Ν.ΜΑΡΓΑΡΗΣ |
Η Μακρόνησος, το άγονο αυτό νησί των 15 τετραγωνικών χλμ. αναγορεύτηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με εισήγηση του ΓΕΣ προς το υπουργείο Στρατιωτικών στις 19/2/47. Η εισήγηση εγκρίθηκε στις 3/4/47 και οι πρώτοι σκαπανείς - αριστεροί στρατιώτες δίχως όπλα - έφτασαν στη Μακρόνησο στις 26/5/47. Η Μακρόνησος λειτούργησε ως το 1958 με τρόπο που να «ντρέπεται ο γήλιος ως διαβαίνει απ' το νησί, τόσο σκυφτούς ανθρώπους ν' αντικρίζει» και μετά, περίπου απόλυτη σιωπή...
ΛΕΠΙΔΗΣ |
Είναι δύσκολο να πει κανείς με ακρίβεια πόσοι πέρασαν απ' αυτό το κολαστήριο, πόσες δεκάδες χιλιάδες. Κι ακόμη πιο δύσκολο είναι να περιγράψει τα βασανιστήρια που υπέστησαν όσοι βρέθηκαν εκεί. Αναμφισβήτητα επρόκειτο για ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει απ' αυτά των Ναζί για τα οποία ακόμη τρέμει κανείς αναλογιζόμενος ότι υπήρξαν. Το πιο φρικιαστικό όμως είναι ότι οι Ναζί ουδέποτε ύμνησαν τα δικά τους στρατόπεδα συγκέντρωσης, το Νταχάου, το Αουσβιτς κλπ, σε αντίθεση με τους Ελληνες «μαθητές» τους που ύμνησαν τη Μακρόνησο κι όσα διαπράχθηκαν πάνω στο ξερό και άνυδρο χώμα της.
Πρόκειται για την αποθέωση της κτηνωδίας μιας αστικής τάξης, και του πολιτικού της κόσμου και του παλατιού, που πασχίζει να εδραιώσει το κράτος της στην Ελλάδα με ένα από τα πιο αντιδραστικά καθεστώτα εξουσίας στη μεταπολεμική περίοδο, στην πιο στενή συμμαχία με τους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές. Δημιούργημα όλων αυτών είναι το στρατόπεδο της Μακρονήσου. Το θεωρούν ένα πείραμα για τη συντριβή των κομμουνιστών και των ιδανικών τους. Ο εμφύλιος πόλεμος, οι εξορίες και οι φυλακές. Οι εκτελέσεις είναι μια ταξική αντιπαράθεση του τότε κατεστημένου και των Αγγλοαμερικάνων συμμάχων τους για να τσακίσουν τη λαϊκοεπαναστατική πάλη με τη συντριβή του ΚΚΕ. Πίστεψαν πως θα τα καταφέρουν. Μα οι Μακρονησιώτες τους διέψευσαν.
Μενέλαος Λουντέμης
Μ' αυτά τα λόγια μάς υποδέχτηκε ο Γιάννης Επιτρόπου, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ) στο Μουσείο της Μακρονήσου (Ασωμάτων 31, Θησείο), που εγκαινιάστηκε στις 25 του Ιούνη. Μετά από πολλές δυσκολίες και εμπόδια, το αίτημα δεκαετιών των Μακρονησιωτών για τη δημιουργία του Μουσείου εκπληρώθηκε. Σήμερα ο «Ρ» κάνει μια ξενάγηση στο Μουσείο της Μακρονήσου, στηρίζοντας την προσπάθεια να αποτελέσει κι αυτό έναν ζωντανό μάρτυρα της ιστορίας του τόπου, του λαϊκού κινήματος, που αποκρύπτεται ή αναθεωρείται.
