Κυριακή 12 Σεπτέμβρη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Η Ιθάκη

Γρηγοριάδης Κώστας

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ

Ο Χρυσσέας βρίσκεται στα βάθη της Μικράς Ασίας και σπάει πέτρες σ' ένα νταμάρι, κάτω από έναν καυτόν ήλιο. Πάνοπλοι Τούρκοι στρατιώτες τον φρουρούν, αυτόν και τους άλλους αιχμαλώτους πολέμου. Απ' την ανατολή όμως έρχονται ευχάριστα μαντάτα. Ο ελληνικός στρατός «πάτησε» τη Σμύρνη και τώρα προχωρά νικηφόρος κι ίσως είναι κοντά η ώρα της απελευθέρωσής του (καθώς και των άλλων συμπατριωτών του που λαχταρούν να γυρίσουν στην πατρίδα και να βρουν τους χαμένους συγγενείς, μάνα, πατέρα, αδέλφια, παιδιά...) Κι ένα μεσημέρι, στο κοντινό χωριό ακούστηκαν καμπάνες και σημαίες ελληνικές κρεμάστηκαν παντού από τους Ελληνες, που από σκλάβοι έγιναν ελεύθεροι! Ομως, η χαρά δεν κράτησε πολύ. Σύντομα άρχισε η κατάρρευση του μετώπου, και ακολούθησε η οπισθοχώρηση. (Τα εφόδια, τα όπλα, πυρομαχικά, τρόφιμα, αργούσαν να έρθουν, γιατί είχαν κολλήσει στις άγονες εκτάσεις της Μικράς Ασίας.) Ετσι ο Χρυσσέας και δυο - τρεις άλλοι έφευγαν μέσα από δύσβατα μονοπάτια, μην τους ξαναπιάσει ο εχθρός, και νυχτοπερπατώντας, φτάσανε σ' ένα χωριό κοντά στην αρχαία Τροία. Τότε μια νύχτα σκοτεινή και ασέληνο, ένας ψαράς συμπατριώτης κι αυτός, τους πέρασε κρυφά απέναντι στη Λήμνο, στο λιμάνι του Μούδρου. (Πέρασαν τρεις μέρες εκεί κάνοντας χαμαλίκι, να έχουν κάτι να τρώνε και να σταθούν στα πόδια τους). Κι ήταν ευτύχημα που ένας ψαράς που είχε γρι - γρι τους πήρε στο τσούρμο του. Καλά περάσανε εκεί, και μεροκάματο είχε, κι από φαγητό κακαβιά πρωί, μεσημέρι, βράδυ! Κάποια μέρα μίλησαν στο αφεντικό.

-- Καπετάνιε, σ' ευχαριστούμε για όλα, πολύ καλά περάσαμε μαζί σου, όμως τώρα πρέπει να σ' αφήσουμε. Λέμε να πάμε απέναντι στην Καβάλα, μπας και βρούμε τους δικούς μας...

-- Ναι καλοί μου άνθρωποι, να πάτε στην ευχή του Χριστού και της Παναγίας!

Και τους έδωσε τα μεροκάματά τους και κάτι παραπάνω.

Ητανε μια σκούνα, καράβι με πανιά που έκανε τότε τη συγκοινωνία. Χρήματα για τα ναύλα είχανε και το βράδυ αράξανε στην Καβάλα.

Υπήρχαν εκεί γραφεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Πήγαν κι έδωσαν τα ονόματά τους και τα στοιχεία των συγγενών που αναζητούν, περίμεναν τρεις μέρες, αλλά μάταια. Ομως είχαν ανάγκη από δουλειά, έπρεπε να ζήσουν.

-- Θα πάτε βορινά, κατά Σέρρες, Δράμα μεριά, εκεί έχει καπνοχώραφα, τους είπαν οι ντόπιοι.

Δυσκολεύτηκαν στην αρχή γιατί τους είχαν προλάβει άλλοι. Να όμως που βρέθηκε σ' ένα χωριουδάκι ένας αγρότης που καλλιεργούσε καπνά και τους πήρε στη δούλεψή του. Η δουλειά εκεί ήτανε δύσκολη, μα όσο θυμούνται και το σπάσιμο της πέτρας... Εμειναν στο χωριό δυο - τρεις βδομάδες, όμως νέα απ' τους δικούς τους δεν είχανε.

