Κυριακή 11 Οχτώβρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό Του Πάνου Δ. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ

(1895 - 1931)

Ο Πάνος Δ. Ταγκόπουλος ήταν γιος του Δημήτρη Ταγκόπουλου, εκδότη του περιοδικού «Νουμάς». Γεννήθηκε στους Σοφάδες Καρδίτσας, μεγάλωσε όμως στην Αθήνα, στο περιβάλλον του «Νουμά». Σπούδασε και πήρε δίπλωμα της Εμπορικής Ακαδημίας. Εγραφε στίχους που τους βλέπανε και τους επαινούσαν οι συνεργάτες του «Νουμά». Το περιοδικό όμως δεν τους δημοσίευε. Πολύ αργότερα έγινε και αυτό σηματοδοτώντας την είσοδο του νεαρού Ταγκόπουλου στη Λογοτεχνία. Βοηθούσε τον πατέρα του στην έκδοση του περιοδικού, έζησε τον αγώνα του «Νουμά» και ζυμώθηκε με τις περιπέτειές του. Εγινε και ο ίδιος μαχητής του δημοτικισμού. Από το 1919 είναι τακτικός συνεργάτης και μετά το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος την έκδοση του «Νουμά». Το 1917, όταν λόγω του πολέμου, σταμάτησε η έκδοση του «Νουμά», μαζί με μια ομάδα νέων λογοτεχνών βγάζει ένα νέο περιοδικό, τον «Πυρσό», που σταματά η έκδοσή του με την επιστράτευση του Ταγκόπουλου. Συμμετέχει στη μικρασιατική Εκστρατεία και γυρίζει με κλονισμένη υγεία.

Η σκορπισμένη στα περιοδικά εργασία του είναι πολλή, ποικίλη και ενδιαφέρουσα. Εργα του, πεζά ποιήματα: «Πρόζες» 1915 και «Λουλούδια - Ερωτες - ταξίδια» 1924. Ποιήματα: «Δροσοσταλίδες» 1915 με πρόλογο του Κ. Παλαμά, «Λυρικά» 1921, «Γυρίσματα στο ξέφωτο» 1923. Συλλογές διηγημάτων: «Ενα διαμάντι του Αιγαίου» και «Η ζωή που πέρασε, ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας». Το διήγημα «Casa Paterna» δε συμπεριλαμβάνεται σε κάποια συλλογή του. Δημοσιεύτηκε στο «Νουμά» το Φλεβάρη του 1930.

Ο πρόωρος χαμός του ήταν απώλεια για τα ελληνικά Γράμματα.

Casa Paterna*

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ο γιος της κυρά - Γιαννούλας, ο Νότης, εί­χε πιαστεί για καλά στην Αμερική. Είχε τρα­νέψει, είχε γίνει άρχοντας σωστός και η γριά μάνα του δε χόρταινε, να βλέπει την ομορφιά και τη λεβεντοσύνη του στη φωτογραφία που της είχε σταλμένη από την Καλιφόρνια και που την είχε βάλει σ' ένα πελεκημένο καδράκι από κέδρο στην κάμαρά της. Ο Νότης είχε γί­νει άντρας σωστός. Στη φωτογραφία του, καθώς ακουμπούσε με χάρη στο αυτοκίνητο που εργαζότανε, - μηχανικός, γιε μου, έλεγε η γριά - έδειχνε κάτι πλάτες τετράγωνες, θεόρατες, μπράτσα γερά και πάτημα δυνατό στη γη. Είτανε από τους τύπους εκείνους, που τους θρέφει θαρρείς η δουλειά κι η ξενητειά.

Η κυρά Γιαννούλα, που είχε μεγαλώσει τα δυο της κορίτσια και το Νότη, το στερνοπαίδι, μέσα σε ορφάνια και στέρηση φριχτή, τώρα έστελνε στον κανακάρη της χίλιες ευκές, κάθε φορά που μαζί με το γράμμα λάβαινε και το σχετικό τσεκάκι, μέσω Τραπέζης Αθηνών.