ΣΥΛ. ΠΟΛ. ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ |
Ποιο ήταν το «έγκλημα» των αντρών και των γυναικών που εξορίστηκαν, βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν εν ψυχρώ στο Μακρονήσι; Οτι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για αντίσταση κατά των κατακτητών. Οτι δεν έσκυψαν το κεφάλι ούτε στους ντόπιους ούτε στους ξένους ιμπεριαλιστές. Και το μεγαλύτερο «έγκλημά» τους, που έκανε την αστική τάξη της εποχής να τρέμει, ήταν ότι οραματίστηκαν μια δίκαιη κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, όπου ο λαός θα κάνει κουμάντο μόνος του.
Σαν ύψιστο χρέος χαρακτηρίζει και την ανάγκη να μεταλαμπαδευτεί στη νέα γενιά ο ηρωικός μεγαλειώδης αγώνας που έδωσαν χιλιάδες άνθρωποι στη Μακρόνησο και ο οποίος διδάσκει αξιοπρέπεια και αταλάντευτη υπεράσπιση των υψηλότερων ιδανικών του ανθρώπου, όπως αυτά που πρέσβευε τότε το ΕΑΜ: Ελευθερία, ανεξαρτησία από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, λαϊκή εξουσία, λαϊκή κυριαρχία.
Κάθε τι κουβαλάει μια ιστορία. Το μεγαλείο ενός αγωνιζόμενου λαού. Η αξιοπρέπεια και τα υψηλά ιδανικά μιας γενιάς που ονειρεύτηκε να γίνει νοικοκύρης στον τόπο του: Η φωτογραφία του Γιώργου Σαμπατάκου, του φοιτητή που δολοφονήθηκε, όπως και τόσοι άλλοι, γιατί δεν υπέγραψε δήλωση. Η ηρωική μορφή Δημήτρης Τατάκης, αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού, ο οποίος μετά από 33 μέρες ασταμάτητων βασανιστηρίων σωριάζεται νεκρός. Ανατριχιαστικά και τα συνθήματα που φώναζαν από τα μεγάφωνα προς τους κρατουμένους: «Τρελοί ή πεθαμένοι θα κάνετε δήλωση!».
Στις 29 Φλεβάρη και 1 Μάρτη του 1948, 350 κρατούμενοι - πάνω στο άνθος της ηλικίας τους - δολοφονούνται εν ψυχρώ. «Οι οπλοφόροι όρμησαν λυσσαλέα κατά των κρατουμένων. Τα όπλα βάλλανε εναντίον τους στο ψητό. Το αίμα έτρεχε άφθονο. Πολλοί νεκροί. Οι τραυματίες ούρλιαζαν αβοήθητοι».
Προκλητικό και το τηλεγράφημα του υπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου, απαντώντας στον Γάλλο διανοούμενο Φρανσουά Μοριάτ, ο οποίος εξέφραζε τις ανησυχίες του για τη μεταχείριση των εξορίστων πνευματικών ανθρώπων: «... τους συμπεριφέρονται με εξαιρετικό τρόπο, όπως και σε όλους που βρίσκονται σε αυτό το πρότυπο σχολείο για εθνική αναμόρφωση»!
Πρόκειται για μικρούς θησαυρούς που διασώθηκαν από το θανατηφόρο ετούτο νησί. Εργα, κάρτες, χαρακτικά του Μακρονησιώτη εικαστικού Γιώργου Φαρσακίδη. Εντυπωσιάζουν με την καλαισθησία τους και τη λεπτομέρειά τους. Μα πιο πολύ εντυπωσιάζει η διάθεση για δημιουργία και έκφραση, που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στους κρατούμενους. Στιχάκια, ποιήματα, χειροτεχνίες, όλα εμπνευσμένα από τη φρίκη και παρ' όλα αυτά να αναδύουν μια αισιοδοξία, μια ανθρωπιά και θέληση για ζωή.
Στις φωτογραφίες που εκτίθενται στο μουσείο, ξεχωρίζουν ανάμεσα σε άλλους και δεκάδες πνευματικοί άνθρωποι, διανοούμενοι και καλλιτέχνες που βρέθηκαν στο κολαστήριο, επειδή εμπνεύστηκαν από τα βάσανα και τους αγώνες του λαού και λόγω της ανυπόταχτης αντιιμπεριαλιστικής τους δράσης: Μάνος Κατράκης, Γιάννης Ρίτσος, Μενέλαος Λουντέμης, Τζαβαλάς Καρούσος, Ηλίας Βρεττάκος, Μίκης Θεοδωράκης, Γ. Ιμβριώτης κ.ά.
