Κυριακή 15 Οχτώβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 60 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΣΤΑΜΑΤΗ: «Ο γέρο - πλάτανος»*

«Εχ, μωρέ λεβεντιές της Ρούμελης! Εχ, μωρέ λαέ χιλιόψυχε! Τόσο τους τύφλωσε η λάμψη σου και δεν έχουν μάτια να σε ιδούν! Ογδόντα δυο χρονών είναι ο γέρο-Γιώργης, ο Βλαχογιώργος. Μα, δεν τα κουβαλάει στην πλάτη τα χρόνια του να τον λυγάνε στο χώμα... Τάκανε ταμπούρι μπροστά του και πολεμάει. Ογδόντα δυο κορφούλες χιονισμένες και πίσω στητός ο Γέρο-Πλάτανος χιλιόριζος, με τ' άρματα κρεμασμένα στα κλαδιά του.

...Την πρώτη φορά που τον πιάσαν τα μπασκίνια τούπανε:

- Θα σε σαπίσουμε στο ξύλο παλιόγερε και θα σε στείλουμε εξορία, ν' αφήσεις τα κόκαλά σου! Δε θα παρατήσεις να πηγαίνεις ψωμί στους γιους σου;

- Βρε τα παιδιά μ' δε θα ταΐσω!.. Εσάς μωρέ θα ταΐσω, ε;.. Τι μου λέτε μαθές;.. τους απάντησε οργισμένος ο γέροντας. Τον άφησαν. Ηταν ακόμα 1945. Τη δεύτερη φορά τον πιάσαν εθνοφύλακες. Τον κατέβασαν στο Τσαμάσι Σοφάδων. Κακό σκοπό είχαν οι μπουραντάδες. Στα υπόγεια της φυλακής που τον πήγανε, ο δήμιος, αφιονισμένος εθνοφύλακας, του λέει:

- Γδύσου παλιόγερε!

- Δεν πάσχου εγώ από τίποτες παιδί μ... του λέει σοβαρός και σαν ξαφνιασμένος ο Γέρο - Γιώργης, ο Βλαχογιώργος.

- Ρε γδύσου σου λέω! Το σταυρό σου!

Τον άρχισε φουρκισμένος στις κλωτσιές και τις γροθιές. Ο Γέρο - Γιώργης τον σταμάτησε.

- Α!.. Τώρα κατάλαβα τι θες απού μένα... Ε, στάσου τότες να γδυθώ, να φχαριστηθείς να βαράς. Ογδόντα χρονώ τομάρι είναι καλό γι' άργασμα!

Ο εθνοφύλακας λύγισε. Τον παράτησε κι έφυγε.

Τον στείλανε εξορία. Από κει έστειλε στο "Ρίζο" ένα τραγούδι που σκάρωσε και τραγούδαε πλάι στο κύμα, για να γλεντάει, τον πόνο του.

"...Ημουνα γέρο - τσέλιγκας

Με πρόβατα, με γίδια

Μα τάκανε ο φασισμός

Ολ' ανεμοσκορπίδια.

Τρία παιδιά στ' αντάρτικο

Κι δυο στην εξορία

Κι τα κορίτσια φυλακή

Για τη Λαοκρατία..."

Τούχανε ρημάξει το βιο του, του αρπάξανε όσα παιδιά και κοπέλες δεν πρόλαβαν να βγουν στο βουνό. Ολα του τα ιδανικά, όλοι οι πόθοι κι οι λαχτάρες απ' τα παιδικά του χρόνια, ως τα βαθιά του γεράματα, κλείνονταν σ' αυτή τη μαγική λέξη που την πρωτάκουσε και την πρωτόμαθε στην πρώτη Αντίσταση: Λαοκρατία.

***

1947. Αύγουστος. Ο γέρο - Γιώργης, ο Βλαχογιώργος, γύριζε απ' την εξορία στο χωριό του. Τιμημένα, με ψηλά το κεφάλι. Μα, οι "μαύροι" δεν μπορούσαν να του συχωρέσουν.

Τι; - Τη λεβεντιά του. Πώς να του συχωρέσουν πως από το '42 βγήκε μ' όλη τη φαμελιά του στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας του; Πώς να ξεχάσουν πως έβγαλε τρία παιδιά ΕΛΑΣίτες; Μα πιότερο απ' όλα πώς να μη λυσσάνε πούχε πάλι και τους τρεις λεβέντες του στο βουνό, μαχητές του ΔΣΕ; Μόλις πατούσε στο χωριό του, την Πάνω Αγόριανη Δομοκού, βάλανε τα μπασκίνια να του κάψουνε το σπίτι. Ο Γέροντας τους πλησιάζει πριν το βάλουν φωτιά και τους λέει:

- Γιατί δεν του κάψατ' του ρημάδ' απ' τα πέρσι, βρε; Κι ποιος σας είπε πως περίμενα εγώ να βρω σπίτ' γυρνώντας, ε;

Αυτοί βάλανε φωτιά. Τη δουλιά τους κάνανε...

