Αλλά γιατί σήμερα η Ελλάδα μάταια προσπαθεί να «παίξει» το ρόλο της γλυκιάς μου Χρυσαυγής. Ξεχνάει τα λόγια της. Υποκρίνεται λάθος και αδιαφορεί γι' αυτούς που την ακούν από την «πλατεία». Και, τέλος, όταν την αποδοκιμάζουν, αυτή γυρνάει τις καχεκτικές της πλάτες και αποσύρεται στα παρασκήνια και χάνεται στην αγκαλιά του πρώτου αρειμάνιου «φουστανελά», που, δυστυχώς, δε μας είναι καθόλου άγνωστος. Και το όνομά του γνωρίζουμε, και πού διαμένει, και ποια είναι η ηλικία του, η μόρφωσή του, το κανονικό του επάγγελμα και αν έχει ή όχι τουαλέτα στο πολυτελές διαμέρισμά του. Και τα γνωρίζουμε όλα αυτά με πολλές λεπτομέρειες, γιατί τον έχουμε «απογράψει» πολύ πριν από τη 18η Μαρτίου.
«Η Ελλάς ευγνωμονούσα» Εθνική Πινακοθήκη, πίνακας του Θ. Βρυζάκη |
Ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της Επανάστασης είναι προφανής και μη αμφισβητήσιμος. Ωστόσο, θαρρώ ότι προβάλλει σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης της ιστορικής πραγματικότητας. Από την άλλη, χάρη στη σπουδαία συμβολή της μαρξιστικής ιστοριογραφίας, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις ταξικές παραμέτρους που οδήγησαν στην έκρηξη της. Προσπαθώ να γίνω ακριβέστερη: Ο εθνικοαπελευθερωτικός και ο ταξικός χαρακτήρας της Επανάστασης του '21 όχι μόνο δεν αντιπαρατίθενται και δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά προϋποθέτουν και συνεπάγονται ο ένας τον άλλο.
Το έθνος είναι προϊόν της διαμόρφωσης του καπιταλισμού. Η διαμορφούμενη, μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αστική τάξη των Ελλήνων, για να ολοκληρώσει την ανάπτυξη των οικονομικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων της, θέτει ως προϋπόθεση τη δημιουργία εθνικού αστικού κράτους, άρα ενιαίας αγοράς. Από αυτή την άποψη, η μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων είναι αδιανόητη χωρίς την προηγούμενη ανάπτυξη - έστω και όχι πάντα ολοκληρωμένα - καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο (ή και έξω από αυτόν, αλλά πάντα σε συνάρτηση με αυτόν). Ετσι, αν σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, όπως είπα προηγουμένως, είναι φανερός ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας της Επανάστασης, στο βάθος αυτή αποτελεί τον καταλύτη στη διαδικασία μετάβασης του χώρου στον καπιταλισμό.
«Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη», Εθνική Πινακοθήκη, πίνακας του Θ. Βρυζάκη |
Φανερώματα αστικών δραστηριοτήτων και λειτουργιών στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό (αλλά και βαλκανικό και μικρασιατικό) χώρο έχουμε από πολύ νωρίς, από τους πρώτους κιόλας αιώνες της κατάκτησης. Ωστόσο, αυτές οι αστικές δραστηριότητες λειτουργούσαν παραπληρωματικά ως προς ένα σύστημα που συνδύασε (και μάλιστα με επιτυχία, όσον αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα) τις προϋπάρχουσες φεουδαρχικές δομές του κατακτημένου βυζαντινού χώρου με τις διαδικασίες μετάβασης των Οθωμανών Τούρκων από την κοινωνία των γενών στη φεουδαρχία. Αυτό το ιδιότυπο μόρφωμα εκφράζεται κυρίως μέσα από το τιμαριωτικό σύστημα: η γη ανήκει στο σουλτάνο (ως εκπρόσωπο του κοινού), ο οποίος την παραχωρεί προς νομή και εκμετάλλευση στους αξιωματούχους του. Τους δύο πρώτους αιώνες της κατάκτησης, αυτό το σύστημα αποδίδει καρπούς: Από τη μια, αποδυναμώνει τους φεουδάρχες και απελευθερώνει τους χωρικούς από τις φεουδαρχικού τύπου δεσμεύσεις. Από την άλλη, βοηθά στην τόνωση της γεωργίας, στη βελτίωση των συνθηκών ζωής στην οθωμανική ύπαιθρο. Γίνονται δρόμοι και άλλα σημαντικά για την εποχή δημόσια έργα, ερημωμένες περιοχές συνοικίζονται, δίνονται οικονομικά κίνητρα στις συντεχνίες. Η αφθονία γεωργικών προϊόντων βοηθά, μεταξύ άλλων, και την ανάπτυξη της οικοτεχνίας και της βιοτεχνίας (που, πάντως, διεξάγονται μέσα στα μεσαιωνικά, συντεχνιακά πλαίσια).
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δίνουμε μια ειδυλλιακή εικόνα των πρώτων αυτών αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πολύ πιο περίπλοκη: οι όροι και οι συνθήκες ζωής βελτιώνονται, αλλά μέσα σε μια, όχι πολύ σπάνια στην ιστορία, οπισθοδρόμηση των σχέσεων παραγωγής. Από την άλλη, οι υπερεκτιμημένες από την αστική ιστοριογραφία, αλλά οπωσδήποτε όχι ήπιες διοικητικές μορφές διακυβέρνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν ήταν ξένες στη λογική και στην πρακτική ούτε των δυτικών δυνάμεων κατά το Μεσαίωνα, αλλά και κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.
Μετά το 16ο αιώνα και το τέλος των κατακτήσεων των Οθωμανών, ολοκληρώνεται η διαδικασία μετάβασης στη φεουδαρχία. Τα παλιά τιμάρια μετατρέπονται σε «τσιφλίκια», που διαφέρουν από τα προηγούμενα ως προς το ότι ο τσιφλικάς έχει πλήρη κυριότητα στο κτήμα του, ενώ ταυτόχρονα και οι σχέσεις ανάμεσα στον τσιφλικά και τον καλλιεργητή προσομοιάζουν πολύ περισσότερο στις φεουδαρχικές. Ωστόσο, το σύστημα των τσιφλικιών δεν είναι και το μόνο σύστημα γαιοκτησίας που ισχύει στην οθωμανική αυτοκρατορία: Επιβιώνει - και μάλιστα ισχυρά - ο μικρός ελεύθερος κλήρος, ιδιαίτερα σε απομονωμένες και άγονες περιοχές, όπως είναι τα βουνά του ελλαδικού χώρου ή τα νησιά του Αιγαίου.