Είχε παιδί στην Αμέρικα και τα γερατιά της ανθίζανε σαν τη μυγδαλιά στην καρδιά του χειμώνα. Χαμογελούσε τ' αχείλι της. Τώρα πια δεν είτανε η ξενοδουλεύτρα που παρακαλούσε για ένα κομμάτι ψωμί. Δεν είτανε η χαροκαμένη γυναίκα, η χήρα, που και το πάτημά της μετριέται με το κομπάρσο της πονηριάς και της ψευτοηθικής. Και δεν είχε ανάγκη πια - το σπουδαιότερο - να νοικιάζει καμαρούλες στους δασικούς, που της κάψανε το πετσί της, που να καούνε!

Τώρα είχε προστάτη στα ξένα, το παιδί της. «Μάνα, της έγραφε, να κοιτάζεις να καλοπερνάς και να πορεύεσαι και έννοια σου, εγώ είμαι εδώ». Μα η κυρά-Γιαννούλα, που κρατούσε πολύ το Μωραΐτικο μέσα της, δε φρόντιζε τόσο για την καλοπέραση, όσο να μαζεύει λεφτά στο σεντούκι και να στιβάζει στο γιούκο προικιά και αντρομίδες για την ανύπαντρη κόρη της, τη Σοφία.

Ομως δεν ξενοδούλευε πια, δε νοίκιαζε κάμαρες στους δασικούς και δεν έμοιαζε κυνη­γημένη από την κακογλωσσιά του κόσμου, σαν το αγρίμι του λόγγου.

Είχε παιδί στην Αμέρικα!

***

Ο καημός της κυρά-Γιαννούλας ο μεγάλος είτανε που έμενε η Σοφία, η δεύτερη κόρη της, ανύπαντρη. Ο Θεός ίσαμε δω τα είχε στείλει καλά. Το παιδί εργαζότανε στην Αμερική - πού να θυμάται η γριά να σου πει για το Μπέρκελυ και πώς το λένε, το άλλο της Καλιφόρνιας! - και μέσα σε λίγα χρόνια είχε κατορθώσει να ξεχρεώσει τον αδερφό της, το δάσκαλο, που της είχε δοσμένα τα ναύλα του Νότη για το ταξίδι. Υστερα με τη βοήθεια και πάλι του παιδιού είχε παντρέψει τη Φρόσω με τον Κώστα, το δασικό, που τώρα τάχε πλάκα, τρία τα γα­λόνια στο χέρι, και όλα είχανε ξεχαστεί, με του Θεού την ευλογία. Κανένας δε θυμάται - κι αν το θυμάται δεν το λέει τώρα στα φανερά - αν η χρυσαφένια ρομπίτσα της νύφης, φούσκωνε λιγάκι περισσότερο στην κοιλιά. Αυτά είχανε ξεχαστεί, είπαμε. Το παιδί έστελνε, παρτίδες, δολλάρια, και ο παράς βουλώνει τα στόματα.

Ομως ο Μεγολοδύναμος Κύριος, που ίσα­με δω τα πήγαινε, όμορφα και νοικοκυρεμένα, έκανε κάποιο άδικο στης Σοφίας το ζήτημα. Δεν έστελνε το ξανθό παλληκάρι - ας είτανε και μελαχροινό, δεν πειράζει - να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι της Γιαννούλας και να την φωνάξει μητέρα του. Και τα προικιά της Σοφίας, όλο και πληθαίνανε στο γιούκο, που άγγιζε πια το ταβάνι και δος του παίζανε οι σαΐτες στην κρεββατή.

Να, όμως που και τούτο να πούμε το άδικο, δεν τόθελε ο Θεός. Κάποιο καλοκαιράκι, που είχανε 'ρθει δυο-τρεις ταχυδρομικοί της Αθήνας, με άδεια, στο χωριό, ψηλά στον καθάριον αέρα και στα πυκνά έλατα, να περάσουνε λίγες μέρες, θέλεις από προξενιά του αδερφού της, του δάσκαλου, που τη νοιαζότανε πάντα, θέλεις γιατί το κορίτσι άρεσε, φρόνιμο καθώς είταν και σοβαρό, - το γέλιο της ραΐζε πέτρες και η φρονιμάδα της ταίρι δεν είχε! - κάποιος απ' αυτούς ζήτησε από τη Γιαννούλα, το ορφανό, τη Σοφία. Χάρηκε η ψυχή της. Αλάφρωσε.

