Κυριακή 15 Οχτώβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Π. ΚΟΣΜΑ «Θα δέσουνε τα τσαμπιά»*

(Στον Μενέλαο Λουντέμη)

«Ετσι γίνεται κάθε βράδυ. Κάτω απ' το φως της λάμπας, τρεις σκιές, σημαδεμένες από την έγνοια, κοιτάζουν μακριά, κι αναθιβάνουνε τα περασμένα. Οι θύμησες ξεκινάνε από πολύ βαθιά. Απ' την καρδιά του παπού, απ' τα λυπημένα μάτια της γυναίκας. Απ' το σγουρό κοριτσίστικο κεφάλι, που πάει να γείρει στο ανοιχτό βιβλίο.

Ο παππούς τέτοια ώρα δε μιλάει. Φυσάει μπουκιές -μπουκιές τον καπνό και δαγκάνει με πείσμα τ' αχείλι του. Ο καπνός απλώνει γύρω του και η σιωπή γίνεται πιότερο πηχτή. Τον παπού τον κυριεύει τότε μια ξαφνική τρομάρα. Φοβάται μην έχασε τη μιλιά του. Η σιωπή έχει πολύ απλώσει γύρω του και μέσα του.

- Ο καπνός μου τέλειωσε, λέει τότες, για να πει κάτι.

Κανείς δεν αποκρίνεται. Η γυναίκα κοιτάζει μακριά, με τα πικραμένα της μάτια. Πάντα έτσι κοιτάζει. Θαρρείς πως ψάχνει ν' ανακαλύψει κάτι. Το κοριτσίστικο κεφάλι κοιτάζει μια τον παπού, μια τα πικραμένα μάτια. Και τότε ανοίγει σιγανά η πόρτα. Η μητέρα δε λαδώνει τους μεντεσέδες επίτηδες για ν' ακούει το τρίξιμό τους. Ο Φώτης κλείνει ήσυχα πίσωθέ του την πόρτα, κάθεται αντίκρυ τους και τους κοιτάζει καλωσυνάτα. Σα νάχει ψηλώσει, σα νάχει λιγνέψει και στα μάτια του πάντα σιγοκαίει ένα γλυκό φως.

- Ηρθες; ρωτάει η μητέρα του και κάτι μέσα της λαχταρά.

- Είμαι πάντα μαζί σας, πάντα κοντά σας, λέει ο Φώτης κι η φωνή του σα να έρχεται από πολύ μακριά.

- Πώς φέγγουνε τα μάτια σου! λέει η μητέρα. Πώς φέγγουνε τα μάτια σου! Μην είσαι άρρωστος κι έχεις πυρετό;

- Και το μέτωπό σου πόσο είναι πλατύ! συνεχίζει έπειτα. Σου πέσανε τα μαλλιά, Φώτη μου. Σε τσάκισαν τα δύσκολα χρόνια. Σ' έλιωσεν η κλεισούρα της φυλακής.

Ο παπούς τον κοιτάζει με την άκρη της ματιάς του.

Τότε ο Φώτης σηκώνεται και φεύγει. Σα ν' άφησε κάτι μέσα στη φούχτα τους. Στη φούχτα της μάνας που τη δέρνει η αγωνία. Στη φούχτα του παπού, στο κοριτσίστικο χέρι πούχε σαστίσει τώρα πια και δεν τα καταφέρνει να κρατήσει τον κοντυλοφόρο. Υστερα τρίζανε πάλι οι μεντεσέδες κι ακούγονται τα πατήματα του Φώτη που όλο και αλαργεύουν. Μα, ο ήχος τους μένει για πολλή ώρα μες στην καρδιά. Το σύνορο της λάμπας όμως όλο και στενέβει, όλο και στενέβει γύρω στα κουρασμένα κεφάλια. Ο παπούς ανάβει πάλι την πίπα του και συλλογιέται. Μετράει με τα δάχτυλά του.

- Στο έμπα του περασμένου Ιούνη δεν είναι που τον πιάσανε το Φώτη; ρωτάει.

- Ξεχανιάρης πούγινες, λέει κι η μητέρα. Ιούλης μήνας ήτανε. Είχανε βγει τα σταφύλια. Στη φυλακή που πήγα και τον πρωτόειδα, του κράταγα ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλια. Δυο χρόνια κλείσανε και μπήκαμε στο τρίτο.