Μπήκε σπίτι του αργά-αργά, σοβαρός. Δεν τόλμησαν να τον μποδίσουν. Βγήκε φορώντας την κάπα και με το τσιμπούκι στο στόμα και θωρούσε τις φλόγες που τύλιγαν το σπίτι του. Μόλις πήρε φωτιά κι η στέγη κι άρχισε να πέφτει άναψε το τσιμπούκι του και τράβηξε κατά το Βελούχι να βρει τα τρία παιδιά του. Εσμιξε με τους αντάρτες, βρήκε χιλιάδες παιδιά, γίνηκε κι ο ίδιος αντάρτης. Οι παλιότεροι τον γνώριζαν από τότες που τους έφερνε ψωμί πάνου στα βλάχικα καλύβια, όταν ήταν καταδιωκόμενοι. Πολέμησε μαζί τους, πέρασε παλικαρίσια εκστρατείες του εχθρού και μπόρες... Καλός αγωνιστής. Καλός σύντροφος και στις δύσκολες ώρες... Τον αγαπούσαν...

Μα, ήρθε κι ένα χτύπημα πιο γερό απ' τ' άλλα. Δεν ήταν η φωτιά... ούτε η εξορία. Δεν ήταν μια μπόρα, απ' αυτές που ξεσπούν ξάφνου πάνω στον αντάρτη κι ύστερα περνούν...

Στο λημέρι έφτασε έν' απόγεμα το χαμπέρι πως ο γιος του ο Αλέξαντρος, διμοιρίτης, σκοτώθηκε στη μάχη της Αράχωβας. Εκείνη την ώρα είχανε γλέντι οι αντάρτες στη λιακάδα. Είχανε φέρει κι όργανα απ' το χωριό και χαλούσε ο κόσμος απ' το χορό και το τραγούδι. Ο γεροπατέρας προχώρησε αργά στον κύκλο του χορού, σταμάτησε με μια χειρονομία τα όργανα και τους λέει:

- Βρε λεβέντες! Ακούστε με! Τούτη τη στιγμή, μου φέραν το χαμπέρι... Ο γιος μου ο Αλέξαντρος χτυπήθηκε στον Παρνασσό, στη μάχη της Αράχωβας. Επεσε το παλικάρι μου! Για τη Λαοκρατία! Αφήστε με να σύρω ένα χορό... Θέλω να τιμήσω τον αξιότερό μου γιο... Χορέψτε και σεις μαζί μου!

Κι ενώ τα παλικάρια σκύβαν λυπημένα το κεφάλι, ο γέροντας έβγαλε το μαντήλι του και πιάστηκε με τον πρώτο κι άρχισε να χορεύει τραγουδώντας αργά, σιγά, μα όχι σα μοιρολόι, με ρουμελιώτικη λεβεντιά...

"...Βελούχι μου παράμορφο

Κι Οξιά ζωγραφισμένη

Λιώσε τα χιόνια γρήγορα

Να χορταριάσει ο τόπος

Να βγουν οι αντάρτες στα βουνά

Να βγουν κι ανταρτοπούλες

Να βγει κι ο γιος μου ο Αλέξαντρος

Τους μαύρους να βαρέσει..."

Δεν τον έριξε κάτου το χτύπημα το γέρο - πλάτανο. Εχει χιλιάδες ρίζες. Κι έχει χιλιάδες παιδιά!

Στητό και αλύγιστο, με το πουκάμισο ξεκούμπωτο πάντα στο στήθος, "να παίρνουν αγέρα τα σωθικά", θα τον συναντήσεις να δρασκελάει την Γκιώνα ή τα Βαρδούσια, το Βελούχι ή τ' Αγραφα, σιγανοτραγουδώντας κάποιο παλιό κλέφτικο, με την κάπα και το τσιμπούκι, τη μόνη περιουσία που του άφησαν τα μπασκίνια, με τ' όπλο στον ώμο και τ' αγέραστο χαμόγελο της λεβεντιάς - την περιουσία που κανείς δεν θα μπορέσει ποτές να του την πάρει...».

* Το διήγημα γράφτηκε το 1948 στο βουνό, πιθανότατα δημοσιεύτηκε σε έντυπο του ΔΣΕ και περιλήφθηκε στη συλλογή «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1951). Ο υπογράφων «Σταμάτης» ήταν ο μαχητής και δημοσιογράφος εντύπων του ΔΣΕ, Σταμάτης Γιαννακόπουλος, καταξιωμένος αργότερα, πολυγραφότατος ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής, με το ψευδώνυμο «Πέτρος Ανταίος».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