-- Ναν την δεις, γιε μου, να σε δει κι αν ταιριάζετε, να παρθήτε, ποιος λέει!

Και αφού ιδωθήκανε στο σπίτι, μπροστά στο δάσκαλο, διηγιέται η γριά - (το ειδύλλιο, λένε, πως είχε προχωρήσει, ως τότε, στην εκκλησιά πρώτα που σμίξανε, τα βλέμματα κ' ύστερα κάτι σούπα - μούπες, χα! χα! χα! κρι! κρι! κρι!, χάχανα και γελάκια στη βρύση!) δώσανε λόγο, μυστικά στην αρχή, όσο ναρθεί και του Νότη το γράμμα από πέρα.

Το παιδί δεν έφερε καμμιά αντίρρηση. «Ναι» τηλεγράφησε αμέσως, αμερικάνικα. Και για να μη χάνουνε καιρό, έγραψε στο δάσκαλο απ' ευθείας και του άνοιξε πίστωση στο Μι­χάλη τον Κατραμά - που αγόραζε δολλάρια τότε στη ζήτηση - να τους μετρήσει όσα λεφτά χρειαστούνε και βλέπουμε πάλι.

Ομως σε κάτι σκάλωσε η δουλειά, σοβαρά, και λιγάκι ακόμη, θάκουγες στο κατώι της χή­ρας «τα τρία παιδιά Βολιώτικα που κλέψαν τη Γιαννούλα» να σμίγουνε το σκοπό τους με το τραγούδι που λένε τα χτένια στον αργαλειό κ' οι σαΐτες.

*******

Δεν είτανε άσκημος ο Μήτσος, ο νέος γαμ­πρός, ούτε κακή καρδιά είχε. Μα το ψεγάδι του το μεγάλο είτανε που δεν του φτάνανε τα προικιά κ' oι δέκα χιλιάδες μετρητά, μία μία στο χέρι - ξέχωρα το κορίτσι που έπαιρνε! - μα ήθελε κιόλας ναν του γράψει η γριά και το σπίτι στ' όνομά του, όχι τόσο για την αξία του, να πούμε, - τι να σου κάνει μια χαμοκέλλα με ρηγμένα πορτοπαράθυρα; - όσο γιατί το μέρος του άρεσε και θάθελε πότε - πότε να περνάει κει πάνω το καλοκαίρι.

-- Νάρχεσαι, γιε μου, μετά χαράς. Το σπίτι μου, σπίτι σου είναι, τούλεγε απανήρευτα, με άδολη καρδιά, η Γιαννούλα.

-- Δε λέω μητέρα, ο λόγος σου διαμάντι. Μα άλλο είναι ναν το ορίζεις το σπίτι.

-- Μα, που δεν το ορίζω παιδί μου, πώς να στο δώσω; του έλεγε. Δεν είναι δικό μου τo σπίτι. Ο,τι έρχεται από του μακαρίτη το δρόμο και φέρνει τόνομά του, αγιασμένο, παι­δί μου, πάλε στόνομά του γυρίζει με χρόνια. Να μην είχα παιδί αρσενικό, παλληκάρι, δε σου λέω, δικό σου κ' ετούτο. Μα το σπίτι του γέρο-Διαμαντή, όπως νάναι, κατά νόμο ανήκει στο Νότη.

Και του εξήγησε πως έτσι τόχουνε βρει από χρόνια, πάππου προς πάππου. Εθιμο του τόπου κι αυτό. Κάθε τι που ανήκει στον πα­τέρα, χτήμα, χωράφι, σπίτι, αμπέλι, σπιτότοπος, στρέμμα, πηγαίνει, μετά θάνατο, στο παιδί πουφέρνει τόνομά του, για να μη σβήσει τόνομα της γενιάς που λένε.