Ο παπούς μοιάζει σα να ξεχάστηκε.

- Ναι, είχανε βγει τα σταφύλια, συμφωνεί. Θυμάμαι τώρα που του κράταγες ένα τσαμπί σταφύλια. Απλωσε το χέρι του μέσα απ' τα σίδερα και το πήρε.

Και με σιγουριά αποσώνει.

- Ενα τσαμπί κόκκινα σταφύλια.

Πέφτει σιωπή. Οι θύμησες όλο και πληθαίνουν γύρω στο ραγισμένο λαμπογιάλι.

- Το τελευταίο του γράμμα πάει χρόνος που το πήραμε, αναστενάζει η μητέρα. Ηταν σταλμένο από το Μακρονήσι. Κι από τότε μήτε μια λέξη δε μας ήρθε.

Ο παπούς φυσάει πάντα τον καπνό της πίπας του. Το μάτι του έχει ένα σκληρό τρόπο να κοιτάει.

- Αν πήγαινες στην αστυνομία; παρακαλεί η μητέρα. Ανθρωποι είναι, θα νιώσουν. Πες τους: Χάθηκε ένας άνθρωπος. Ενας άνθρωπος με μεγάλα φωτεινά μάτια. Οχι. Μην τους πεις πως είχε μεγάλα και φωτεινά μάτια. Πες τους πως χάθηκε στο Μακρονήσι... Να μας πούνε, αν ζει ή τάχα είναι πεθαμένος. Να ξέρουμε, να μην τον περιμένουμε άλλο.

- Πήγα, λέει κι ο παπούς κι η φωνή του είναι σκληρή, πολύ σκληρή. Ξεροστάλιασα να περιμένω. Τους το είπα, τους παρακάλεσα. Χάθηκε ένας άνθρωπος! τους φώναξα. Πώς γίνεται να χάνονται έτσι οι άνθρωποι; Ψάξτε να μας βρείτε τον άνθρωπό μας. Είναι μεγάλο αμάρτημα στο Θεό να χάνονται έτσι στα καλά καθούμενα οι άνθρωποί μας. Μεγάλο κρίμα είναι από το Θεό.

- Σούπανε πως θα ψάξουνε; Δε σούπανε; ικετεύει η φωνή της.

- Αυτοί δεν ξέρουνε τι θα πει πόνος, λέει ο παπούς. Κείνη την ώρα που τους κουβέντιαζα μπήκε στο γραφείο μια γυναίκα. Είχε χαθεί ο σκύλος της κι ήρθε να ζητήσει τη βοήθεια της αστυνομίας, γιατί το σκυλί, λέει, ήτανε από ράτσα και κόστιζε πολλά λεφτά. Σωπαίνει για λίγο.

- Κι ύστερα;

- Λοιπόν, ξέρεις τι είπανε; Πως θα ψάξουν και θα βρούνε οπωσδήποτε το σκύλο της.

Τα μάτια της γυναίκας κοιτάζουνε πάλι κάπου μακριά. Κι ο παπούς, καθώς βλέπει στα σκαμμένα μάγουλά της να κατηφορίζουνε δυο μεγάλα ποτάμια από δάκρυα, σηκώνεται και φυσάει με δύναμη τη λάμπα. Μα, ωστόσο, την ελπίδα μέσα στην καρδιά τίποτα δεν μπορεί να τη σβύσει.

Το πρωί η κοριτσίστικη φωνή τραγουδάει:

"ότι ζει το παλικάρι και οπωσδήποτε θα 'ρθεί".

***

Ενα τέτιο βράδι, όταν το πετρέλαιο στη λάμπα κόντεβε να τελειώσει και το φως χαμήλωνε πάνω από το κοριτσίστικο σγουρό κεφάλι πούχε γείρει στο ανοιχτό βιβλίο, μπήκε ένας άνθρωπος με τραγιάσκα. Ητανε πιο κοντός στο μπόγι από τον Φώτη, όμως τα μάτια του ήταν το ίδιο μεγάλα και φωτεινά.

- Θάθελα να μιλήσουμε μαζί, είπε στον παπού και τούδειξε με το μάτι τη γυναίκα και το κοριτσίστικο κεφάλι.