Μόλις πληροφορήσαμε τον Γ. Επιτρόπου ότι την ημέρα που θα δημοσιευτεί η παρουσίαση του Μουσείου της Μακρονήσου, χιλιάδες μέλη και φίλοι της ΚΝΕ θα βρίσκονται στο Λαύριο και θα πραγματοποιήσουν επίσκεψη στο Μακρονήσι, υπογράμμισε στον «Ρ»:
«Με το να πηγαίνουμε εμείς στη Μακρόνησο, εκπληρώνουμε ένα χρέος, ένα ιερό καθήκον για τους νεκρούς και τους επιζώντες, για όλους τους αγωνιστές που πέρασαν από εκεί. Αλλά αν αυτό δεν περάσει στη νέα γενιά, δε θα έχουμε κάνει αυτό που πρέπει. Αυτό είναι το θέμα. Να μάθουν με ποιο ηρωισμό σταθήκαμε όρθιοι και σε τι καταστάσεις μπορέσαμε και δε λυγίσαμε. Ηταν η πίστη στα ιδανικά του ΚΚΕ, του ΕΑΜ. Δε μας κράταγε τίποτε άλλο. Δεν ήταν μόνο η αξιοπρέπειά μας, ήταν οι ιδέες μας "αγκαλιασμένες" με την αξιοπρέπειά μας».
ΛΕΠΙΔΗΣ |
Εγκυκλοπαίδειες, βιβλία ιστορικά, φιλοσοφικά και λογοτεχνικά, με αυτά των Μακρονησιωτών λογοτεχνών, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Τάσος Λιβαδίτης, να ξεχωρίζουν.
«Υπόθεση δέκα ημερών». Αυτό είπε ο διοικητής της Μακρονήσου στον φύλακα που συνόδευσε στο Μακρονήσι τις γυναίκες από την εξορία στο Τρίκερι, θεωρώντας «παιχνιδάκι» να τις λυγίσουν. Τους διέψευσαν πανηγυρικά.
Ηταν νέες κοπέλες, κορίτσια ακόμα και 17 χρονών κάποια. Και όρθωσαν το ανάστημά τους σαν άντρες. Πολλές για πάνω από 4 χρόνια στις εξορίες, άρρωστες, πεινασμένες, φυματικές, με μωρά στην αγκαλιά τους. Και κοιτώντας τους βασανιστές στα μάτια τούς έλεγαν: «Θα μας αφήσετε ελεύθερες, χωρίς να υπογράψουμε καμιά δήλωση!», λέει στον «Ρ» η Νίτσα Γαβριηλίδη, γραμματέας της ΠΕΚΑΜ. Ποιες γυναίκες μεταφέρονταν για ...«σωφρονισμό» στη Μακρόνησο; «Οπωσδήποτε εκείνες που ήταν μέλη του ΕΑΜ. Επειτα, αρκούσε να πει ο γείτονας ότι ο τάδε διαβάζει "Ριζοσπάστη". ΄Η μια καταγγελία ή κάτι», συμπληρώνει.
ΛΕΠΙΔΗΣ |
Το Δεκέμβρη του '49 μετέφεραν από το Τρίκερι περίπου 1.200 εξόριστες. Η Μακρόνησος ήταν το τελευταίο «βάφτισμα», έπρεπε να περάσουν από την ...«αναμόρφωση» της Μακρονήσου για να τις γονατίσουν, να υπογράψουν τη δήλωση μετανοίας. Ηδη από το Τρίκερι είχαν ξεκινήσει τα καψώνια και ο εκφοβισμός. Τις πιο «ανθεκτικές» τις πήγαν στο Μακρονήσι.