Το γεγονός ότι αυτή η αυτοκρατορία, της οποίας η οικονομία στηρίζεται κατ' εξοχήν στην αγροτική παραγωγή, υπάρχει μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον, που βαδίζει ταχέως προς τον καπιταλισμό, έχει τις επιπτώσεις του σε αυτήν: Από τη μια τα τσιφλίκια, ευκολότερα ελεγχόμενα ως προς το είδος της παραγωγής, προσανατολίζονται στην καλλιέργεια εξαγωγικών προϊόντων. Από την άλλη, δημιουργείται η ανάγκη ύπαρξης εκείνου που θα εξάγει τα προϊόντα, όχι ως πρόσωπο, αλλά ως κοινωνική τάξη. Το εμπόριο (και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι πάντα το εμπορικό κεφάλαιο προηγείται του βιομηχανικού) διεξάγεται από τους ελληνόφωνους - ορθόδοξους κατοίκους της αυτοκρατορίας, αυτούς που θα αποτελέσουν το πρόπλασμα για τη διαμόρφωση του έθνους των Ελλήνων. Η οθωμανική διοίκηση καθόλου δεν αντιτίθεται στο ελληνικό εμπόριο, αντίθετα μάλιστα το ενισχύει, παραχωρώντας σοβαρά διοικητικά και οικονομικά προνόμια στις περιοχές εκείνες που το ασκούν, ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου. Επίσης, οι Ασιάτες Οθωμανοί με τη μηδενική ναυτική παράδοση αφήνουν το σύνολο και των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων στα χέρια των Ελλήνων.
Ετσι, λοιπόν, ο πρώτος βιομηχανικός κλάδος που αναπτύσσεται στον ελλαδικό χώρο είναι η ναυτιλία και σε άμεση συνάρτηση με αυτήν η ναυπηγική. Οταν, μάλιστα, μετά το 1669 και την απώλεια της Κρήτης, η Βενετία αναδιπλώνεται οριστικά από την Ανατολική Μεσόγειο (με μόνη εξαίρεση την παρουσία της στα Ιόνια νησιά), οι Ελληνες ναυτικοί τη διαδέχονται στο θαλασσινό εμπόριο. Μέσα δε στο 18ο αιώνα, οι Ελληνες έμποροι κατορθώνουν, με καλές προϋποθέσεις, να συναγωνίζονται τους Γάλλους, που είναι οι κυρίαρχοι των εμπορικών δρόμων της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο 18ος αιώνας είναι ο αιώνας της μεγάλης αστικής ανάπτυξης του οθωμανικού χώρου, με κύριο φορέα τους Ελληνες. Ναυτιλία και ναυπηγική είναι, όπως είπαμε, η κύρια πηγή του πλούτου τους. Ηδη, αναφέραμε ορισμένα από τα αίτια της ανάπτυξης αυτής. Σημαντικός παράγοντας ανάμεσα τους είναι και ένας εξωοικονομικός τρόπος συσσώρευσης κεφαλαίου, η πειρατεία, στην οποία επιδίδονταν με όχι μικρή επιτυχία οι Ελληνες καραβοκύρηδες.
Ιδιαίτερη, πάντως, ώθηση σε αυτές τις δραστηριότητες δίνει η περίφημη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1776), σύμφωνα με την οποία τα ελληνικά πλοία θα μπορούσαν να μεταφέρουν ρωσικό σιτάρι με ρωσική σημαία.
Μεγάλη ναυτιλιακή ανάπτυξη συναντάμε κυρίως στη Δυτική Ελλάδα (στα παράλια της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου). Η μετέπειτα πόλη - σύμβολο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, το Μεσολόγγι, ήταν πρωτοπόρο στη ναυπήγηση πλοίων και στα θαλασσινά ταξίδια. Από κοντά και τα γειτονικά Γαλαξίδι και Αιτωλικό, ενώ αναμφισβήτητη και πολύ γνωστή είναι η ναυτιλιακή δραστηριότητα των νησιών του Αιγαίου. Οι Ελληνες καπεταναίοι είναι, ως επί το πλείστον, «εμπορο-καπεταναίοι». Εμπορεύονται δηλαδή τόσο ξένα προϊόντα άσο και δικά τους. Στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις των πόλεων που προαναφέραμε, φαίνεται εξάλλου ότι επενδύουν μεγάλοι εμπορικοί οίκοι της δυτικής Ελλάδας, της Αχαΐας και της Ηπείρου.
Ενα σοβαρό ζήτημα που, ενδεχομένως, περιμένει ακόμα το μελετητή του, είναι οι σχέσεις παραγωγής που διαμορφώνονται στα πλαίσια της ελληνικής ναυτιλίας. Η πιο διαδομένη εκδοχή θεωρεί τη σχέση ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και τους ναύτες του σχέση εταιρική που εκφράζεται με τη συμμετοχή του «τσούρμου» στα κέρδη των επιχειρήσεων. Ωστόσο, η φανερή ανισότητα και ο αναλογικός χαρακτήρας των αποδοχών των πληρωμάτων, μαρτυρά μάλλον υπέρ μιας συγκαλυμμένης μορφής μισθοδοσίας.
Εκτός από τη ναυτιλία, φαίνεται ότι, κατά το 18° και στις αρχές του 19ου αιώνα, υπάρχει και μια σημαντική ανάπτυξη στη βιοτεχνία του οθωμανοκρατούμενου χώρου. Περιπτώσεις όπως της «συντροφιάς» των Αμπελακίων, καθώς και η υψηλή αστική ανάπτυξη των Ιωαννίνων, επί Αλή Πασά, είναι αρκετά γνωστές. Σύμφωνα με το Β. Κρεμμυδά, γύρω στα 1800, η βιοτεχνική - βιομηχανική παραγωγή στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικά χώρο καλύπτει το 30% της συνολικής παραγωγής. Ο Κρεμμυδάς μάλιστα αναφέρεται σε πραγματική βιομηχανική έκρηξη, θεωρώντας ως κύριες βιοτεχνικές - βιομηχανικές δραστηριότητες τη θαλάσσια βιομηχανία (ναυτιλία), την υφαντουργία - νηματουργία και τη σαπωνοποιία. Αυτή η βιομηχανική άνθηση ανακόπτεται τις παραμονές της επανάστασης, για λόγους οι οποίοι δεν έχουν ακόμη απολύτως διερευνηθεί. Μια τελευταία ώθηση στη συσσώρευση κεφαλαίου παρατηρούμε γύρω στο 1812 - 1814, όταν τα υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία έσπαγαν τον αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Αγγλοι στα γαλλικά και γαλλοκρατούμενα λιμάνια και διεξήγαγαν - με πολύ ηρωισμό, είναι αλήθεια - μαύρη αγορά. Παρά, ωστόσο, την κάμψη αυτή που προαναφέραμε, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της αστικής τάξης έχουν ήδη τεθεί.