Ο παπούς έσκυψε πάνω από το κορίτσι, αφουγκράστηκε την κοιμισμένη ανάσα του κι έγνεψε στον άνθρωπο να καθήσει.

- Πες μας λεύτερα ό,τι έχεις να μας πεις, τούπε.

Ο άνθρωπος κρατούσε την τραγιάσκα του και σώπαινε. Μέσα του πάλαιβαν δυο γνώμες.

- Μίλα μας, έκανε πάλι ο παπούς. Αν διάβασες στην εφημερίδα πως θέλουμε να μάθουμε, για τον Φώτη που χάθηκε στο Μακρονήσι, τότες ήρθες σωστά. Φανέρωσέ μας την αλήθεια, όποια και νάναι.

Κι η μητέρα που τώρα πια είχε καταλάβει:

- Πες μας πώς τέλειωσε. Οσο άγριος κι αν ήτανε ο θάνατός του, μη μας τον κρύψεις, καλό μου παλικάρι.

Στη φωνή της έτρεμε μια μάταιη ελπίδα.

- Πάει ένας χρόνος που πέθανε, είπε τότε κι ο άνθρωπος με την τραγιάσκα. Τον παιδέψανε όλη νύχτα και τον τελειώσανε με μια κλωτσιά στο κεφάλι. Γι' αυτό είναι που δε σας έγραψε άλλο. Ο παπούς κείνο το βράδυ δε χρειάστηκε να φυσήξει τη λάμπα, γιατί έσβυσε μόνη της. Κι η ελπίδα έσβυσε κι αυτή μουσκεμένη από τα δάκρυα. Μα η κοριτσίστικη φωνή, που δεν ξέρει, κάθε πρωί τραγουδάει:

"ότι ζει το παλικάρι κι οπωσδήποτε θα 'ρθεί".

Η μητέρα κάνει τότε ένα κίνημα να τη σταματήσει. Μα, ο παπούς την εμποδίζει.

- Γιατί; της λέει. Ο Φώτης ζει πάντα μέσα μας, είναι πάντα κοντά στην καρδιά μας. Δεν το νιώθεις;

Και ξαφνικά, σα να θυμάται τώρα μόνο πως το φθινόπωρο από καιρό έχει μπει, σμίγει τ' άσπρα του φρύδια και συλλογιέται.

- Και το καλοκαίρι, λέει, τα κλήματα θα δέσουνε μεγάλα τσαμπιά σταφύλια. Μεγάλα κόκκινα τσαμπιά.

Και σα να χαμογελάει».

* Το διήγημα του Π. Κοσμά περιλήφθηκε στη συλλογή «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1951). Προσπαθήσαμε να μάθουμε έστω λίγα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα του διηγήματος και αν το Π. Κοσμάς είναι αληθινό όνομα ή ψευδώνυμο, απευθυνόμενοι στους ελάχιστους ζώντες συγγραφείς, οι οποίοι υπήρξαν και μαχητές του ΔΣΕ. Δυστυχώς, η προσπάθεια ατύχησε.

ΔΙΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 60 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΣΤΑΜΑΤΗ: «Ο γέρο - πλάτανος»*

«Εχ, μωρέ λεβεντιές της Ρούμελης! Εχ, μωρέ λαέ χιλιόψυχε! Τόσο τους τύφλωσε η λάμψη σου και δεν έχουν μάτια να σε ιδούν! Ογδόντα δυο χρονών είναι ο γέρο-Γιώργης, ο Βλαχογιώργος. Μα, δεν τα κουβαλάει στην πλάτη τα χρόνια του να τον λυγάνε στο χώμα... Τάκανε ταμπούρι μπροστά του και πολεμάει. Ογδόντα δυο κορφούλες χιονισμένες και πίσω στητός ο Γέρο-Πλάτανος χιλιόριζος, με τ' άρματα κρεμασμένα στα κλαδιά του.