«Οταν φτάσαμε στο Μακρονήσι, πιστεύαμε ότι επειδή είμαστε γυναίκες, θα είναι πιο επιεικείς. Η υποδοχή μάς έγινε με ξύλο για παραδειγματισμό. Μας κατέβασαν στο θέατρο για να μας πουν πως εδώ όποιος δεν κάνει δήλωση, πεθαίνει. Μας χώρισαν ανά 40 και μας χτυπούσαν. Και διάλεγαν πάντα τις πιο νέες και τις πιο όμορφες. Τα Χριστούγεννα του '49 ήταν τα πιο μαύρα Χριστούγεννα. Μας πήραν τα ράντζα, μας άφηναν να κοιμόμαστε στο χώμα, έξω χιόνιζε και μας παίρναν τα παλτά μας. Μας έλεγαν με αυτόν τον τρόπο: Είμαστε αποφασισμένοι να σας εξοντώσουμε», αφηγείται στον «Ρ» η Ν. Γαβριηλίδη.
ΛΕΠΙΔΗΣ |
Για να τις πιέσουν και να τις λυγίσουν, οι διοικητές διέταζαν κάποιες φορές: «Πάρτε τους τα παιδιά από τα χέρια! Αυτές δεν είναι άξιες να μεγαλώνουν Ελληνόπουλα». Και τα παίρναν και τα δίναν σε όσες είχαν υπογράψει.
ΛΕΠΙΔΗΣ |
Ν.ΜΑΡΓΑΡΗΣ |
Οταν ο λόγος φτάνει στη Μακρόνησο, οι λέξεις είναι δύσκολο να περιγράψουν τα όσα συνέβησαν εκεί. Αίμα, δολοφονίες, «Παρθενώνες», «αναμορφώσεις». Η Μακρόνησος, πλέον, έχει μετατραπεί σε σύμβολο θυσίας και αγώνα ενός λαού και του πρωτοπόρου τμήματος της εργατικής τάξης, των κομμουνιστών και των κομμουνιστριών, που παρά τα βασανιστήρια δε λύγισαν.
Οσοι βασανίστηκαν στη Μακρόνησο, υπήρξαν οι δημιουργοί και συντελεστές της ανάπτυξης της Εθνικής μας Αντίστασης, που είχε γεννηθεί και ανδρωθεί μέσα στα χρόνια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Ο λαός απέρριψε από την πρώτη στιγμή την ταπεινωτική αποδοχή της εθνικής υποδούλωσης και εντάχτηκε στο EAM - αποκλειστικό δημιούργημα του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο είχε προχωρήσει στη συγκρότησή του με βάση σχετική απόφαση της 6ης Ολομέλειας της Κεντρικής του Επιτροπής.
Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη βρέθηκε νικημένη στρατιωτικά, πολιτικά και ηθικά με την απελευθέρωση. Επρεπε όμως να ξαναπάρει την εξουσία στην Ελλάδα και γι' αυτό χρειάστηκε και τη στρατιωτική βοήθεια των Αγγλων ιμπεριαλιστών συμμάχων της προκειμένου να τσακίσει τον ένοπλο λαό για να το πετύχει. Για το λόγο αυτό άρχισε να καταβάλει επίμονες προσπάθειες για το ολοκληρωτικό ξερίζωμα του λαϊκοεπαναστατικού κινήματος. Ετσι οδηγήθηκε η Ελλάδα στον εμφύλιο.
Στη διάρκεια του τρίχρονου Εμφύλιου Πολέμου έφτασε στο υψηλότερο σημείο του ο ηρωισμός των Ελλήνων κομμουνιστών και των συμμάχων τους στα πεδία των μαχών και των εκτελέσεων, αλλά και στους τόπους των φυλακίσεων και των εξοριών. Αναδείχτηκε όμως ως το έσχατο σημείο της και η κτηνωδία των ελληνικών αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων και των ξένων υποστηρικτών τους, που προσπάθησαν να αφανίσουν το λαϊκό κίνημα.