Ενα σημαντικό ζήτημα είναι εκείνο των παροικιών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τη μια ευνοούσε, αντικειμενικά, τη διαμόρφωση της αστικής τάξης των Ελλήνων, ακριβώς επειδή τη χρειαζόταν, από την άλλη όμως την παρεμπόδιζε, όντας η ίδια ένα κράτος του οποίου το θεσμικό πλαίσιο ανταποκρινόταν σε φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Οι Ελληνες, για να μπορέσουν να ασκήσουν τις δραστηριότητες τους κάτω από καλύτερες συνθήκες, εξακτινώνονταν σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, ιδρύοντας παροικίες. Στο βαλκανικό και κεντροευρωπαϊκό χώρο, οι Ελληνες ελέγχουν τις χερσαίες μεταφορές, όπως ελέγχουν και ένα μεγάλο μέρος των θαλασσίων μεταφορών στην ανατολική Μεσόγειο. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις Ελλήνων επιχειρηματιών, των οποίων η έδρα των επιχειρήσεων βρίσκεται μέσα στον οθωμανικό χώρο, αλλά οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες εκτείνονται και στο εξωτερικό.
Μια λοιπόν ιδιαιτερότητα της υπό διαμόρφωση ελληνικής αστικής τάξης είναι το γεγονός ότι δεν αναπτύσσει τις δραστηριότητες της σε ενιαίο γεωγραφικό χώρο. Είναι οι δραστηριότητες που δημιουργούν το «δίχτυ» που δένει μεταξύ τους τα διάφορα κομβικά σημεία στα οποία αυτή δρα και λειτουργεί σαν ενοποιητικό στοιχείο της ίδιας της τάξης. Οι Ελληνες των παροικιών συνεισφέρουν και ως προς το εξής: ζώντας σε κέντρα του εξωτερικού, έρχονται περισσότερο σε επαφή με το διαφωτισμό και τα «γαλλικά γράμματα» και συντελούν πολύ ουσιαστικά στη διαμόρφωση ιδεολογίας και πολιτικών στόχων για ολόκληρη την τάξη.
Η ιδεολογία αυτή είναι εθνική ιδεολογία: η ανάγκη διαμόρφωσης ενιαίας εσωτερικής αγοράς οδηγεί στη διατύπωση του αιτήματος για συγκρότηση εθνικού κράτους. Οι έντονες πολιτισμικές και γλωσσικές μνήμες του ελλαδικού χώρου βοηθούν ουσιαστικά στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής συνείδησης. Ετσι, στο βαλκανικό χώρο, το ελληνικό έθνος (μαζί με το σερβικό) είναι το πρώτο που συγκροτείται ως τέτοιο και που διεκδικεί τη συγκράτηση του κράτους του, με πρωτοπόρο και καθοδηγητική δύναμη την αστική τάξη.
Βέβαια, δεν είναι μόνο η αστική τάξη που πήρε μέρος στην Επανάσταση του '21. (Ενδεχομένως, δεν πήρε μέρος ούτε το σύνολο της αστικής τάξης και, πάντως, δεν πήραν μέρος όλα τα στρώματα που τη συναποτελούσαν έχοντας τους ίδιους στόχους και τις ίδιες βλέψεις για το μελλοντικό ελληνικό κράτος). Ωστόσο, αυτή έδωσε τόσο το ιδεολογικό της στίγμα, όσο και, εν πολλοίς, την πολιτική φυσιογνωμία του κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση: Αυτό φαίνεται και από τα Συντάγματα τα οποία ψηφίστηκαν στη διάρκεια του αγώνα και τα οποία ήταν τα προοδευτικότερα που είχαν ψηφιστεί μέχρι τότε σε ολόκληρο τον κόσμο. Το αν τώρα τα Συντάγματα αυτά δε βρήκαν αμιγώς την έκφραση τους στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος καθώς και το γεγονός ότι οι εξελίξεις στην οικονομική του βάση παρουσίασαν μια συγκεκριμένη υστέρηση (για παράδειγμα, όσον αφορά στην εκβιομηχάνιση της χώρας) είναι ένα τεράστιο ζήτημα που σχετίζεται τόσο με το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και τη σχέση της Ελλάδας με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, όσο και (κυρίως) με διαδικασίες οικονομικές και κοινωνικές που επιχωριάζουν και χαρακτηρίζουν το χώρο.
Μια από αυτές τις διαδικασίες είναι ο ρόλος της αγροτιάς στην Επανάσταση και η ενσωμάτωση της στο ελληνικό κράτος. Στις περιοχές όπου επικράτησε η Επανάσταση, κυρίαρχη παραγωγική μονάδα ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος. Υπήρχαν ωστόσο και όχι λίγοι ακτήμονες αγρότες. Αυτή η αγροτιά (από την οποία, κατά τεκμήριο, προέρχονταν τα ένοπλα σώματα της Επανάστασης) αποτέλεσε και τον ουσιαστικό αιμοδότη της: Πληττόμενη κυρίως από τη δημοσιονομική πολιτική των Οθωμανών, είδε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ένα βασικό όρο για την επιβίωση της. Υπερασπίστηκε τον κλήρο της με τα όπλα και διεκδίκησε έντονα τη διανομή των λεγόμενων "εθνικών γαιών" (των κτημάτων που άφησαν πίσω τους οι Οθωμανοί). Ετσι, και στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, η κυρίαρχη παραγωγική μονάδα (μέχρι τουλάχιστον την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας) ήταν ο μικρός ελεύθερος κλήρος. Το γεγονός αυτό δυσκόλεψε, ενδεχομένως, την προοπτική δημιουργίας μιας ευρείας ανθρώπινης μάζας που θα μπορούσε να αποτελέσει το πρόπλασμα της εργατικής τάξης, κάτι που είχε την αντανάκλαση του και στην υστέρηση της εκβιομηχάνισης της χώρας.
Ωστόσο, και πέρα από αυτές τις ιδιαιτερότητες, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 παραμένει μία αστική επανάσταση και ανάλογος είναι και ο χαρακτήρας του κράτους που συγκρότησε. Με αυτή λοιπόν την έννοια, επανέρχομαι στον αρχικό μου ισχυρισμό, ότι δηλαδή η Ελληνική Επανάσταση αποτέλεσε τον καταλύτη στη διαδικασία μετάβασης του ελλαδικού χώρου - Ίσως και ευρύτερα του βαλκανικού - στον καπιταλισμό και, από αυτή την άποψη, είναι ένα από τα σημαντικότερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονότα των αρχών του 19ου αιώνα, θα προσέθετα, κλείνοντας, και μια άλλη, πολύ σημαντική προσφορά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων: Αν και η έκρηξη της Επανάστασης συνέπεσε με τη φαινομενική κατίσχυση και κυριαρχία των πιο αντιδραστικών δυνάμεων της εποχής, ωστόσο το συμβατό του χαρακτήρα της με τις νομοτέλειες και τις αναγκαιότητες της ιστορικής περιόδου οδήγησε στην επικράτηση της και βοήθησε στο να δημιουργηθούν ρήξεις στους ίδιους τους διαμορφωμένους συσχετισμούς δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο.