...Την πρώτη φορά που τον πιάσαν τα μπασκίνια τούπανε:

- Θα σε σαπίσουμε στο ξύλο παλιόγερε και θα σε στείλουμε εξορία, ν' αφήσεις τα κόκαλά σου! Δε θα παρατήσεις να πηγαίνεις ψωμί στους γιους σου;

- Βρε τα παιδιά μ' δε θα ταΐσω!.. Εσάς μωρέ θα ταΐσω, ε;.. Τι μου λέτε μαθές;.. τους απάντησε οργισμένος ο γέροντας. Τον άφησαν. Ηταν ακόμα 1945. Τη δεύτερη φορά τον πιάσαν εθνοφύλακες. Τον κατέβασαν στο Τσαμάσι Σοφάδων. Κακό σκοπό είχαν οι μπουραντάδες. Στα υπόγεια της φυλακής που τον πήγανε, ο δήμιος, αφιονισμένος εθνοφύλακας, του λέει:

- Γδύσου παλιόγερε!

- Δεν πάσχου εγώ από τίποτες παιδί μ... του λέει σοβαρός και σαν ξαφνιασμένος ο Γέρο - Γιώργης, ο Βλαχογιώργος.

- Ρε γδύσου σου λέω! Το σταυρό σου!

Τον άρχισε φουρκισμένος στις κλωτσιές και τις γροθιές. Ο Γέρο - Γιώργης τον σταμάτησε.

- Α!.. Τώρα κατάλαβα τι θες απού μένα... Ε, στάσου τότες να γδυθώ, να φχαριστηθείς να βαράς. Ογδόντα χρονώ τομάρι είναι καλό γι' άργασμα!

Ο εθνοφύλακας λύγισε. Τον παράτησε κι έφυγε.

Τον στείλανε εξορία. Από κει έστειλε στο "Ρίζο" ένα τραγούδι που σκάρωσε και τραγούδαε πλάι στο κύμα, για να γλεντάει, τον πόνο του.

"...Ημουνα γέρο - τσέλιγκας

Με πρόβατα, με γίδια

Μα τάκανε ο φασισμός

Ολ' ανεμοσκορπίδια.

Τρία παιδιά στ' αντάρτικο

Κι δυο στην εξορία

Κι τα κορίτσια φυλακή

Για τη Λαοκρατία..."

Τούχανε ρημάξει το βιο του, του αρπάξανε όσα παιδιά και κοπέλες δεν πρόλαβαν να βγουν στο βουνό. Ολα του τα ιδανικά, όλοι οι πόθοι κι οι λαχτάρες απ' τα παιδικά του χρόνια, ως τα βαθιά του γεράματα, κλείνονταν σ' αυτή τη μαγική λέξη που την πρωτάκουσε και την πρωτόμαθε στην πρώτη Αντίσταση: Λαοκρατία.

***

1947. Αύγουστος. Ο γέρο - Γιώργης, ο Βλαχογιώργος, γύριζε απ' την εξορία στο χωριό του. Τιμημένα, με ψηλά το κεφάλι. Μα, οι "μαύροι" δεν μπορούσαν να του συχωρέσουν.

Τι; - Τη λεβεντιά του. Πώς να του συχωρέσουν πως από το '42 βγήκε μ' όλη τη φαμελιά του στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας του; Πώς να ξεχάσουν πως έβγαλε τρία παιδιά ΕΛΑΣίτες; Μα πιότερο απ' όλα πώς να μη λυσσάνε πούχε πάλι και τους τρεις λεβέντες του στο βουνό, μαχητές του ΔΣΕ; Μόλις πατούσε στο χωριό του, την Πάνω Αγόριανη Δομοκού, βάλανε τα μπασκίνια να του κάψουνε το σπίτι. Ο Γέροντας τους πλησιάζει πριν το βάλουν φωτιά και τους λέει:

- Γιατί δεν του κάψατ' του ρημάδ' απ' τα πέρσι, βρε; Κι ποιος σας είπε πως περίμενα εγώ να βρω σπίτ' γυρνώντας, ε;

Αυτοί βάλανε φωτιά. Τη δουλιά τους κάνανε...