Για να πετύχουν, βέβαια, τον πολιτικό τους στόχο σε συνθήκες που είχαν να αντιμετωπίσουν ένα λαϊκό στρατό, τον ΔΣΕ, χρειάζονταν και μέτρα εξόντωσης του κινήματος και των αγωνιστών, όπως δολοφονικές δραστηριότητες, τρομοκρατικές συλλήψεις, εκτελεστικά αποσπάσματα. Χρειαζόταν και ένας πολύ συγκεκριμένος τόπος μαζικού εκβιασμού των συνειδήσεων, έτσι ώστε να συντριβεί μια για πάντα το λαϊκό κίνημα και πρώτ' απ' όλα οι ομμουνιστές. Και ως τέτοιος τόπος ορίστηκε, από το 1947 ακόμη, η Μακρόνησος, που λειτούργησε στην αρχή ως στρατόπεδο οπλιτών, οι οποίοι δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο αστικό καθεστώς, και μετατράπηκε στη συνέχεια σε κολαστήριο για εκατό και πλέον χιλιάδες κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες.
Η Μακρόνησος δεν ήταν ένα αποκομμένο ιστορικό περιστατικό, ένα πολιτικό φαινόμενο χωρίς ρίζες. Κάθε δημοκρατικό στοιχείο μέσα στο στρατό έπρεπε να εντοπιστεί και να επιχειρηθεί η «αναμόρφωσή» του ή η εξουδετέρωσή του - και γι' αυτό ακριβώς το σκοπό δημιουργήθηκε από την ελληνική αντίδραση και τους ξένους υποστηρικτές της η Μακρόνησος. Αργότερα το έργο αυτού του κολαστηρίου διευρύνθηκε και αφορούσε τώρα και πολίτες - με αποτέλεσμα πάνω από 15 χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες, μαζί τους και γυναίκες, να μεταφερθούν μαζικά εκεί από τους τόπους εξορίας τους.
Η Μακρόνησος αποτέλεσε για τους δεσμώτες της τόπο προσεκτικά συνήθως μελετημένων βασανιστηρίων, για τους αστούς όμως πολιτικούς εκείνης της εποχής ήταν ένα κομμάτι της ελληνικής γης, για το οποίο νόμιζαν ότι έπρεπε να σεμνύνονται. Ο «δεξιός» πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος μάλιστα, που ήταν τότε υπουργός των Στρατιωτικών, είχε επανειλημμένα αναλυθεί σε ύμνους για τη Μακρόνησο, την οποία δεν είχε διστάσει να χαρακτηρίσει «τιμημένο τόπο» και «Παρθενώνα του νέου ελληνισμού».
Η Μακρόνησος, βέβαια, ως ένα από τα πιο βασικά όργανα του αντικομμουνιστικού αγώνα στην Ελλάδα, δεν ενδιέφερε μόνο τη λεγόμενη δεξιά. Αφορούσε όλο τον ελληνικό αστικό πολιτικό κόσμο, αρκετούς παράγοντες του πολιτισμού και σύσσωμη σχεδόν την επίσημη Εκκλησία. Η Μακρόνησος, δηλαδή, δεν υπήρξε κτηνώδες δημιούργημα μόνο κάποιων απροκάλυπτα φασιστικών κομματικών και κρατικών οργάνων. Αποτέλεσε συνολικό εγχείρημα ολόκληρης της αντιδραστικής εξουσίας και των πολιτικών και πολιτιστικών εκφράσεών της.
Χαρακτηριστική μπορεί να θεωρηθεί στην προκειμένη περίπτωση η συζήτηση που έγινε στην Ελληνική Βουλή τον Οκτώβρη του 1949 πάνω σε ειδικό σχέδιο ψηφίσματος, με το οποίο δημιουργούνταν ο «Οργανισμός του Αναμορφωτηρίου της Μακρονήσου». Κατά τη διάρκεια της εν λόγω συζήτησης οι βουλευτές όλων ανεξαίρετα των ελληνικών αστικών πολιτικών κομμάτων, που πήραν το λόγο, αντιμετώπισαν τη Μακρόνησο ως αναγκαίο χώρο «αναμορφώσεως» του ταξικού τους εχθρού και ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα στην αποφασιστική αναμέτρησή τους με τον κομμουνισμό.
