«...εκείνο που έγινε το Δεκέμβριο ήτανε μια ελεεινή σκευωρία των δυνάμεων της φασιστικής και δοσιλογικής Ελλάδας, που μαζί με τα όπλα του Τσόρτσιλ επιζητούσε να αποκεφαλίσουνε την Ελλάδα της ηρωικής Αντίστασης. Να της αφαιρέσουνε το γέρας, να θάψουνε τα δικαιώματα και τα κατορθώματά της. Στην ελεεινή αυτή συνωμοσία ο λαός απήντησε με ένοπλη άμυνα. Αυτός είναι ο Δεκέμβριος!» (Νικηφόρος Βρεττάκος).
Ούτε ένας ούτε δυο. Δεκάδες άνθρωποι των γραμμάτων και του πολιτισμού πήραν μέρος στη μάχη απ' το δικό τους μετερίζι. Εκαναν πράξη τη διαπίστωση ότι η καλλιτεχνική δημιουργία, για να μπορεί να είναι σε επαφή με την εποχή και τους ανθρώπους της, θα πρέπει να αναπαράγει τους κοινωνικούς της τύπους. Και αναζήτησαν αυτούς τους τύπους ανάμεσα στους χιλιάδες αντάρτες και μαχητές του ΔΣΕ, ανάμεσα στους διακόσιους της Καισαριανής, σε αγωνιστές επώνυμους και ανώνυμους, σ' ολόκληρο τον ελληνικό λαό.
Σ' αυτούς τους ανθρώπους με το αγωνιστικό φρόνημα, είτε μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος είτε συνοδοιπόρους στους αγώνες μαζί του, που βρέθηκαν χωρίς δισταγμό στο μετερίζι κάθε πολεμικής, πνευματικής ή ιδεολογικής αναμέτρησης με τους δυνάστες του λαού, αναφέρεται το σημερινό μας αφιέρωμα στην επιρροή που άσκησε ο Δεκέμβρης του '44 στη λογοτεχνία. Το κείμενο έχει επιμεληθεί η Εύα Γιαννούκου, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας, και παρουσιάστηκε στην εκδήλωση που οργάνωσε η Αχτίδα ΑΕΙ - ΤΕΙ της ΚΟΘ του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη την Τρίτη 15 Δεκέμβρη του 2009.
Η επιρροή του Δεκέμβρη του 1944 στη λογοτεχνία
Το περιοδικό κυκλοφορεί για πρώτη φορά το Μάη του 1945 με την ονομασία Ελεύθερα Γράμματα - περιοδικό της ζωντανής σκέψηςκαι με πρωτοσέλιδο το άρθρο του διευθυντή Δημήτρη Φωτιάδη, με διακηρυκτικό χαρακτήρα, που δηλώνει τους στόχους και τη θέση του περιοδικού. Πρόκειται για ένα έντυπο με φιλολογικό χαρακτήρα που προβάλλει έντονα προβληματισμούς γύρω από την κρίσιμη πολιτική κατάσταση, τις επιπτώσεις της στα πνευματικά δρώμενα της χώρας και το ρόλο των λογοτεχνών, γενικότερα των ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών. Προβληματισμοί που είχαν τεθεί, άλλωστε, ήδη από το μεσοπόλεμο, κατά την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και την οργάνωση του αντιφασιστικού αγώνα. Το περιοδικό έχει σαν προσανατολισμό την ανάκαμψη της πνευματικής ζωής του τόπου, ανασυγκροτώντας την ομάδα συνεργατών που στήριζε το περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα στα χρόνια της Κατοχής, περιοδικό που περιστρεφόταν κυρίως γύρω από την ιδέα της εθνικής ακεραιότητας. Στον κύκλο των Ελεύθερων Γραμμάτων,όμως, συναντάμε ανθρώπους που πολιτικά και ιδεολογικά κινούνταν στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και που στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης ανταποκρίθηκαν μαζί με τις χιλιάδες λαού στο κάλεσμα του ΕΑΜ.
Η αλήθεια είναι ότι οι αναφορές στα σύγχρονα με την έκδοση του περιοδικού γεγονότα είναι συνήθως περιορισμένες και πολύ προσεκτικές, αν εξαιρέσουμε το διπλό αφιέρωμα του '45 στα Δεκεμβριανά. Η εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είναι κάτι πρωτοφανές για την Ευρώπη, πόσο μάλλον για την ίδια τη χώρα. Οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφτηκαν μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων κάθε άλλο παρά ειρήνη και απελευθέρωση σήμαιναν για τον ελληνικό λαό.
