει τυπωμένος, με «κρυφή» μελάνι, ένας χάρτης που οδηγεί σε ένα χώρο, όπου είναι «κρυμμένος» ένα «πολύτιμος» θησαυρός (στο τέλος μαθαίνουμε πως πρόκειται για τα υψηλότερα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού)! Μια ομάδα απατεώνων προσπαθεί να κλέψει τη διακήρυξη και το θησαυρό, βέβαια. Το «παλικάρι», όμως (Νίκολας Κέιτζ), θα μπει στη μέση...

«Και γιατί όλα αυτά;» θα ρωτήσετε. Για να «προκύψει» μια κινηματογραφική περιπέτεια; Λιγότερο ενδιαφέρον έχει, για παράδειγμα, η αναζήτηση του «θησαυρού» του Ιράκ; Εκεί να δεις ίντριγκες, σασπένς, απρόοπτα! Αν, δε, το μπλέξεις και με λίγο Ισραήλ και λίγη ιμπεριαλιστική ασυδοσία και τρομοκρατία, θα κάνεις το θεατή να τρέμει στην καρέκλα του. Και θα είσαι και αληθινός...

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι πως δεν υπάρχουν (αληθινές) ιστορίες. Το ζήτημα - και το ζητούμενο - είναι να μη λέγονται οι αληθινές ιστορίες. Να λέγονται πράγματα εξωπραγματικά, ψεύτικα. Πράγματα που δεν πληγώνουν. Που δεν προβληματίζουν. Να μπαίνεις στην αίθουσα και να βγαίνεις... χειρότερος!

Τώρα. Μέσα στην ταινία ακούγονται κάτι ψίθυροι για τους πρώτους ηγέτες της Αμερικής και για την τότε άρχουσα τάξη, πως ανήκαν - όλοι μαζί - σε «μυστικές» οργανώσεις (τέκτονες κλπ.). Ακούγεται, ακόμα, πως αυτοί οι ηγέτες και οι μυστικές οργανώσεις είχαν έναν ολοκληρωμένο σχέδιο για το «μέλλον» του κόσμου. Ολα αυτά, όμως, με επιθεωρησιακό τρόπο, που γίνονται αναξιόπιστα. Εκείνο που, τελικά, μένει είναι η «μαγκιά» του πρωταγωνιστή και η «τσαχπινιά» της πρωταγωνίστριας. Και μερικά ντεκόρ, που εν τέλει καταστρέφονται, για να εντυπωσιάσουν! Την ταινία, ευτυχώς, δεν τη σώζουν ούτε οι πολλοί, γνωστοί, και γενικά, καλοί ηθοποιοί. Ούτε τα εντυπωσιακά ντεκόρ. Ούτε τα τουριστικά «εξωτερικά».

Παίζουν: Νίκολας Κέιτζ, Ντάιαν Κρούγκερ, Χάρβεϊ Κάιτελ, Γιον Βόιτ, Κρίστοφερ Πλάμερ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