Η ζωγραφική είναι ταυρομαχία. Ο ζωγράφος οφείλει, μπροστά στον πίνακα - ταύρο, να ξεσηκώσει τον καλύτερο εαυτό τού αντιπάλου του, γιατί, διαφορετικά, από ταυρομάχος ξεπέφτει σε χασάπη της γειτονιάς και ο ταύρος σε βόδι. Αυτά μου είπε από την Κοιλιά του κήτους ο Τζακ Αμποτ.
Η Γιάννα, ο Κωνσταντίνος, η Χρύσα, η Μαργαρίτα και η Μαρία, φοιτητές της Σχολής Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης, με επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Αγωνία εφ' όλης της ύλης για την τέχνη τους και την καθημερινή τους ζωή. Λένε: «Ζωγραφίζουν πολλά άτομα σε μικρούς χώρους, στις αίθουσες - προκάτ, κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον. Υπάρχει έλλειψη θέρμανσης και καθαριότητας. Οσο για τα καινούρια κτίρια στη Θέρμη είναι απαράδεκτα από κατασκευαστικής πλευράς. Δεν έχουν νερό, ενώ, μέσα σ' ένα χρόνο έγινε καθίζηση του εδάφους, και τα κτίρια ράγισαν και πλημμύρισαν».
Ολα έχουν σχέση μεταξύ τους: η ταυρομαχία που συνεχίζεται, τα παιδιά της Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης, που περπατάνε πάνω στα κύματα μιας θάλασσας, όπου σχηματίζονται τα ποιήματα του Νερούντα, στέλνοντας σήμα ότι είμαστε ζωντανοί και συνεχίζουμε.
Ρήγας Φεραίος - Βελεστινλής |
Θ. Κολοκοτρώνης1
«Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής -έγραφε ο Μαρξ2- καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία (προτσές) της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή -πράγμα που αποτελεί μονάχα τη νομική γι' αυτό έκφραση- με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες έχουν κινηθεί ως τώρα. Από τις μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης».
Ελληνας έμπορος, 1780, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη |
Το κοινωνικό σύστημα του οθωμανικού κράτους ήταν φεουδαρχικό, όσο κι αν αστοί ιστορικοί θέλησαν νρτονίζοντας τις ιδιομορφίες του σε σχέση με το δυτικοευρωπαϊκό φεουδαρχισμό. Αν επομένως θέλουμε να εντοπίσουμε τις προϋποθέσεις γέννησης της κοινωνικής επανάστασης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία γενικά και ειδικότερα στον ελλαδικό χώρο, οφείλουμε να εξετάσουμε το πότε και πώς εμφανίζονται οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, το πότε και πώς γεννιέται η ελληνική αστική τάξη, που μας αφορά άμεσα, καθώς και τη χρονική περίοδο όπου οι νέες παραγωγικές δυνάμεις ασφυκτιούν στο πλαίσιο των παλιών παραγωγικών σχέσεων κι επιχειρούν να βγουν έξω από αυτό.
«Το 17ο και το 18ο αιώνα -γράφει ο Βούλγαρος ιστορικός Νικολάι Τοντόροφ3- ορισμένες αλλαγές σημειώνονται στην οικονομική ανάπτυξη των Βαλκανίων. Οι δύο αυτοί αιώνες χαρακτηρίζονται από σημαντική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα οι περιουσιακές και κοινωνικές ανισότητες του πληθυσμού μεγαλώνουν και περισσότερο κεφάλαιο σωρεύεται στα χέρια νέων εύπορων κοινωνικών στρωμάτων των υπόδουλων λαών - Ελλήνων, Εβραίων, Αρμενίων, Βουλγάρων, Σέρβων κ.ά.». Οι αλλαγές αυτές - πέραν των άλλων- έχουν την αιτία τους και στο γεγονός ότι εμφανίζονται τάσεις εξάπλωσης του ευρωπαϊκού κεφαλαιοκρατισμού, τα άμεσα αποτελέσματα της οποίας -όπως σημειώνει ο Σεραφείμ Μάξιμος4- τα βρίσκουμε κυρίως στους εξής τομείς της εσωτερικής οικονομικής ζωής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: «1) Στην ειδίκευση και εντατικοποίηση των κλάδων εκείνων της γεωργίας και της κτηνοτροφίας που τροφοδοτούσανε με πρώτες ύλες τις ευρωπαϊκές αγορές. 2) Στη μικρότερη μα ωστόσο αισθητή ανάπτυξη της τοπικής χειροτεχνίας και 3) Στη γενική ανάπτυξη του εξωτερικού και εσωτερικού εμπορίου».