Και τώρα, στο τρένο για την πρωτεύουσα, την Αθήνα. Ο Χρυσσέας αποχαιρέτησε τους άλλους δύο συντρόφους του:

-- Αντε, καλοί μου φίλοι! Εγώ θα πάω στον Μαραθώνα, εκεί μέναμε, εκεί πρέπει να βρω τους δικούς μου... Σας εύχομαι απ' την καρδιά μου να τους βρείτε κι εσείς και να ξανασμίξετε!

Κι ένα πρωινό, ξεκινάει πάνω σε μια σούστα που την έσερνε ένα γαϊδουράκι, για το πατρικό του χωριό. Πήγε κατευθείαν στο σπίτι του, όμως άλλοι έμεναν τώρα σ' αυτό...

-- Την οικογένεια Χρυσσέα θέλετε; Μα έχουν φύγει εδώ κι ένα χρόνο για τον Πειραιά!

Αντε πάλι ξανά στην Αθήνα και στα γραφεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.

Περίμενε κάπου μια βδομάδα μα νέα και πάλι δεν υπήρχαν. Απελπισμένος κατεβαίνει στον Πειραιά, να ψάξει μήπως και τους βρει εκεί. Επρεπε όμως κάπου να μείνει και νοίκιασε ένα φτηνό δωματιάκι κάπου στα Ταμπούρια.

Η σπιτονοικοκυρά, μια ομορφονιά, χήρα αλλά εύθυμη, τον καλοδέχτηκε και του το νοίκιασε φτηνά.

-- Ελα, βρε Χρυσσέα, το βράδυ να φάμε μαζί να γνωριστούμε καλύτερα και να μου πεις τα βάσανά σου! Ξέρω, ...πρόσφυγας είσαι, ψάχνεις τους δικού σου και μακάρια να τους βρεις...

Πήγε ο Χρυσσέας, τον περιποιήθηκε η κυρά. Ψάρια ολόφρεσκα, σαλάτες, κρασί κοκκινέλι, φρούτα... Της είπε όλη την ιστορία του, τις περιπέτειές του και την ευχαρίστησε θερμά. Την ώρα όμως που την αποχαιρετούσε, η κυρά Κλεονίκη τον αγκαλιάζει ξαφνικά και τον φιλά στο στόμα.

-- Α, σε παρακαλώ, Κλεονίκη, εγώ είμαι παντρεμένος, έχω οικογένεια, γυναίκα, παιδιά...

-- Ε, και τι μ' αυτό; εύχομαι ολόψυχα να τους ξαναβρείς και να σμίξετε. Ομως όσο είσαι εδώ, ας χαρούμε τον έρωτά μας. Επειτα άμα είσαι μακριά απ' το σπίτι σου, δεν είναι αμαρτία...

-- Α, όλα κι όλα. Κλεονίκη, καλή είσαι, όμορφη είσαι, αλλά εγώ το στεφάνι μου δεν το πατάω...

-- Και δε μου λες, ρε ζευζέκη, ρε τζερεμέ, το ξέρεις ότι έπρεπε να σου παίρνω τριπλάσιο νοίκι; Αλλά σε είδα φουκαρά και σε λυπήθηκα. Αντε στα τσακίδια και χάσου απ' τα μάτια μου!

Και τότε ο Χρυσσέας αρπάζει τη βαλιτσούλα του και ανεβαίνει στην Αθήνα με τα πόδια, να κάνει οικονομία μιας και τα λεφτά του όπου να 'ναι σώνονται. Πάει κατ' ευθείαν στον Ερυθρό Σταυρό και μαθαίνει ότι η οικογένειά του βρίσκεται τώρα στην ...Ιθάκη!

Στην κεντρική αγορά του Πειραιά για μερικές μέρες φορτώθηκε καφάσια, βοήθησε στο φόρτωμα - ξεφόρτωμα ψαριών, κρεάτων, λαχανικών και εξοικονόμησε ίσα - ίσα τα ναύλα του. Αυτή τη φορά ταξίδεψε με βαπόρι, στο κατάστρωμα όμως. Φτάνοντας πήγε στο Δημαρχείο και ρώτησε για τους δικούς του. Ενας κλητήρας τότε τον οδήγησε στο σπίτι όπου μένει η οικογένειά του. Φτωχό σπίτι, αλλά περιποιημένο, με την αυλή του γεμάτη γεράνια, γαρουφαλιές, τριανταφυλλιές... Συγκινημένος χτυπάει την πόρτα, και να, η γυναίκα του η Πολυξένη!

-- Ηρθες, βρε Χρυσσέα, του λέει ξερά, η γυναίκα του, πέρνα μέσα. Και δεν φάνηκε να χάρηκε και πολύ που τον είδε.