Η Μακρόνησος εμφανίστηκε από όλους τους Ελληνες αστούς πολιτικούς ως «μέγα εθνικόν σχολείον» - το ίδιο και από τους «πνευματικούς ηγέτες» του δοσιλογικού κράτους εκείνης της εποχής. Ηξεραν ότι το άνυδρο αυτό νησί ήταν ουσιαστικά ένας από τους βασικότερους τόπους ταξικής σύγκρουσης, η οποία συγκλόνιζε τότε την Ελλάδα, και ότι έπρεπε και οι ίδιοι με κάθε μέσο να υποστηρίξουν την τάξη στην οποία ανήκαν ή είχαν την εντύπωση ότι ανήκαν, καταφεύγοντας συνειδητά ακόμη και στον πιο αγοραίο αντικομμουνισμό.
Η φρικώδης αλήθεια για τη Μακρόνησο ήταν γνωστή τουλάχιστον από τον Ιούνη του 1947, όταν στο «Ριζοσπάστη» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ένα πλήθος καταγγελιών αναφορικά με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των εκεί κρατουμένων και με τα απάνθρωπα σε βάρος τους βασανιστήρια. Με το πέρασμα μάλιστα του καιρού οι καταγγελίες αυτές πολλαπλασιάζονταν και το 1948 αποτελούσε κοινό μυστικό το εγκληματικό έργο που επιτελούσε στη Μακρόνησο η κυβέρνηση της Αθήνας. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό σχετικά με το φασιστικό εκείνο κολαστήριο.
Ολες αυτές οι αποκαλύψεις, καθώς και τα κείμενα των «Κυανών Βίβλων» και άλλων εντύπων, που κυκλοφόρησαν από το 1948 μέχρι το 1953 η προσωρινή δημοκρατική Κυβέρνηση του Βουνού και οι νόμιμες δημοκρατικές οργανώσεις στην Ελλάδα, δημιούργησαν πολλές αντιδράσεις στο εξωτερικό και συνέβαλαν αποφασιστικά στην παραπέρα ανάπτυξη των εκεί πολιτικών κινήσεων για την απελευθέρωση των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων και για την κατάργηση των στρατοπέδων, που αποσκοπούσαν ουσιαστικά στη φυσική εξόντωσή τους.
Τον Αύγουστο του 1949 ολοκληρώθηκε η στρατιωτική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού - και το γεγονός αυτό δημιούργησε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για το λαϊκό κίνημα στη χώρα. Οι ελληνικές αντιδραστικές δυνάμεις, με τα μέτρα ασφαλείας που εξακολουθούσαν να παίρνουν και μετά το τέλος του Εμφύλιου πολέμου, διατήρησαν το καθεστώς του τρόμου, ενώ παράλληλα στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν προοπτική στο αντικομμουνιστικό αστυνομικό κράτος, το οποίο είχαν πια δημιουργήσει, εξαρτήθηκαν ακόμη πιο πολύ από τους Αμερικανούς, που μεταβλήθηκαν με τον καιρό σε απόλυτους ρυθμιστές των εσωτερικών και εξωτερικών υποθέσεων της Ελλάδας.
Τα μέτρα ασφαλείας των κυβερνήσεων της Αθήνας αναφέρονταν σε ένα πλήθος πολιτικών καταστάσεων, που είχαν ήδη διαμορφωθεί στη χώρα και ανάμεσα στις οποίες πρωτεύουσα θέση ήταν φυσικό να κατέχει το απάνθρωπο καθεστώς της Μακρονήσου. Γι' αυτόν, άλλωστε, το λόγο στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1949 η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Διομήδη προώθησε στη Βουλή σχέδιο ψηφίσματος, που καθιέρωσε το μακρονησιώτικο κολαστήριο ως επίσημο κρατικό θεσμό, ο οποίος αποσκοπούσε στην «αναμόρφωση» όχι μόνο των στρατιωτών, αλλά και των πολιτών, που «είχαν προσβληθεί από το κομμουνιστικό μίασμα».