Ναυτικός από την Υδρα. Εργο του L. Dypre |
Η πρώτη αστική τάξη που εμφανίζεται στα Βαλκάνια είναι η ελληνική, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου. «Ως ναυτικός και εμπορικός λαός, οι Ελληνες -γράφει ο Ν. Τοντόροφ6- έγιναν οι απαραίτητοι μεσάζοντες στο εμπόριο όλων τω ευρωπαϊκών κρατών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Ελληνες έμποροι εκτόπισαν γρήγορα τους Γάλλους στο εμπόριο της Ανατολής και κατόρθωσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των τριών τετάρτων του γαλλικού εμπορίου». Ο εκτοπισμός, βέβαια, των Γάλλων δε συνέβη τυχαία κι ούτε ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της εμπορικής ικανότητας των Ελλήνων. Στην πραγματοποίησή του βοήθησαν αποτελεσματικά οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις της εποχής, όπως αυτές εκδηλώνονταν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. «Η Αγγλία -γράφει ο Γ. Κορδάτος7- από φόβο μην τυχόν διαδοθούνε οι γαλλικές δημοκρατικές ιδέες στην Ανατολή, απέκλεισε τα λιμάνια της Μεσογείου με το στόλο της, καθώς και την επαναστατημένη Γαλλία». Την πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώνουν και της εποχής ιδιωτικές μαρτυρίες. «Τιμιότατε καπετάν κυρ... -διαβάζουμε σε επιστολή προερχόμενη από το αρχείο της Κοινότητας Υδρας8-... επειδή η εξουσία της Ιγγλετέρας διακηρύξασα τον πόλεμον ήδη εναντίον της Ρεπούμπλικας των Φραντσέζων και επομένως εμποδίζει όλα τα πραματευτάρικα καράβια (σ.σ. τα εμπορικά δηλαδή) οπού πηγαίνουν εις τα πόρτα (σ.σ. λιμάνια) και μέρη της Φρατζιάς... η Ιγγλετέρα... αν δεν έχουν πράγμα πραματευτάρικον φραντζέζικα μέσα δεν τα πειράζει καθόλου».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του σε ανάπαυση μετά τη μάχη στα Δερβενάκια |
Η εμφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γενικά και ειδικότερα στον ελλαδικό χώρο, ασφαλώς ήταν μέγιστη απειλή για τα θεμέλια του φεουδαρχικού καθεστώτος αλλά αυτό καθόλου δε σήμαινε ότι η κοινωνική επανάσταση θα εκδηλωνόταν αποκλειστικά σε εθνική βάση με τον ξεσηκωμό των υπόδουλων λαών. Θα μπορούσε να είναι μια κοινωνική επανάσταση με τη συμμετοχή όλων των αντιφεουδαρχικών στοιχείων είτε επρόκειτο για Τούρκους μουσουλμάνους είτε επρόκειτο για Ελληνες, Σέρβους, Βούλγαρους και άλλους χριστιανούς. Αυτό άλλωστε ήταν και το όραμα του Ρήγα. Γιατί όμως δεν πραγματοποιήθηκε;
«Το 18ο αιώνα -γράφει ο Ν. Τοντόροφ10- στη Δύση και στη Ρωσία διαμορφώθηκαν οριστικά ισχυρά εθνικά ή πολυεθνικά κράτη, όπου το κυρίαρχο έθνος χάραζε το δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αντίθετα οι φορείς των νέων καπιταλιστικών σχέσεων αναδείχτηκαν από τους κόλπους των υπόδουλων λαών. Ετσι στις δύσκολες συνθήκες μιας εχθρικής εξουσίας, οι λαοί αυτοί έπρεπε να περάσουν τα διάφορα στάδια της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, της περιουσιακής διαφοροποίησης, της βαθμιαίας συσσώρευσης κεφαλαίου, να γνωρίσουν τους κινδύνους που συνδέονταν με την ανάπτυξη αγορών και πανηγυριών, για να αναδείξουν επιτήδειους επιχειρηματίες και εμπόρους και να ανυψώσουν το επίπεδο της κοινωνικής και οικονομικής τους ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτό οι αντιφάσεις μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, όχι μόνο διαπλέκονταν με τις εθνοφυλετικές αντιφάσεις, αλλά και τους πρόσδιναν μοναδική οξύτητα». Επιπλέον «το χάσμα ανάμεσα στον οικονομικό ρόλο της αστικής τάξης και στην έλλειψη πολιτικών της δικαιωμάτων, καθώς και ανάμεσα στο πολιτιστικό της επίπεδο (καρπός των συνεχών επαφών της με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και των συστηματικών προσπαθειών της για ανάπτυξη λαϊκής εκπαίδευσης) και στην άγνοια των οθωμανικών κυβερνώντων, έκανε όλο και πιο δυσβάσταχτο τον εχθρικό ζυγό, που οι μέθοδοί του παρέμεναν αναλλοίωτοι από την εποχή της τούρκικης κατάκτησης».
Ο Κανάρης μετά το κατόρθωμα κατά του τουρκικού στόλου στη Χίο. Εργο του Von Hess |
1. Θ. Κολοκοτρώνη: «Ο λόγος στην Πνύκα - 13/11/1838», «Απαντα», εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ, τόμος Α', σελ. 210
2. Μαρξ - Ενγκελς: «Διαλεχτά έργα», τόμος Α', σελ. 424
3. Ν. Τοντόροφ: «Η βαλκανική πόλη 15ος - 19ος αιώνας», εκδόσεις «Θεμέλιο», τόμος β', σελ. 280-281
4. Σεραφείμ Μάξιμου: «Η Αυγή του Ελληνικού Καπιταλισμού», εκδόσεις «Στοχαστής», σελ. 18
5. Σ. Μάξιμου, στο ίδιο, σελ. 19
6. Ν. Τοντόροφ, στο ίδιο, σελ. 287
7. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός Αιώνας», τόμος IX, σελ. 281
8. Αρχείον Κοινότητος Υδρας, τόμος Β', σελ. 73 και Γ. Κορδάτου στο ίδιο
9. Ν. Σβορώνος: «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 52. Επίσης, περισσότερες πληροφορίες για το θέμα: Σ. Μάξιμου: «Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό κατά τον XVIII αιώνα», εκδόσεις «Στοχαστής»
10. Ν. Τοντόροφ, στο ίδιο, σελ. 283-284
11. Γ. Φίνλεϊ: «Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα», εκδόσεις «Τολίδη», σελ. 348-349.
Το εξώφυλλο του βιβλίου του Ρήγα «Φυσικής Απάνθισμα» (Βιέννη 1790) |
Χάρη στη διαφώτιση που πρόσφερε ο ελληνικός (ελληνόφωνος και αλλόφωνος) προεπαναστατικός Τύπος, με πρωτεργάτη τον Ρήγα Φεραίο, και τα ελληνικά βιβλία που εκδίδονταν - κυρίως σε τυπογραφεία της Βιέννης - την Επανάσταση του '21 προπαγάνδισαν και στήριξαν μεγάλοι φιλέλληνες πνευματικοί δημιουργοί. Μέγιστα παραδείγματα, ο Μπάυρον. Ο πνιγμένος στα 30 του χρόνια για χάρη της ελληνικής επανάστασης ποιητής και προδρομικός σοσιαλιστής Σέλλεϋ. Ο Μάγερ, ο Σανταρόζα και ο Νόρμαν. Ο Πούσκιν και οι διανοούμενοι Ρώσοι Δεκεμβριστές. Τη στήριξαν όμως και εθνικο-κοινωνικά κινήματα υπόδουλων - λ.χ. των γκαριμπαλντιστών Ιταλών, Ούγγρων, Πολωνών, Σέρβων, Μαυροβούνιων, κ.ά.