Για τους Ελληνες προοδευτικούς λογοτέχνες και διανοούμενους, το να καταπιαστούν με την ιστορική πραγματικότητα, ιδίως σε μια περίοδο που οι τάξεις των εκμεταλλευομένων και το ΚΚΕ βρίσκονταν στο προσκήνιο της Ιστορίας, ήταν μείζονος σημασίας. Είναι προφανές ότι αυτό ισχύει για τους συγγραφείς που δημοσιεύουν κείμενά τους στα Ελεύθερα Γράμματα, αλλά και σε άλλα περιοδικά που κινούνται στο χώρο της Αριστεράς, όπως για παράδειγμα η Νέα Ζωή.Και τα δύο περιοδικά αφιερώνουν σημαντικό χώρο από τα τεύχη του '45 και '46 για να αναφερθούν στη λογοτεχνία που προέκυψε από τη μάχη του Δεκέμβρη, στη λογοτεχνία που γεννήθηκε κυριολεκτικά στα οδοφράγματα και μέσα από τις στάχτες της Αθήνας. Αν και ο μεγαλύτερος όγκος πεζών και ποιητικών κειμένων με θέμα το Δεκέμβρη του '44 απαντάται στα επετειακά φύλλα, τα πρώτα δείγματα εμφανίζονται ήδη από το Μάιο του '45 στο περιοδικό Νέα Ζωή, το οποίο δημοσιεύει το ποίημα του Γάλλου κομμουνιστή ποιητή Paul Eluard «Αθήνα», γραμμένο κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα, στις 9 Δεκεμβρίου του '44. Το ποίημα του Eluard, μεταφρασμένο στα ελληνικά και προσαρμοσμένο «σε δημώδη νεοελληνικό δεκαπεντασύλλαβο» από τον Πέτρο Πικρό, αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα για το πώς λειτουργεί η ποίηση, όταν πραγματεύεται τόσο μεγάλα ζητήματα, τόσο σκληρές μα ταυτόχρονα τόσο φωτεινές στιγμές της ιστορίας των ανθρώπων.
Η Μέλπω Αξιώτη, μαχητική αγωνίστρια του πνεύματος αλλά και της δράσης στα χρόνια της εθνικής αντίστασης, μέλος του ΚΚΕ από το 1936 και μέχρι το τέλος της ζωής της, είναι από τους λογοτέχνες που με το έργο τους παίρνουν άμεσα θέση σε σχέση με τα γεγονότα του Δεκέμβρη. Αλλωστε, καθ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής, πέρα από τους κύκλους της Αριστεράς, σχετιζόταν και με διανοούμενους όπως ο Σεφέρης, ο Εγγονόπουλος, ο Θεοτοκάς κ.ά. το γεγονός αυτό πιθανόν ενίσχυσε και τους προβληματισμούς της γύρω από τον κοινωνικό ρόλο του λογοτέχνη και της τέχνης, οι οποίοι εκφράστηκαν πιο συγκροτημένα στα κείμενα που εκφώνησε ή δημοσίευσε κατά την παραμονή της ως αυτοεξόριστη στο Παρίσι. Στο Παρίσι, η Αξιώτη σχετίζεται με τον κύκλο των κομμουνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων οι Eluard και Aragon, με αποτέλεσμα οι απόψεις της πάνω στα ζητήματα της τέχνης να διασταυρώνονται με την πείρα που είχαν αποκομίσει οι ίδιοι από τα ρεύματα και τις τάσεις στη γαλλική λογοτεχνία κατά την περίοδο αυτή. Τα κριτικά και θεωρητικά κείμενα της Αξιώτη μοιάζουν να είναι η φυσική συνέχεια των χρονικών και των διηγημάτων που δημοσίευσε στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, και έχουν μια ξεχωριστή σημασία γι' αυτό ως η ραχοκοκαλιά, πάνω στην οποία στήθηκε ο λόγος της για τα Δεκεμβριανά.
Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του λογοτέχνη, του πνευματικού ανθρώπου και του έργου, είναι ξεκάθαρο για την Αξιώτη και αποκρυσταλλώνεται και στο έργο της τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Πιστεύει ότι όσοι ξένοι στρατοί κι αν εισβάλουν «η Αθήνα δεν απομονώνεται με κανένα μολυβένιο συρματόπλεγμα, γιατί συρματοπλέγματα για τις ψυχές και τα μυαλά δεν υπάρχουν». Καταλαβαίνουμε πόση εμπιστοσύνη δείχνει στην ικανότητα της τέχνης που στρατεύεται στο πλάι των λαϊκών αγωνιστών να προσφέρει ηθικά και ιδεολογικά ερείσματα στην καθημερινή πάλη. Κάτι που το επισημαίνει και στο χρονικό της «Αθήνα 1941-1945», όπου εξυμνεί τη διπλή μάχη που έδιναν οι φοιτητές του Λόχου «Λόρδος Βύρων», μέσα στο Πανεπιστήμιο με τα βιβλία τους και έξω στους δρόμους της Αθήνας με τα όπλα. Η στράτευση της τέχνης στην πολιτική, όταν δηλαδή η πολιτική μπαίνει μέσα σε καλλιτεχνικά πλαίσια, είναι για την Αξιώτη ο καλύτερος τρόπος για να προχωρεί το μήνυμά της «από το ακουστικό τύμπανο του αναγνώστη μέσα στην ψυχή του». Από τη θέση αυτή και η ίδια προχωράει στη συγγραφή των χρονικών και των διηγημάτων της. Το βίωμα, στην πολιτική, ιδεολογική και ανθρώπινη υπόστασή του, γίνεται λόγος, γίνεται αφήγηση, γίνεται συναίσθημα και κατάθεση ψυχής, καθώς προσπαθεί να προσπεράσει τη μυθοπλασία και να αγγίξει στο μέγιστο βαθμό την αλήθεια, ακολουθώντας βήμα προς βήμα την πορεία των χιλιάδων επώνυμων και ανώνυμων ηρώων της. Είναι και η ίδια κομμάτι αυτού του πλήθους των ηρώων - μιλάει στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο.
Κλείνοντας θα ήταν καλό να επιστρέψουμε για λίγο εκεί από όπου ξεκινήσαμε: Στα αφιερώματα των περιοδικών για τη μάχη του Δεκέμβρη. Η αλήθεια είναι ότι δίνουν μια ισχυρή ώθηση στην πνευματική δραστηριότητα, που στα προηγούμενα χρόνια, τόσο στην Κατοχή όσο και στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, έκανε πολύ λίγα βήματα και αυτά σε αντιδραστική ή έστω σε «ουδέτερη» κατεύθυνση - αν μπορούμε να δεχτούμε ότι υπάρχει ουδέτερη στάση σε τέτοιες κοινωνικές συνθήκες. Πολύ περισσότερο, τα «Ελεύθερα Γράμματα», λόγω διαρκέστερης παρουσίας, ενθαρρύνουν τη συγγραφή νέων λογοτεχνικών κειμένων. Μέσα από τις ίδιες τις σελίδες του περιοδικού ζητούν συνεργάτες για τον εκδοτικό οίκο «Τα νέα βιβλία» (εκδοτικός οίκος που έπαιξε καίριο ρόλο στη μετεμφυλιακή ιδεολογική διαπάλη δίνοντας χώρο έκφρασης σε προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας και της διανόησης). Αλλωστε, προβληματισμοί πολιτικοί, ιδεολογικοί, κοινωνικοί εκφράζονται και μέσα από την αρθρογραφία στα περιοδικά αυτά, παράλληλα με τα φιλολογικά και λογοτεχνικά θέματα. Ακόμα κι αυτά τα περιοδικά όμως δεν μπορούν να ξεπεράσουν απόλυτα τις αιχμηρές πλευρές της επικαιρότητας. Στο αφιέρωμα που κάνουν τα «Ελεύθερα Γράμματα», τα άρθρα του Α. Πανσέληνου και του Μ. Αυγέρη παρουσιάζουν τα Δεκεμβριανά ως το αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των δυτικών δυνάμεων στη χώρα, και τη λαϊκή εξέγερση του '44 ως την «απαραίτητη συμπλήρωση του 1821». Ο Πανσέληνος λέει ότι «το 1944 γλίτωσε το 1821 από τους σφετεριστές του», διστάζει, όμως, να σχολιάσει με λεπτομέρεια τις πολιτικές εξελίξεις όπως δίνονται από το χρονικό «33 μέρες». Τα πεζά που δημοσιεύονται ιστορούν το Δεκέμβρη μέσα από τα μάτια των ηρώων της. Μικρές προσωπικές ιστορίες συνθέτουν σε ψηφιδωτό την εικόνα της μάχης. Το λένε κι οι τίτλοι: «Ο Μαθιός» (Λ. Νεγρεπόντης), «Το ημερολόγιο ενός φοιτητή» (Λ. Γρηγορίου), «Ανάμνηση» (Μ. Αξιώτη). Οσο για την ποίηση, κρατάει ύφος υμνητικό, βγαλμένη λες από τις φωνές στα συλλαλητήρια του Δεκέμβρη. Σε τόνο διακηρυκτικό «Ο αιώνιος Δεκέμβρης» του Βρεττάκου:
Μιαν αστραπή δεμένη σε πανύψηλο κοντάρι. Πορευόμαστε
Μέσα στη σκοτεινιά του αιώνα μας. Εμείς
Είμαστε οι σπίθες της πιο αθώας της πιο βαθιάς της πιο μεγάλης επανάστασης»
«Υμνος στην Αθήνα του Δεκέμβρη», τιτλοφορείται το ποίημα του Πιερίδη. Ως ύμνος παρουσιάζεται και η «Αθήνα» του Eluard στο περιοδικό «Νέα Ζωή». Εν θερμώ και με τις μνήμες της μάχης ακόμα νωπές δε θα μπορούσαν να γραφτούν κείμενα που να αμφισβητούν την αυτοθυσία των λαϊκών αγωνιστών και το δίκιο του αγώνα τους. Είναι όλα τους έργα που κρατούν το ηθικό του λαού ψηλά, πουθενά στις λέξεις τους δεν υποψιάζεσαι την όποια ήττα. Η λογοτεχνία της ήττας εμφανίζεται στα μετεμφυλιακά χρόνια κυρίως, αφού έχουν επέλθει όλες εκείνες οι ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις που συσκοτίζουν τη διαύγεια με την οποία έβλεπαν τα γεγονότα οι συγγραφείς στα 1945 και '46. Οπως και στην ιστοριογραφία, έτσι και στη λογοτεχνία, η αναπαράσταση της αλήθειας αποτελεί ένα πρόβλημα ιδεολογικό και κατ' επέκταση και πολιτικό. Στη λογοτεχνία, μάλιστα, λίγο περισσότερο, καθώς το προσωπικό βίωμα συχνά υποσκελίζει τα γεγονότα και στην περίπτωση γεγονότων με τόσο σοβαρές επιπτώσεις στο συναισθηματικό κόσμο των εμπλεκομένων, χιλιάδες αλλοιώσεις.
Γεγονός, όμως, είναι ότι μεγάλος όγκος αξιόλογων λογοτεχνικών έργων προέκυψε από την πρωτοβουλία των περιοδικών αυτών να δημοσιεύσουν τέτοια κείμενα στις σελίδες τους και να τα προωθήσουν προς έκδοση.
«Αμα έκλεινα τον εαυτό μου σε ένα δωμάτιο στο Λονδίνο συνθέτοντας ένα δίχτυ από φανταστικές εικόνες - για το πώς 150 εκατομμύρια άνθρωποι πήγαιναν με το μαστίγιο στη δουλειά δέσμιοι των συμμοριών του κομμουνισμού, κλπ. - θα γινόμουν πιστευτός χωρίς δυσκολία, ενώ θα έβρισκα τα λεγόμενά μου να αναπαράγονται, με μνεία, κάθε φορά που το θέμα Ρωσία θα ήταν στην επικαιρότητα.
Αμα, ωστόσο, παρέθετα απλά γεγονότα από την ίδια την Encyclopedia Britannica - για το πώς η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε στο μισό τα τελευταία δέκα χρόνια στη Ρωσία - θα με κατηγορούσαν ότι αντλώ τα στοιχεία μου από την μπολσεβίκικη προπαγάνδα, ή ότι πληρώνομαι από την ίδια τη σοβιετική κυβέρνηση»i.
Και πρώτα απ' όλα των νεότερων γενεών, οι οποίες δεν έχουν ζώσα μνήμη του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, της κολοσσιαίας προσφοράς του στην ανθρωπότητα, στους αγώνες των εργαζομένων απανταχού της Γης για δικαιώματα και ελευθερίες, στην πάλη των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών κινημάτων ενάντια στον ιμπεριαλιστικό ζυγό, στις επεμβάσεις, στους πολέμους. Των γενεών εκείνων, δηλαδή, που παρότι μεγάλωσαν και διαπαιδαγωγήθηκαν σε συνθήκες αντεπανάστασης και οπισθοχώρησης του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καλούνται σήμερα - εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης - να οργανώσουν την άμυνα και αντεπίθεσή τους.