-- Ναι, παιδί μου, έτσι όπως ακούς να μαρ­τυράνε «να, το σπίτι του Σούρπη», πρέπει κι αυτό το ρημάδι «σπίτι του Διαμαντή» να μεί­νει και σε χέρια Διαμαντή να περάσει.

Ο Μήτσος όμως επέμενε ναν το πάρει, και λίγο έφτασε να χαλάσει η προξενιά. Η Γιαν­νούλα στεκότανε βράχος ασάλευτος, δεν άκουγε λέξη σ' αυτό το ζήτημα, και αν δεν είτανε να κάνει το Μήτσο γαμπρό, που της άρεσε, θα πετούσε όποιον άλλονε σαν ψοφίμι στο δρόμο.

-- Το Διαμαντέικο είναι του Νότη του Διαμαντή σπίτι και μόνο σαν έρθει αυτός από πέρα, θα τρανέψει κ' ετούτο.

Υστερα από τέτοιες σκέψες, αποφασίστη­κε το πράγμα να βολευτεί αλλιώς, να μη χα­λάσει ο γάμος και χάσει το ορφανό, η Σοφία, την τύχη που βρήκε να πάει στην Αθήνα να ζήσει. Οι δέκα χιλιάδες - πάντοτε με το δάσκαλο συμβιβαστή και μεσίτη - γινήκανε δώδεκα πρώτα, ύστερα δεκαπέντε (πω! πω! χαντάκωμα που έπαθα η έρμη, έσκουζε η γριά) δεκαοχτώ, ως που τέλος κλείσανε συμφωνία στις είκοσι, κάνανε τόκα μ' όλη τους την καρδιά - χαλάλι σας και να ευλογάτε το Νότη, παιδιά μου - και τα στέφανα αλλαχτήκανεγρήγορα - γρήγορα, προτού πάρει σαν τη Φρόσω και της Σοφίας η κοιλιά να φουσκώνει.

***

Εμεινε λοιπόν μόνη της η γριά μετά το γάμο της Σοφίας στο σπίτι. Πότε πότε έπαιρνε κανένα γράμμα της κόρης από την Αθήνα, μα δε νοιαζότανε τόσο για κείνα τα γράμματα, όσο για τάλλα, που περνούσανε «θάλασσες και πο­τάμια» ναν τη βρούνε, σαν τα χελιδονάκια που γυρίζανε στις παλιές τους φωλιές.

-- Σκόνη να πιάνεις και χρυσάφι να γίνεται στα χέρια σου, γιούλι μου, τριαντάφυλλα να πατάς περνώντας καβαλλάρης, Αφέντη μου, έλεγε η γριά κάθε τόσο, όταν άκουγε να της δι­αβάζουνε τα τρυφερά και πονεμένα λόγια του παιδιού της.

Και δεν είχε άλλη σκέψη πιο στο μυαλό της, όταν έπαιρνε κανένα μικρό - για τα έξοδά σου, μητέρα, τσεκάκι - παρά πώς να σιάξει το σπίτι, νάρθει ο Νότης ναν το στολίσει καλύ­τερα.

Μέσα στο χρόνο, είδες εκεί που πριν είτανε η παλιά χαμοκέλλα με τα ρηγμένα πορτοπαράθυρα, να προβάλει ένα μικρό χαριτωμένο σπιτάκι, αγροτική φροντισμένη βιλλίτσα (του Διαμαντή όμως πάντα!) που είχε γύρω της πλοκάμια περικοκλάδες και πρασινάδα για στόλισμα.

Τον Απρίλη, κάθε άνοιξη, ματιάζανε κον­τά στο φράχτη τα μυρωδάτα Μαγιάπριλα, που θαρρείς και καλούσανε με το άρωμά τους, τον ξενητεμένο ναρθεί, να γυρίσει.

*Πατρική εστία


ΠΑΝΟΣ Δ. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