Ο απόηχος της εθνικοαπελευθερωτικής, αλλά και κοινωνικής επανάστασης, όπως τη χαρακτήρισε ο Κορδάτος, προς δυσφορία του μετεπαναστατικού πολιτικοκοινωνικού κατεστημένου και των ιστορικών του, που παρουσίαζαν το '21 απλώς και μόνον ως αντιοθωμανικό αγώνα για να κρύψουν την υπονόμευση και προδοσία τους ενάντια στα κοινωνικά οράματά του, συνεπήρε, απ' τα μικράτα τους, τους Μαρξ και Ενγκελς. Τα μαθητικά τετράδιά τους είναι γεμάτα από την Ελλάδα και την επανάσταση του λαού της. Δεκατριάχρονος ο Ενγκελς έγραφε ποιήματα για την Ελλάδα και δεκαεφτάχρονος (1837) το εμπνευσμένο από τους Ελληνες μπουρλοτιέρηδες διήγημα «Οι κουρσάροι». Ηρωάς του ένα 16χρονο Ελληνόπουλο, ο Αθηναίος Λέων Πάππος.
Το βιβλίο «Ιστορία της Αμερικής», σε μετάφραση του δημοτικιστή εκδότη Γεωργίου Βεντότη (Βιέννη 1793) |
Χάρη στον προεπαναστατικό Τύπο, ήχησαν στα αυτιά των υπόδουλων Ελλήνων ο «Θούριος» του Ρήγα (εκδόθηκε στη Βιέννη), υποτιτλιζόμενος ως «ορμητικός Πατριωτικός Υμνος πρώτος, εις τον ήχον "Μια προσταγή μεγάλη"»:
«Ως πότε παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,/ μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;/(...) Κάλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,/ παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!».
Χάρη στον προεπαναστατικό Τύπο, ήχησε και ο «Πατριωτικός Υμνος» του, με υπότιτλο «για την Ελλάδα και όλη τη Γραικία». Υμνος, που επίσης εκδόθηκε στη Βιέννη και που καθοδηγητικά πληροφορεί τους Ελληνες για τις άλλες επαναστάσεις: «Ολα τα έθνη πολεμούν/ και στους Τυράννους τους ορμούν,/ εκδίκησιν γυρεύουν/ και τους εξολοθρεύουν/(...) Κ' εκείνα που αποκοτούν,/ ό,τι κι αν θέλουν αποκτούν,/ διέτε την Ιταλίαν,/ πώς πήρ' ελευθερίαν/ (...) Ετζι κ' εμείς, ω αδελφοί,/ να σηκωθούμεν με ορμή,/ εκδίκησιν ζητούντες,/ Τυράννους απολούντες,/ για την Ελευθερίαν/ με χαρά, μπρε παιδιά!/ (...)Τα παλληκάρια τα καλά/ ποτέ δε στέκουν σφαλιστά./ Αλλά με την ανδρείαν/ τινάζουν Τυραννίαν/ και ζουν μ' Ελευθερίαν (...)».
Το πρώτο φύλλο της «Εφημερίδος» (Βιέννη 31/12/1790) |
Πέντε αιώνες «ζωής» μετρά η Ελληνική Τυπογραφία. Η «γέννηση» και ανάπτυξή της ταυτίζεται με τη Βενετία. Η κορύφωσή της, όμως, ταυτίζεται με τη Βιέννη, όπου «γεννήθηκε» και ο ελληνικός Τύπος (και ο επαναστατικός), ο οποίος μετρά φέτος τα 310 χρόνια του.
Ο Γεώργιος Βεντότης, Ζακύνθιος λόγιος, εκδότης και τυπογράφος στη Βιέννη, στενός συνεργάτης του Ρήγα, το 1784, πήρε την έγκριση των αυστριακών αρχών να εκδώσει την πρώτη ελληνική εφημερίδα. Ενα μικρό, εβδομαδιαίο φύλλο, που κυκλοφόρησε δύο περίπου μήνες, «σε νεοελληνική γλώσσα», «επήγαινε σε τούρκικες επαρχίες» και απαγορεύθηκε από το Διβάνι ως «πολύ επικίνδυνη επιχείρηση». Γι' αυτό και δε διασώθηκε κανένα αντίτυπό του. Το 1788 ο έμπορος Δημήτριος Θεοχάρης ζητά άδεια για έκδοση εφημερίδας. Η αυστριακή διοίκηση αρνείται. Του τη δίνει τον επόμενο χρόνο, αλλά η εφημερίδα του μάλλον δεν κυκλοφόρησε. Το 1789 απορρίπτεται και το αίτημα των - καταγόμενων από τη Σιάτιστα - τυπογράφων, αδελφών Μαρκίδων Πούλιου. Εκείνοι επιμένουν και επιτυγχάνουν τον Οκτώβριο του 1790 το εγχείρημά τους.
Το κόσμημα του τίτλου της «Χάρτας της Ελλάδος» του Ρήγα |
Μετά την επιτυχία της «Εφημερίδος» των αδελφών Πούλιου, δημιουργούνται και άλλα τυπογραφεία (αμιγώς ελληνικά ή αυστριακά και ελληνο-αυστριακά), τα οποία εκδίδουν ελληνικά βιβλία, ελληνικές εφημερίδες, ελληνικά περιοδικά και άλλα έντυπα, τα οποία μεταφέρουν Ελληνες έμποροι, διανοούμενοι και προπαγανδιστές της Επανάστασης σ' όλη την αυστροουγγρική αυτοκρατορία, στην οθωμανική επικράτεια, στη Γαλλία, στην Ιταλία, σε άλλα ευρωπαϊκά βασίλεια, στις Παραδουνάβιες Επαρχίες και στη Ρωσία.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε λαϊκή απελευθερωτική και κοινωνική επανάσταση σημαίνει πάλη των τάξεων, των ιδεών και συμφερόντων τους. Επομένως, όπως όλες οι επαναστάσεις, έτσι και η Επανάσταση του ελληνικού λαού δεν είχε μόνο φίλους, αλλά κι εχθρούς. Φανερούς και κρυφούς και στον εκδοτικό τομέα.
Εξώφυλλο του περιοδικού «Λόγιος Ερμής» (Βιέννη 1817) |
Ο Χαλλ σταματά τη συνεργασία με τον Πώποβιτς και συνεργάζεται με τον Δημήτριο Αλεξανδρίδη (παλιά αίτηση του οποίου για έκδοση εφημερίδας είχε απορριφθεί) για την έκδοση της νέας, καθημερινής εφημερίδας, της μακροβιότερης (1812-1836) ελληνικής, με τίτλο «Ελληνικός Τηλέγραφος», ή «Περιοδική Εφημερίς Πολιτική, Φιλολογική τε και Εμπορική». Και ο «Ελληνικός Τηλέγραφος», κρυφίως, το ρόλο της άρχουσας τάξης έπαιξε. Ηταν η μόνη ελληνική εφημερίδα, που προσεταιριζόμενη τις αυστριακές αρχές «δημοσίευσε αμέσως», χωρίς καταναγκασμό, όπως έγινε με τον «Λόγιο Ερμή» και την «Καλλιόπη», την ανθελληνική ενέργεια ενός άλλου «συνεταίρου» των τυράννων. Δημοσίευσε τον Αφορισμό του ορθόδοξου Πατριάρχη κατά των πρωτεργατών της ελληνικής εξέγερσης!