Εκεί στοχεύουν οι διάφορες «αναλύσεις», όπως, π.χ., του κ. Βλ. Αγτζίδη στην εφημερίδα «Εύξεινος Πόντος» (τεύχος Οκτώβρη 2009), όπου για ακόμη μια φορά «καταγγέλλονται» τα «εγκλήματα του σταλινισμού» κατά του σοβιετικού ελληνισμού. Στο άρθρο αυτό (στο οποίο μπορεί να μην προσφέρονται πηγές, ωστόσο γίνονται 24 αναφορές στις λέξεις Στάλιν και σταλινισμός) ο συγγραφέας επαναλαμβάνει τα γνωστά περί «σταλινικής τρομοκρατίας», η οποία δήθεν έπεσε αναίτια και βαριά πάνω στο σοβιετικό ελληνισμό τη δεκαετία του 1930. Μιλάει για «πολιτιστική γενοκτονία» και «φυσική εξόντωση», ιδία των κομμουνιστών Ελλήνων, για απότομο και βάναυσο τέρμα στην έως τότε ανθούσα πορεία των ελληνικών κοινοτήτων στην ΕΣΣΔ, λόγω του ότι ο «σταλινισμός» έκρινε - παράλογα και συλλήβδην - όλες τις μικρές μειονότητες ως «εν δυνάμει ύποπτες».
Παρ' όλα αυτά, όπως ο ίδιος τονίζει στη συνέχεια, οι Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης μετείχαν ολόπλευρα και ολόψυχα στον αντιφασιστικό αγώνα, υπογραμμίζοντας μάλιστα πως δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί στις γραμμές τους (στη λογική ότι οι Ελληνες της ΕΣΣΔ δεν έφταιξαν ποτέ και σε τίποτε, επομένως οι όποιες διώξεις σε βάρος τους υπήρξαν διαχρονικά παντελώς αδικαιολόγητες, άρα έγιναν με κριτήρια «εθνικά»). Τέλος, εγκαλεί το ΚΚΕ για τις εκτιμήσεις που έκανε στο 18ο Συνέδριο για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, αναπαράγοντας την «κλασσική» πλέον επιχειρηματολογία περί «σταλινικής στροφής», που είχε ως αποτέλεσμα μια «εκ νέου εξόντωση - ηθική αυτή τη φορά - των αθώων θυμάτων της σταλινικής τρομοκρατίας».
Τι και αν τα αρχειακά δεδομένα της ΕΣΣΔ σχετικά με τις διώξεις είναι γνωστά από το 1993 κιόλας (δημοσιευμένα μεταξύ άλλων στα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά «American Historical Review» και «L'Historie» του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας («σταλινικός» δάκτυλος προφανώς και εκεί...); Τι και αν αυτά αποδομούν απ' τα θεμέλιά τους τις διάφορες θεωρίες περί εθνοκαθάρσεων στην ΕΣΣΔ, αποδεικνύοντας πως οι «ισχυρισμοί ότι ο τρόμος έπεσε με ιδιαίτερο βάρος στις μη ρωσικές εθνικότητες δεν προκύπτει από τα δεδομένα των εγκλείστων κατά την δεκαετία του 1930. Ο συνήθης ισχυρισμός ότι οι περισσότεροι εκ των κρατουμένων ήταν "πολιτικοί" επίσης φαίνεται αναληθής. Από την άλλη μεριά, τα νέα στοιχεία υποστηρίζουν την άποψη, στην οποία κατέληξαν και άλλες στατιστικές έρευνες και μελέτες άλλων τύπων, πως οι διώξεις στόχευαν στη σοβιετική ελίτ». Επηρέασαν δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα δε για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα δείχνουν πως «ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938»ii.
Ολα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους σύγχρονους σταλινολόγους! Σάμπως εξετάζουν τα βαθύτερα αίτια, τις διεργασίες ή το ιστορικό πλαίσιο που καθόρισε τη μορφή, το περιεχόμενο και πάνω απ' όλα την αναγκαιότητα λήψης τέτοιων δραστικών μέτρων από τις σοβιετικές αρχές τη δεδομένη περίοδο (πέρα από τα όποια λάθη, υπερβολές και καταχρήσεις που έγιναν και κανείς δεν το αρνείται;); Οχι, ούτε αυτά τους ενδιαφέρουν.