Μπήκε σπίτι του αργά-αργά, σοβαρός. Δεν τόλμησαν να τον μποδίσουν. Βγήκε φορώντας την κάπα και με το τσιμπούκι στο στόμα και θωρούσε τις φλόγες που τύλιγαν το σπίτι του. Μόλις πήρε φωτιά κι η στέγη κι άρχισε να πέφτει άναψε το τσιμπούκι του και τράβηξε κατά το Βελούχι να βρει τα τρία παιδιά του. Εσμιξε με τους αντάρτες, βρήκε χιλιάδες παιδιά, γίνηκε κι ο ίδιος αντάρτης. Οι παλιότεροι τον γνώριζαν από τότες που τους έφερνε ψωμί πάνου στα βλάχικα καλύβια, όταν ήταν καταδιωκόμενοι. Πολέμησε μαζί τους, πέρασε παλικαρίσια εκστρατείες του εχθρού και μπόρες... Καλός αγωνιστής. Καλός σύντροφος και στις δύσκολες ώρες... Τον αγαπούσαν...

Μα, ήρθε κι ένα χτύπημα πιο γερό απ' τ' άλλα. Δεν ήταν η φωτιά... ούτε η εξορία. Δεν ήταν μια μπόρα, απ' αυτές που ξεσπούν ξάφνου πάνω στον αντάρτη κι ύστερα περνούν...

Στο λημέρι έφτασε έν' απόγεμα το χαμπέρι πως ο γιος του ο Αλέξαντρος, διμοιρίτης, σκοτώθηκε στη μάχη της Αράχωβας. Εκείνη την ώρα είχανε γλέντι οι αντάρτες στη λιακάδα. Είχανε φέρει κι όργανα απ' το χωριό και χαλούσε ο κόσμος απ' το χορό και το τραγούδι. Ο γεροπατέρας προχώρησε αργά στον κύκλο του χορού, σταμάτησε με μια χειρονομία τα όργανα και τους λέει:

- Βρε λεβέντες! Ακούστε με! Τούτη τη στιγμή, μου φέραν το χαμπέρι... Ο γιος μου ο Αλέξαντρος χτυπήθηκε στον Παρνασσό, στη μάχη της Αράχωβας. Επεσε το παλικάρι μου! Για τη Λαοκρατία! Αφήστε με να σύρω ένα χορό... Θέλω να τιμήσω τον αξιότερό μου γιο... Χορέψτε και σεις μαζί μου!

Κι ενώ τα παλικάρια σκύβαν λυπημένα το κεφάλι, ο γέροντας έβγαλε το μαντήλι του και πιάστηκε με τον πρώτο κι άρχισε να χορεύει τραγουδώντας αργά, σιγά, μα όχι σα μοιρολόι, με ρουμελιώτικη λεβεντιά...

"...Βελούχι μου παράμορφο

Κι Οξιά ζωγραφισμένη

Λιώσε τα χιόνια γρήγορα

Να χορταριάσει ο τόπος

Να βγουν οι αντάρτες στα βουνά

Να βγουν κι ανταρτοπούλες

Να βγει κι ο γιος μου ο Αλέξαντρος

Τους μαύρους να βαρέσει..."

Δεν τον έριξε κάτου το χτύπημα το γέρο - πλάτανο. Εχει χιλιάδες ρίζες. Κι έχει χιλιάδες παιδιά!

Στητό και αλύγιστο, με το πουκάμισο ξεκούμπωτο πάντα στο στήθος, "να παίρνουν αγέρα τα σωθικά", θα τον συναντήσεις να δρασκελάει την Γκιώνα ή τα Βαρδούσια, το Βελούχι ή τ' Αγραφα, σιγανοτραγουδώντας κάποιο παλιό κλέφτικο, με την κάπα και το τσιμπούκι, τη μόνη περιουσία που του άφησαν τα μπασκίνια, με τ' όπλο στον ώμο και τ' αγέραστο χαμόγελο της λεβεντιάς - την περιουσία που κανείς δεν θα μπορέσει ποτές να του την πάρει...».

* Το διήγημα γράφτηκε το 1948 στο βουνό, πιθανότατα δημοσιεύτηκε σε έντυπο του ΔΣΕ και περιλήφθηκε στη συλλογή «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1951). Ο υπογράφων «Σταμάτης» ήταν ο μαχητής και δημοσιογράφος εντύπων του ΔΣΕ, Σταμάτης Γιαννακόπουλος, καταξιωμένος αργότερα, πολυγραφότατος ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής, με το ψευδώνυμο «Πέτρος Ανταίος».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