Με το που μπαίνει άλλη μεγάλη χαρά τον βρήκε: βλέπει το αγόρι του τον Τιμολέοντα, έναν λεβέντη, ένα παλικάρι τώρα πια, και το κοριτσάκι του την Κατερίνα, σωστή δεσποινίδα! Πάει να τα αγκαλιάσει, μα αυτά τραβιούνται.

-- Ποιος είσθε, κύριε, λέει ο νέος.

-- Ο πατέρας σας, ο χαμένος πατέρας σας. Ε, πού να με θυμάστε, όταν χαθήκαμε είσαστε πολύ μικρά. Πάνε κάπου δέκα χρόνια που χωρίσαμε...

Και άρχισαν οι αγκαλιές, τα φιλιά, τα κλάματα χαράς.

Ομως σε λίγο μπαίνουν δυο αγοράκια μικρότερα όμως.

-- Κι αυτά τα παιδιά ποια είναι; ρωτάει ο Χρυσσέας.

-- Είναι αδέλφια μας, αλλά από άλλον πατέρα, λένε τα παιδιά.

-- Βρε Πολυξένη, τι μου λένε τα παιδιά!

-- Αλήθεια σου λένε, Χρυσσέα, ξαναπαντρεύτηκα...

-- Μα είμαστε κιόλας παντρεμένοι.

-- Θα σου πω: Πήγα σε Ερυθρούς Σταυρούς να σε βρω, πήγα παντού, τίποτα. Τι να 'κανα; Πώς θα ζούσαν τα παιδιά μας χωρίς πατέρα; Ξέρεις υφάντρα είμαι, μα η δουλειά αυτή τώρα δεν έχει και πολλή προκοπή. Πήγα το λοιπόν στον Δεσπότη, του είπα την ιστορία μου κι αυτός μου έδωσε την άδεια και ξαναπαντρεύτηκα, κατάλαβες;

-- Μάλιστα, κατάλαβα, πώς δεν κατάλαβα! Και τώρα πού να πάω και πού να σταθώ;

-- Τι να σου πω, Χρυσσέα μου, πονάει η καρδιά μου, όμως από μένα μην περιμένεις τίποτα και κάνε όπως νομίζεις!

Και τότε ο Χρυσσέας μπήκε σ' ένα καράβι με πανιά μιας κι ήτανε πιο φτηνό απ' τα βαπόρια, και σε δυο μέρες, αφού θαλασσοπνίγηκε, νάτος ξανά στον Πειραιά.

Ενας γέρος και μια γριούλα του νοίκιασαν ένα καμαράκι. Κι από δουλειά μιας κι ήξερε κάμποσα γράμματα, κατάφερε και τον πήρανε σαν κλητήρα σε μια Ναυτιλιακή Εταιρεία.

Ομως κι αυτουνού τώρα πονάει η καρδιά του. Τα παιδιά του, η οικογένειά του βρίσκονται μακριά, και δεν θα τους ξαναδεί ποτέ πια!

Κι αν πτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Ετσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ

Βιογραφικό Του Γιάννη ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι ζωγράφος, συγγραφέας. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ με τον Κ. Παρθένη. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Στην Κατοχή χάραξε σχέδια που κυκλοφόρησαν παράνομα. Τη ζωγραφική την άρχισε ουσιαστικά στους τόπους εξορίας και τη συνεχίζει μέχρι σήμερα. Δουλειά του παρουσίασε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης, εικονογράφησε βιβλία, κυρίως παιδικά (ελληνική μυθολογία κ.ά.). Παράλληλα, αναζητώντας κι άλλους τρόπους έκφρασης, ασχολήθηκε με τη μουσική (κλασική κιθάρα με τον Δ. Φάμπα) και το γράψιμο. Βιβλία του: «Η αγάπη πάει σχολείο» αφήγημα, «Πέτρα κυλισάμενη» μυθιστόρημα, «Ελιξίριο του έρωτα», «αγαπάω...», διηγήματα. Επίσης «Ζωγραφική στην εξορία» και «Γιάννης Στεφανίδης, λευκώματα». Πήρε το Α΄ βραβείο εικονογράφησης, από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Αθήνα 1999), διάκριση εικονογράφησης Ρ. Ρ. Vergerio (Πάντοβα, Ιταλία 1989), διάκριση χαρακτικής (Κινγκντάο, Κίνα 2000) και Α΄ βραβείο διηγήματος το 2003 από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας είναι μέλος. Επίσης, είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