Ενας εξ αυτών, ο Λάζαρος Μέλικοφ από την Τσάλκα της Γεωργίας, έγραψε από το μέτωπο μια επιστολή στον φίλο του Χαράλαμπο Καρίμποφ, η οποία έκλεινε ως εξής: «Εγώ υπερασπίζω τα σύνορα από τους φασίστες εχθρούς. Για τα σοβιετικά σύνορα δίνω και τη ζωή μου». Ηταν μέλος της Κομσομόλ της διμοιρίας (περίεργο: υποτίθεται πως οι Ελληνες κομμουνιστές είχαν ήδη εξοντωθεί από τους «σταλινικούς») και όπως χιλιάδες άλλοι Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης ρίχτηκε με αυτοθυσία πλάι στους αλλοεθνείς συντρόφους του στην πρώτη γραμμή κατά του φασισμού. Επεσε μαχόμενος κατά την απελευθέρωση της Λευκορωσίας. Για τον ηρωισμό του τιμήθηκε με το μετάλλιο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1ης κατηγορίαςiii.
Πώς γίνεται κάποιος να δηλώνει έτοιμος να προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό ενός ανθρώπου, την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να υπερασπίσει ένα σύστημα, μια πατρίδα, που μέχρι πρότινος δήθεν τον καταδυνάστευε, τον τυραννούσε, του φερόταν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας και ούτω καθεξής; Πρόκειται για ένα πραγματικό «παράδοξο», ένα ακατανόητο παζλ για κάθε στοιχειωδώς καλοπροαίρετο άνθρωπο, που αναζητά με ειλικρίνεια και πέρα από προκατασκευασμένα στερεότυπα την αλήθεια. Ενα «παράδοξο» που μόνο στη λογική της σταλινολογίας μπορεί να «βγάζει» νόημα.
Υπήρχαν και Ελληνες που τάχθηκαν με την άλλη πλευρά, στο πλευρό των ναζί; Ναι, υπήρχαν. Προκαλεί πραγματική έκπληξη ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί μεταξύ των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Αφέλεια, άγνοια ή κάποιος ιδιότυπος εθνικισμός-φυλετισμός; Ο Δημήτριος Διαμαντίδης (μιας και ζητούνται συγκεκριμένα ονόματα), για παράδειγμα, που αναφέρεται στα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών ως συλληφθείς και καταδικασθείς για συμμετοχή στο «Ενωμένο Ρωσικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα» (ROND) τι ήταν; Ο Μπαρίς Μανέλοφ σημειώνει στη μαρτυρία του: «Ενας δικός μου φίλος από την δυτική Ουκρανία δήλωσε μάλιστα με υπερηφάνεια ότι μέχρι το 1956 κιόλας πολεμούσαν τον σοσιαλισμό για την ανεξαρτησία. Και εμείς οι Πόντιοι θυμώνουμε επειδή κάποιοι μας είπαν συνεργάτες των Γερμανών. Μάλιστα ορισμένοι επιμένουνε πως ανάμεσά μας δεν υπήρχε ούτε ένας που να υπήρξε συνεργάτης. Σε όλους τους λαούς υπήρχανε και τέτοιοι. Εμείς οι Πόντιοι δεν ήμασταν εξαίρεση». Και τέτοιες μαρτυρίες υπάρχουν πολλέςiv.
Τόσο οι διώξεις της περιόδου 1937-1939, όσο και οι μετεγκαταστάσεις ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού το 1944 και 1949 αφορούσαν μια μικρή μερίδα των Ελλήνων, ενώ πραγματοποιήθηκαν για πολύ διαφορετικούς λόγους από εκείνους που προβάλλονται συχνά από τους διάφορους σταλινολόγους. Λόγοι, οι οποίοι υπήρξαν σαφώς πιο σύνθετοι και πιο ουσιώδεις απ' ό,τι κατά κανόνα υπονοείται, περιορίζοντας τα πάντα σε κάποια μεταφυσική ανθελληνική εμμονή ή στην «τρομοκρατική φύση» του κομμουνισμού, κλπ. Κάθε περίοδος απαιτεί ειδική ανάλυση και εμβάθυνση. Το ίδιο και τα άλλα ζητήματα που τίθενται, όπως, π.χ., ο περιορισμός ή η κατάργηση πολλών εθνικών δομών (εθνικών περιοχών, σχολείων) τη δεκαετία του 1930: Θέματα τα οποία έχουμε παρουσιάσει με πληθώρα στοιχείων (αρχειακών, προφορικών και γραπτών πηγών) στο έργο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») και τα οποία, πέραν ενός γενικού και αόριστου αφορισμού με πάμπολλες αναφορές στον Στάλιν, κανείς δεν έχει βγει ως τα τώρα να διαψεύσει, να αντικρούσει ή να αμφισβητήσει, επιστημονικά και με συγκεκριμένα στοιχεία. Απλώς επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά τα ίδια «επιχειρήματα» στη λογική του «ρίξε ρίξε λάσπη, κάτι θα μείνει».