Η μελετήτρια παρουσιάζει και άλλα έντυπα, τα οποία αναφέρουμε εν συντομία: Το πρώτο φιλολογικό περιοδικό, το οποίο εξέδιδε στη Βιέννη (1811-1820) Θεόκλητος Φαρμακίδης, με τίτλο «Ερμής ο Λόγιος, ή Φιλολογικαί Αγγελίαι», με επικεφαλής τον «πατέρα» του Δημοτικισμού Κοραή και πρωτεργάτες τον Ανθιμο Γαζή, τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη και άλλους φωτισμένους διανοητές, υπήρξε «κέντρο» προαγωγής και διάδοσης της ελληνικής παιδείας.
Η μαχητική εφημερίδα «Μέλισσα» (Παρίσι, 1819) |
Την ελληνική εκδοτική προσπάθεια στη Βιέννη, επεκτείνει στο Παρίσι ο Κερκυραίος Σ. Κονδός, φανατικός οπαδός του Διαφωτισμού και του Κοραή, εκδίδοντας τη «Μέλισσα» (1819-1821). Ενα «γενναίο, μαχητικό φύλλο», που έβρισκε μεγάλη ανταπόκριση, αλλά πολεμήθηκε σκληρά από την ελληνική και ξένη αντίδραση. Ο λόγος; Δημοσίευε «άρθρα και κείμενα προωθημένης, προοδευτικής ιδεολογίας και εθνικών προβληματισμών».
Στο Παρίσι, ένα ακόμα αντίπαλος των ιδεών του Ελληνικού Διαφωτισμού και του Κοραή, ο καθαρευουσιάνος Παναγιώτης Ιωαννίδης, κυκλοφορεί δύο συντηρητικά έντυπα, που δικαιολογημένα δε βρήκαν ανταπόκριση. Στις 28/2/1819 εκδίδει την «Αθηνά» ή «Εφημερίς περιοδική, φιλολογική, επιστημονική και εμπορική», παρακαλώντας τους «προσφιλείς ομογενείς να συνεργήσωσιν έργω και λόγω εις την εν Ελλάδι διαμονήν της "Αθηνάς"» και τους «πατριάρχας, γαληνοτάτους ηγεμόνας, τους αγαθοεργούς εμπόρους, να γενώσι προστάται και αντιλήπτορες του έργου» της «Αθηνάς». Τα φλογισμένα όνειρα των Ελλήνων του Παρισιού γύρισαν την πλάτη στην «Αθηνά», που έκλεισε στις 15 Μαΐου. Ο Ιωαννίδης τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου εκδίδει - σημειώνοντας πρωτοφανή αποτυχία - το πρώτο, και μοναδικό, φύλλο του επίσης συντηρητικού και καθαρευουσιάνικου περιοδικού «Μουσείου».
Να σημειώσουμε τέλος ότι στις 15/4/1819 στο «Λόγιο Ερμή» αναγγέλλεται η προσεχής έκδοση στο Λονδίνο, από τον Τζον Μάρεϋ, ενός ελληνικού φύλλου με τίτλο «Ιρις» ή «Τα Νυν Ελληνικά», το οποίο σχεδιάστηκε, αλλά τελικώς δεν κυκλοφόρησε.
Οι γνώσεις μας για τη γέννηση, ανάπτυξη και τα επιτεύγματα της ελληνικής τυπογραφίας στη Βενετία, στη Βιέννη και σε άλλα πνευματικά κέντρα του ελληνισμού στην Ευρώπη χρωστούν πολλά στο μελετητικό και συλλεκτικό πάθος του Κ. Σπ. Στάικου. Η σπουδαία και εκτενέστατη εργασία του «Τα τυπωμένα στη Βιέννη ελληνικά βιβλία (1749-1800)» (427 σελ.), εμπλουτισμένη με εικονογράφηση, παράρτημα με πίνακες των ελληνικών βιβλίων που εκδόθηκαν στη Βιέννη και των συντελεστών τους (συγγραφέα, μεταφραστή, εκδότη, χρηματοδότη, κλπ.) και ευρετήριο ονομάτων, παρουσιάζει 151 ελληνικά βιβλία που εκδόθηκαν αυτό το διάστημα στη Βιέννη. Δεν περιορίζεται όμως σε μια απλή παρουσίαση των βιβλίων. Παρέχει πολύπλευρα, λεπτομερέστατα, πολυτιμότατα για τη διεξαγωγή επιμέρους μελετών, στοιχεία: Για το περιεχόμενο κάθε βιβλίου, τους συγγραφείς, τους εκδότες, τους συνεργάτες τους (βιογραφικά σημειώματα, έργα, βιβλιογραφία, επαγγελματικά -επιχειρηματικά στοιχεία) κλπ., για τα τυπογραφεία και τα τεχνικά τους μέσα, τη σχετική αυστριακή νομοθεσία και οικονομική πολιτική και τη δράση κάθε παρουσιαζόμενου προσώπου.
Ο Κ. Στάικος στην εισαγωγή του χωρίζει σε τρεις περιόδους την εξέλιξη της ελληνικής τυπογραφίας στη Βιέννη. Η πρώτη αρχίζει από τα μέσα του 18ου αιώνα και φθάνει ως το 1782. Η δεύτερη από το 1782 ως το 1798. Η τρίτη από το 1798 έως την έναρξη της Επανάστασης. Με την πρώτη περίοδο συνδέονται τα ονόματα των πρώτων Βιεννέζων τυπουργών, Θωμά Τράτνερ, Ιωάννη Καλιβόδα, Αντωνίου Σουλτζ, Ιωσήφ Κουρτσβέκ, των Θωμά Δημητρίου, Μιχαήλ Παπαγεωργίου και άλλων ανωνύμων Ελλήνων λογίων, «που μοχθούσαν για την εδραίωση του ελληνικού βιβλίου» στη Βιέννη. Στη δεύτερη περίοδο πρωτοποριακό ρόλο, «ορόσημο στην ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας της Βιέννης», παίζει ο λόγιος τυπογράφος και επιμελητής βιβλίων Γεώργιος Βεντότης (εκδότης και της «Εφημερίδος» και βιβλίων του Ρήγα). Αλλα μεγάλα ονόματα είναι ο Αυστριακός νομοδιδάσκαλος και τυπογράφος Ιωσήφ Βαουμάιστερ, οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου, ο Πολυζώης Λαμπανιτζιώτης κ.ά.