Το εν λόγω ψήφισμα είχε τότε χαρακτηριστεί ως «δέσμη μέτρων επιεικείας» απέναντι στους κρατούμενους πολίτες, εφόσον προέβλεπε την αναστολή των ποινών τους. Προϋποθέσεις, ωστόσο, γι' αυτή την αναστολή αποτελούσαν η ένταξη των κρατουμένων τούτων στον «Οργανισμό του Αναμορφωτηρίου της Μακρονήσου», η γνωστή διαδικασία της «επιστροφής τους στη μητέρα πατρίδα», η λεπτομερειακή εξέταση των ξεχωριστών περιπτώσεών τους από επιτροπές «εθνικοφρόνων» και η ταπεινωτική υπογραφή «δηλώσεων μετανοίας». Το τελευταίο μάλιστα είχε ιδιαίτερη σημασία για τον ελληνικό αντικομμουνιστικό πολιτικό κόσμο - και είναι χαρακτηριστικό το περιεχόμενο μεταγενέστερης σχετικής εγκυκλίου, που είχε εκδώσει για τις αστυνομικές αρχές της χώρας ως υπουργός Δημόσιας Τάξης ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος επιζητούσε τις εν λόγω «δηλώσεις» και τόνιζε παράλληλα ότι «πας αφιέμενος ελεύθερος εξαιτίας υποβολής τοιούτων δηλώσεων έδει να περιβάλληται μετά στοργής και εμπιστοσύνης υπό των αρχών Ασφαλείας, προτρεπόμενος επιδεξίως εις πράξεις εκδήλως προς το κομμουνιστικόν κόμμα εχθρικάς, ώστε να εκτίθεται ανεπανόρθωτος εις την συνείδησιν των πρώην ομοϊδεατών του».
Στα τέλη του Απρίλη του 1950, ωστόσο, άρχισαν ορισμένες συζητήσεις πάνω στο θέμα της Μακρονήσου και τελικά αποφασίστηκε η διάλυση των πολιτικών στρατοπέδων της και η μεταφορά στον Αϊ-Στράτη των «αμετανόητων» πολιτικών εξόριστων.
Μετά την πλήρη κατάρρευση του μύθου της «εθνικής αναβαθμίσεως» και την κατάργηση της Μακρονήσου ως τόπου εξορίας, οι διάφορες «κεντρώες» ή «δεξιές» κυβερνήσεις της χώρας οργάνωσαν το γκρέμισμα των κτιρίων και την καταστροφή όλων των άλλων έργων που αποτελούσαν αδιάψευστους μάρτυρες της παλιότερης ύπαρξης και λειτουργίας του μακρονησιώτικου κάτεργου. Ηθελαν να σβήσουν τελείως κάθε σημάδι για το κολαστήριο εκείνο, στο οποίο, όπως γράφει ο ποιητής, «οι σύντροφοι πέθαιναν τραγουδώντας» ή «ακονίζανε το μίσος τους στη σκληρή τους παλάμη».
Η Μακρόνησος, ωστόσο, των 15 τετραγωνικών χιλιομέτρων, το άλλοτε εντελώς άγνωστο για τους πολλούς κομμάτι θαλασσοδαρμένης και ανεμοχτυπημένης γης απέναντι από το Λαύριο, είχε αναδειχτεί από το 1947 μέχρι το 1953 σε ένα από τα πιο θεμελιακά στοιχεία που όριζαν το περιεχόμενο της νεοελληνικής Ιστορίας. Δεν μπορούσε να λησμονηθεί στο όνομα οποιασδήποτε «συμφιλίωσης» και έτσι το Μάη του 1989 χαρακτηρίστηκε τελικά από το επίσημο ελληνικό κράτος ως ιστορικός τόπος και τα κτίρια του στρατοπέδου ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία.
Πηγή: Από την εισαγωγή του Βασίλη Κ. Λάζαρη, στο έργο «Μακρόνησος Ιστορικός Τόπος», Τόμος Α΄, σελ. 17-31.