Μήπως η πρωτοφανής πολιτιστική ανάπτυξη του σοβιετικού ελληνισμού στο Μεσοπόλεμο (που τόσο σθεναρά προβάλλει και υπερασπίζεται ο κ. Αγτζίδης) δεν πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της ίδιας εξουσίας, που ήταν το 1930, το 1940 και το 1950; Μήπως το 1939 δεν ήταν πάνω από 1 στους 10 Ελληνες της ΕΣΣΔ κάτοχοι διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (την ίδια στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα, σχεδόν οι μισοί πρόσφυγες ήταν αναλφάβητοι και το 1/3 των εργαζομένων στη βιομηχανία της πρωτεύουσας ήταν παιδιά); Μήπως δεν υπήρξαν χιλιάδες διακρίσεις Σοβιετικών Ελλήνων στα πεδία των μαχών του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (με τουλάχιστον εννέα εξ αυτών να λαμβάνουν την ύψιστη τιμή του τίτλου του «Ηρωα της Σοβιετικής Ενωσης»); Μήπως δεν ήταν το ελληνικό χωριό Ντάγκβα της Αντζαρίας, όπου ως το 1950 είχαν απονεμηθεί συνολικά 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στη μάχη της παραγωγής κατά τη μεταπολεμική περίοδο;
Μήπως δεν ήταν το 1940 και το 1946 όταν ο επιφανής Σοβιετικός Ελληνας σκηνοθέτης Αλέξανδρος Σγουρίδης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ (μια ακόμη φορά προτάθηκε και προσωπικά από τον ίδιο τον Ι. Β. Στάλιν); Μήπως δεν ήταν το 1947 όταν ο διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας μουσικός Οδυσσέας Δημητριάδης ανέλαβε τη θέση του αρχιμαέστρου της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Τιφλίδας (θέση που διατήρησε μέχρι το 1952, δηλαδή 3 ολόκληρα χρόνια μετά την υποτιθέμενη «Γεωργιανοποίηση» της Γεωργίας); Μήπως δεν ήταν το 1937-1939 όταν ο επίσης διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας καλλιτέχνης Μιχαήλ Τσουλάκης διετέλεσε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ; Η το 1951-1952 όταν υπήρξε αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την Τέχνη του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ; Πότε έπαψαν οι Ελληνες να προσφέρουν και να διακρίνονται στη Σοβιετική Ενωση;
Ποιος σήμερα επιχειρεί να διαγράψει αυτή την αξιομνημόνευτη πορεία του σοβιετικού ελληνισμού χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, υπό το βάρος ενός τυφλού ή ενσυνείδητου αντικομμουνισμού, στο βωμό μιας νεο-ανακαλυφθείσας σταλινολογίας; Σίγουρα όχι εμείς. Οχι το ΚΚΕ.
Ακόμα και μεταξύ των Σοβιετικών εμιγκρέδων (στην πλειοψηφία τους αντεπαναστάτες ή συνεργάτες των ναζί), που κατέφυγαν στις ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και εν συνεχεία αξιοποιήθηκαν συστηματικά ως «μάρτυρες της σταλινικής τρομοκρατίας»v, οι καταθέσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξαν αποκαλυπτικές. Στην ερώτηση εάν «το σοβιετικό κράτος αντιμετώπιζε διαφορετικά τις διάφορες εθνότητες» και εάν «υπήρξαν εθνικές διώξεις (κατά το παράδειγμα των ναζί)», οι απαντήσεις υπήρξαν στο σύνολό τους κατηγορηματικά αρνητικές. Οι διαφορές μεταξύ των εθνών περιορίζονταν στο πεδίο της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας και ποικιλομορφίας, και όχι σε επίπεδο «πολιτικό ή αναφορικά με την ποιότητα ζωής». Πολλοί από τους ερωτηθέντες «συνέδεσαν άμεσα την απουσία μαζικών εθνικών προκαταλήψεων και συγκρούσεων με την επίσημη πολιτική που ακολουθούσε το κράτος»: «Οχι, αυτό ήταν αδύνατο», τόνισε ένας συγκεκριμένα, «όλοι πρέπει να αγαπάνε όλους στη Σοβιετική Ενωση». Ενώ ένας άλλος πρόσθεσε σχετικά πως «απαγορευόταν αυστηρά από το νόμο να προσβάλλει κανείς κάποιο μέλος οποιασδήποτε εθνικότητας, ανεξάρτητα από το αν ήταν Ρώσος, Ουκρανός, Λευκορώσος, ή οτιδήποτε άλλο». Η επιτυχία της σοβιετικής πολιτικής έναντι των εθνοτήτων επισημάνθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων: «Η ισότητα μεταξύ των εθνών πρέπει να θεωρηθεί ως ένα επίτευγμα του σοβιετικού συστήματος»vi.