«Η τρίτη περίοδος θα αρχίσει μέσα στο αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε με τον απαγχονισμό του Ρήγα και των συντρόφων του. Την περίοδο αυτή, καθώς έλειψε ο πρωτεργάτης της Επανάστασης και ο λογοκριτικός έλεγχος των αυστριακών αρχών, εκλείπει η δημιουργική και επαναστατική πνοή των δύο προηγούμενων δεκαετιών, ενώ τα πιεστήρια ελληνικών βιβλίων περιέρχονται στους κληρονόμους των Ελλήνων και Βιεννέζων πρωτεργατών.
Στα 151 βιβλία που παρουσιάζει η μελέτη περιλαμβάνονται, εκτός από τα εκδομένα στη Βιέννη έργα και μεταφράσεις του Ρήγα, έργα αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών, ιστορικά, περί Φιλοσοφίας, Ηθικής και Λογικής, φιλολογικά, μυθολογικά, γλωσσολογικά, αλφαβητάρια, βιβλία για τη Γραμματική, τα Μαθηματικά. Για τη Γεωγραφία, τη Φυσική, την Ιατρική, Διαιτητική, την Αρχαιολογία και άλλες επιστήμες. Λεξικά της ελληνικής και άλλων γλωσσών, αποφθέγματα φιλοσόφων, έργα ξένων διανοητών και ποιητών, πεζογραφίας και ποίησης. Εργα λυρικού θεάτρου και πρόζας. Εκκλησιαστικά, καλαντάρια, γεωγραφικοί χάρτες. Βιβλία για το εμπόριο και ποικίλα άλλα ενημερωτικά θέματα. Ο χώρος δεν επιτρέπει να παραθέσουμε όλα αυτά τα βιβλία - κειμήλια. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά τους τίτλους έργων και μεταφράσεων του πρωτομάρτυρα της Επανάστασης, Ρήγα Φεραίου, που φώτισαν το νου και φλόγισαν την καρδιά του σκλαβωμένου λαού: «Χάρτα της Ελλάδος» (έργο, έκδοση, χρηματοδότηση του Ρήγα), «Χάρτα της Βλαχίας» και «Χάρτα της Μολδαβίας» (εκδόσεις των Πούλιου), «Φυσικής Απάνθισμα», «Ο Ηθικούς Τρίπους», «Ο Στρατάρχης Κεβενχύλλερ» (και τα τρία εκδόσεις των Πούλιου), «Σχολείον των ντελικάτων εραστών» (μετάφραση, έκδοση του Ρήγα), καθώς και τα αποκαλούμενα «επαναστατικά» έργα του, που εκδόθηκαν το 1797: Η επαναστατική προκήρυξή του με τίτλο «Νέα Πολιτική Διοίκησις», «Τα Δίκαια του Ανθρώπου», «Το Σύνταγμα», «Ο Θούριος» και «Υμνος Πατριωτικός».
Εάν ο Ρήγας δεν προδιδόταν από ξεπουλημένο στο οθωμανικό καθεστώς Ελληνα μεγαλέμπορο, εάν κατόρθωνε να φθάσει, μαζί με το κιβώτιο με τα επαναστατικά έργα του, στην Ελλάδα για να αρχίσει τον ένοπλο αγώνα και να τον φλογίσει με τα κοινωνικά του οράματα, ίσως η «τύχη» της Επανάστασης, της Ελλάδας και γενικά των Βαλκανίων να ήταν άλλη. Τέτοια, που να αποτρέπει τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τις τραγωδίες που ακολούθησαν στα τέλη του 19ου, στις αρχές του 20ού αιώνα και ξανασχεδιάστηκαν στα τέλη του από τη ΝΑΤΟική τάξη πραγμάτων για να κλιμακωθούν στον 21ο αιώνα.
Η νεοταξική τυραννία πάνω από τα Βαλκάνια και τον κόσμο όλο, καθιστά το - ούτως ή άλλως αθάνατο - επαναστατικό έργο του προσοσιαλιστή, του πρωτοκομμουνιστή, του πρωτοπόρου διεθνιστή Ρήγα, εξόχως επίκαιρο και οικουμενικό. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά «σπαράγματά» του:
Από «Τα Δίκαια του Ανθρώπου»: «Τα Φυσικά Δίκαια είναι: Πρώτον, το να είμεθα όλοι ίσοι και όχι ο ένας ανώτερος από τον άλλον. Δεύτερον, να είμεθα ελεύθεροι και όχι ο ένας σκλάβος του αλλουνού. Τρίτον, να είμεθα σίγουροι εις τη ζωήν μας, και κανένας να μην ημπορεί να μας την πάρη αδίκως και κατά τη φαντασίαν (...). Ολοι οι άνθρωποι, Χριστιανοί και Τούρκοι, κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι. (...) Ολοι, χωρίς εξαίρεσιν, έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα. Η Πατρίς έχει να καταστήση σχολεία εις όλα τα χωρία διά τα αρσενικά και θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή, με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη. (...) Η Αυτοκρατορία (σ.σ. εννοεί η αυτεξουσιότητα, η κυριαρχία του λαού) είναι θεμελιωμένη εις τον λαόν. Αυτή είναι μία, αδιαίρετος, απροσδιόριστος και αναφαίρετος. Ηγουν ο λαός μόνον ημπορεί να προστάζη και όχι ένα μέρος ανθρώπων ή μία πόλις(...) Κάθε άνθρωπος, όπου ήθελεν αρπάσει την αυτοκρατορίαν και την εξουσίαν του έθνους, ευθύς να φυλακώνεται από τους ελεύθερους άνδρας, να κρίνεται, και κατά τον νόμον να παιδεύεται(...)».
Από «Το Σύνταγμα»: «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, άλλο είδος γενεάς. Αυτός ο λαός μόνος του ονοματίζει τους απεσταλμένους του προς το κοινόν συμβούλιον του έθνους. Αυτός δίδει την άδειαν της εκλογής εις τους αναμεταξύ του διαλεκτάς, να διαλέξουν τους δημοσίους νομοκράτορας, τους εγκληματικούς κριτάς και τους λοιπούς αξιωματικούς. Αυτός ο λαός βουλεύεται, αν είναι οι διωρισμένοι νόμοι καλοί διά την ευδαιμονίαν του. Και ει μεν είναι καλοί, τους φυλάττει, ει δε και έχει λόγον να αντειπή, προβάλλει εις τη Διοίκησιν το τι τον πειράζει (...) Ο Ελληνικός Λαός είναι φίλος και φυσικός σύμμαχος με τα ελεύθερα έθνη. Οι Ελληνες δεν ανακατώνονται εις τη διοίκησιν των άλλων εθνών, αλλ' ούτε είναι εις αυτούς δυνατόν να ανακατωθούν άλλα εις την εδικήν των(...)».