Ισως γι' αυτό ο Jean-Marie Chauvier επισήμανε στη «Le Monde Diplomatique» (τεύχος Μάρτη 2004) τη διάχυτη νοσταλγία που επικρατεί σήμερα στην ΕΣΣΔ γύρω από το «πνεύμα φιλίας των παλιών πολυεθνικών σοβιετικών κοινοτήτων εργαζομένων και μεταναστών». Αναφέρει, τέλος - και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία - πως «οι αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απέτυχαν στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τα 70 χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ως έναν εφιάλτη», προσθέτοντας πως «οι πιέσεις που ασκήθηκαν ώστε να δημιουργηθεί μια τέτοια εικόνα δεν είναι πλέον αποτελεσματικές».
Βεβαίως, εκείνοι που έχουν σήμερα συμφέρον να διαστρεβλώσουν, να διαβάλουν και να χρεοκοπήσουν στη συνείδηση των λαών το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, δεν πρόκειται να καταθέσουν έτσι εύκολα τα όπλα. Σε μια εποχή όπου η κοινωνική αδικία, οι ταξικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις οξύνονται, προβάλλει ακόμα πιο επιτακτικά η «ανάγκη» για «προληπτικά κτυπήματα» κατά της σοσιαλιστικής εναλλακτικής. Γι' αυτό και ενώ διανύουμε μια περίοδο κυριολεκτικής άλωσης των δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων, στο συνταξιοδοτικό, στο ασφαλιστικό, στην Παιδεία, στην Υγεία και παντού, κάποιοι ξοδεύουν τόνους μελανιού ασχολούμενοι με ...τον Στάλιν και την ΕΣΣΔ. Η Ιστορία, ωστόσο, μπορεί να καταγράφεται από τους νικητές, γράφεται όμως από τους λαούς. Και αυτοί θα τους δώσουν την απάντηση που τους αξίζει...
Σημειώσεις
i Παρατίθεται στο Wainwright W (1949) «The Forced Labor Swindle» (London: Farleigh Press Ltd) σελ.14
ii Κρατικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας (GARF) και Κεντρικά Κρατικά Αρχεία της Οκτωβριανής Επανάστασης της ΕΣΣΔ (TsGAOR), όπως παρατίθενται και αναλύονται στο Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) «Victims of the Soviet Penal System in the Pre-War Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence», στο «American Historical Review», τόμος 98, τεύχος 4 Οκτώβρη, σελ.1028-1029 και 1043. Τα στοιχεία αυτά σχετικά με τους Ελληνες επιβεβαιώνονται και μέσα από τα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών.
iii Αθηναϊκός Κούριερ, 2-9 Ιούνη 2006, άρθρο Διογένη Μέλικοφ
iv Βλέπε Φάκελο 88.7 του 1947 (Ιστορικό & Διπλωματικό Αρχείο ΥΠΕΞ) καθώς και μαρτυρίες Μπαρίς Μανέλοφ και Τατιάνας Σιβηριάδη, Αθηναϊκός Κούριερ, (χ.η.) και 21-28 Ιούλη 2006, κ.ά.
v Βλέπε Πρακτικά της Αμερικανικής Γερουσίας (1948) και Loftus J (1982) «The Belarus Secret» (New York: A. Knopf) σελ.101-104
vi Ενδεικτικά: Συνεντεύξεις Α 13, 18, 20, 25, 46, 60, 91, 131, 145, 340, 342, 349, 380, 385, 393, 482, 528, 1053, από το Harvard Interview Project.